Είδος: Blues/Prog Rock
Δισκογραφική: Sony Music
Ημ. Κυκλοφορίας: 6 Σεπτεμβρίου 2024
Στις έξι του Σεπτέμβρη ο χρόνος σταμάτησε. Ή για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς και ακριβείς “πάγωσε” για εξήντα ένα λεπτά της ώρας, όσο διαρκεί η καινούρια δισκογραφική δουλειά του David Gilmour που τιτλοφορείται με το όνομα “Luck and Strange”, και έρχεται έπειτα από εννέα ολόκληρα χρόνια μετά το “Rattle That Lock”, για χάρη του οποίου είχα επισκεφτεί το Royal Albert Hall για μία once in a lifetime εμπειρία και για να σβήσει με τικ η επιθυμία στην bucket list.
Ο αγαπητός Gilmour βρίσκεται σε περιοδεία, όμως οι προτεραιότητες έχουν πλέον αλλάξει και επειδή οι παχιές αγελάδες είναι πλέον λιτοδίαιτες και έχουν μπει στη διαδικασία γράμμωσης, συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όποιον έχει την δυνατότητα και την άνεση να τον παρακολουθήσει κάπου ζωντανά, να αδράξει την ίσως τελευταία ευκαιρία για να βιώσει αυτή την εμπειρία.
Για καλλιτέχνες τέτοιου βεληνεκούς, όπως έχουμε αναφέρει πολλάκις στο παρελθόν, δεν μπαίνουμε στα χωράφια της κριτικής αλλά ανοίγουμε τα κιτάπια μας για την όσο το δυνατόν αντικειμενικότερη παρουσίαση της εκάστοτε δουλειάς.
Καθώς έχουν περάσει περίπου δύο μήνες από την επίσημη κυκλοφορία, ο υπέρμετρος ενθουσιασμός έχει καταλαγιάσει, οι σφίξεις έχουν πέσει στα φυσιολογικά επίπεδα, οι αμέτρητες ακροάσεις έχουν πιάσει τόπο μέσα μου και βρίσκω τις κατάλληλες λέξεις για να σχηματίσω προτάσεις ώστε να μεταφέρω τις εντυπώσεις μου.
Δεκάδες λογής σχόλια ειπώθηκαν σε έντυπες και διαδικτυακές σελίδες, και τα περισσότερα κακοπροαίρετα καταδικάστηκαν στην λήθη με την πάροδο του χρόνου και των ακροάσεων. Κάποιοι θα πουν περσινά ξινά σταφύλια, και άλλοι μπαγιάτικα κουλούρια, όμως από πότε η τέχνη και δει η μουσικ(οι)ή έχουν ημερομηνία λήξης και ανάλωσης κατά προτίμησης;
Η μουσική είναι τέχνη με την οποία εκφράζουμε τα συναισθήματα μας και όσο καλλιτέχνες σαν τον Gilmour νιώθουν την ανάγκη να εκφραστούν το πράττουν και είναι ευχής έργου για όλους μας.
Ο δίσκος δεν διαφέρει μουσικά πολύ από τον προκάτοχο του (ίσως θεματικά ποιο βαρύς από το προκάτοχο του και πιο ελαφρύς από το “On an Island”), παρά ίσως διαφοροποιείται στα σημεία με την εκλεκτή ομάδα μουσικών, συμπεριλαμβανομένου των Roger Eno, Guy Pratt, και Steve Gadd να τον πλαισιώνουν για ακόμη μία φορά για έναν ατμοσφαιρικό Hard Rock δίσκο βουτηγμένο στην άβυσσο των Blues.
Το εξώφυλλο για κάποιο λόγο για μένα προσωπικά ανασκάπτει και ανασύρει από τον σωρό των αναμνήσεων την αισθητική του πρώτου δίσκου του ιδίου εμφανίζοντας ομοιότητες στο εικαστικό κομμάτι, σαν μία επιστροφή στο παρελθόν.
Ο δίσκος δεν θα μας μεταφέρει σε κάποια ονειρώδη κατάσταση, η δεξαμενή της ψυχεδέλειας έχει στερέψει προ πολλού και ακόμα και οι τελευταίες σταγόνες που πότισαν στο μουσικό του DNA παρότι έχουν ξεθυμάνει, δίνουν το παρόν μέσα από το περίτεχνο χειρισμό της Fender Stratocaster, το χαρακτηριστικό ήχο και τις μελιστάλαχτες μελωδίες της.
Τα ευχάριστα κατάλοιπα των Pink Floyd της μεταγενέστερης περιόδου στο μεσοδιάστημα “Final Cut” και “The Division Belll” βρίσκονται διάσπαρτα και εμβόλιμα στις συνθέσεις, ανάμεσα σε ορχηστρικά περάσματα, αψεγάδιαστα solos, και ήχους από παραδοσιακά όργανα που πλαισιώνονται από μια κρυστάλλινη παραγωγή, της οποίας η οργανικότητα αν και φαίνεται ότι υστερεί, ενισχύεται από τη συναισθηματική φόρτιση.
Η οποία φόρτιση ενισχύεται για τον ίδιο και για μας, καθότι έχουμε την χαρά να ακούσουμε ακόμα και μετά θάνατο ηχογραφημένα ακυκλοφόρητα μέρη του Richard Wright από το μακρινό 2007, μόλις ένα χρόνο πριν αφήσει τα εγκόσμια, γεμίζοντας μας ποικίλα συναισθήματα χαρμολύπης και μένοντας με το what if…,να αιωρείται στο μυαλό μας.
Ο δίσκος πάντως εκτός από τους εκλεκτούς καλεσμένους, έχει και οικεία πρόσωπα του Gilmour και αποκτά οικογενειακό χαρακτήρα, αφενός με την συγγραφέα σύζυγο του και τους στίχους που έχει γράψει καθώς πραγματεύονται τη θνησιμότητα και την γήρανση, και αφετέρου (σπάζοντας έτσι και την κατάρα που ακολουθεί τα παιδιά των διασήμων και της καριέρες τους), με την κόρη του. Ειδικά αν υπάρχει συνεργατική προσπάθεια, καλή ώρα όπως με τη Romany, της οποίας η αιθέρια φωνή τον συνοδεύει στα “Between Two Points” και “Yes, I Have Ghosts” σε ένα υπέροχο ντουέτο.
Δεν θα σταθώ στα παρελκόμενα και στα περιφερειακά στοιχεία του δίσκου, αλλά θα κεντρίσω το ενδιαφέρον μου στα ουσιώδη, που έχουν να κάνουν καθεαυτό με την παρουσία του Gilmour και στο γεγονός ότι στην προχωρημένη ηλικία του, δεν βγάζει παραξενιές και συνεχίζει να γοητεύεται και να βρίσκει ερεθίσματα στα απλά και καθημερινά πράγματα της ζωής, ωσάν ρεαλιστής και μας μαγεύει με τις μελωδίες του και με αυτόν τον ήχο τις κιθάρας.
Αισθάνεσαι κάθε φορά ότι οι χορδές είναι ριζωμένες στην καρδιά του και με τη χρήση της κιθάρας σαν προέκταση αγγίζουν τον εσωτερικό μας κόσμο τον ηρεμούν και τον κάνουν απλά καλύτερο.
Περιττό να μιλήσουμε για μουσικότητα και τραγουδοποιία, καθότι δεδομένα. Μπορούμε να αναφερθούμε στην εύρωστη δημιουργικότητα του που δεν μένει στάσιμη περιπλέκοντας στο βασικό του Prog κορμό, Funk και Soul αναφορές δίνοντας βάθος και πλουραρισμό στις συνθέσεις.
Επιπρόσθετα σημείο αναφοράς πέρα από την κιθάρα, αποκτά η βαρύτονη φωνή του που πλέον είναι πιο χαρακτηριστική και από αυτή του συμπαθή Αλέξη Κωστάλα, η χροιά της οποίας ζωντανεύει της λέξεις με τον αφηγηματικό της τρόπο, και μας καλεί (σαν τις σειρήνες) να κρεμαστούμε από τα χείλη του.
Ο δίσκος αποκτά πρόωση και ενέργεια από την ηχώ του παρελθόντος, ενόσω γίνεται διαχρονικό δάνειο για την μουσική, και συνεχίζει την πολιτιστική κληρονομιά του Gilmour ενώνοντας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Facebook: https://www.facebook.com/davidgilmour
17