Αν θεωρήσουμε ότι η συναυλιακή χρονιά ξεκινά μαζί με την σχολική, τότε το βράδυ της Τρίτης για μένα τουλάχιστον ήταν η έναρξη των μαθημάτων, με τον αγιασμό να τελείται από τον David Surkamp, την υπέροχη παρέα του και τις κλασικές Rock μελωδίες τους.
Το φθινοπωρινό σκηνικό με τα πρωτοβρόχια και τα πανέμορφα καιρικά φαινόμενα-ζωγραφιά που έστησε ο ίδιος ο καιρός ήταν ιδανικό για να ντύσει την μουσική των Αμερικανών με μία νοσταλγική και μελαγχολική διάθεση που τους ταιριάζει γάντι.
Η Demons Gate έστησε μία γιορτή στο κύτταρο προς τιμήν των φίλων του κλασικού ήχου, με επαγγελματισμό όπως κάθε φορά, και παρότι καθημερινή και μία μέρα πριν χτυπήσει το κουδούνι και με τους γονείς να βρίσκονται σε παροξυσμό εν αναμονή της έναρξης του σχολείου ο κόσμος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και γέμισε το χώρο από νωρίς με ηλικίες κάθε λογής.
Τη στιγμή που στα ηχεία ο μεγάλος Rory Gallagher κερνούσε “bourbon” βγάζοντας προς τα έξω τα “Big Guns”, με τους δείκτες του ρολογιού να δείχνουν 21:15 με την δεκαπεντάλεπτη καθυστέρηση να πηγαίνει υπέρ του θεάματος, τα φώτα χαμήλωσαν και η μπάντα ανέβηκε στη σκηνή για να ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι στο μουσικό κόσμο των Pavlov’s Dog.
Η μπάντα μας ταξίδεψε πέντε δεκαετίες πίσω στο χρόνο, με το δίσκο “Pampered Menial” να έχει κατά κύριο λόγο την τιμητική του, σε εποχές που οι περισσότεροι δεν ήμασταν γεννημένοι και ίσως ούτε καν σκέψη, όμως παρόλα αυτά μεγαλώσαμε με τις μουσικές του παρά το χρονολογικό χάσμα, διότι η μουσική τους είναι κλασική, διαχρονική και ενώνει το κόσμο.
Κάπως έτσι όλοι όσοι παρευρεθήκαμε γίναμε κοινωνοί της μουσικής τους για σχεδόν δύο ώρες με την μία επιτυχία να διαδέχεται την άλλη και το κόσμο να περνάει πραγματικά καλά. Μεγάλο ρόλο έπαιξε και ο ήχος ο οποίος ήταν σύμμαχος της μπάντας καθόλη τη διάρκεια και για πρώτη φορά δεν χρησιμοποίησα τις ωτοασπίδες μου.
Το συγκρότημα έστησε ένα στρατηγικά μελετημένο setlist κομματιών με τα ευρέως πιο γνωστά κομμάτια στην αρχή και στο τέλος, και λέω πιο γνωστά και όχι τα καλύτερα καθότι πάντα αυτό είναι θέμα οπτικής και υποκειμενικότητας του καθενός, και μας κράτησε σε μία κατάσταση εγρήγορσης καθόλη τη διάρκεια.
Ο αειθαλής David στα 72 παρακαλώ με την αγέραστη και αψεγάδιαστη φωνή ήταν όπως αναμενόταν στο κέντρο της προσοχής όλων τραβώντας τα βλέμματα. Ιδιαίτερα φιλικός, διαδραστικός, ευσυγκίνητος για διάφορους λόγους με υψηλή αίσθηση του χιούμορ ήταν μοναδικός στο είδος του και σε συνδυασμό με εκτελεστική του ικανότητα σε φωνή και κιθάρα, αποτέλεσε τον τέλειο performer.
Και αυτή η φωνή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απλά με λόγια γιατί θα αδικηθεί καθώς αψηφά τους νόμους της φυσικής, του χρόνου και της απλής πραγματικότητας, και θα πρέπει να γίνει αντικείμενο μελέτης για τις επόμενες γενιές.
Παρότι κάποιες ατυχίες τις τελευταίας στιγμής τους χτύπησαν την πόρτα, με την ακύρωση της εμφάνισης του David Hamilton λόγω Covid, ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες όλων, χάρη στην εξαίσια ομάδα μουσικών που πλαισιώνουν τη μπάντα και στο αστείρευτο ταλέντο της Abbie Steiling το οποίο ξεδιπλώθηκε σε διττή θέση σε βιολί και πλήκτρα. Μοναδική στο πόστο της έβαζε τις δίνεις της πινελιές κλασικής μουσικής και παιδείας που διαθέτει στις συνθέσεις και για αυτό το λόγο δεν σταμάτησε να την εκθειάζει επί σκηνής ο David ως the violin goddess , στο πρόσωπο της οποίας βρήκε τη μούσα του, διότι εκτός σκηνής (μέχρι να επανέλθει σε αυτή από τα πρόσφατα προβλήματα υγείας) έχει τη δική του Julia, την γυναίκα του Sara.
Το νεαρό της ηλικίας της υπόλοιπης μπάντας έκοβε ενέργεια από αυτούς και την μετέδιδε στον David, ειδικά ο μικρόσωμος θεούλης Viking στην κιθάρα ο οποίος ήταν αεικίνητος και απολαυστικός ειδικά στη γενικότερη χρήση αυτής και τα solo φυσικά..
Πάντως χαζεύοντας τους τρεις τους σε κιθάρα, μπάσο και βιολί θα μπορούσαν κάλλιστα να τζαμάρουν μαζί σε μία Symphonic Prog Metal μπάντα για την πλάκα τους με την επιθετικότητα και την μελωδία να εναλλάσσεται.
Η νέα και ακυκλοφόρητη νέα σύνθεση που μας χάρισαν, μέσω της jamming οδού και με σταγόνες ψυχεδέλειας ανοίγει νέο κεφάλαιο για την μπάντα μετά από πενήντα χρόνια και μας κάνει να αδημονούμε για την κυκλοφορία του νέου δίσκου στις αρχές του νέου έτους.
Όσο προχωρούσε η βραδιά οι κλασικές επιτυχίες όπως τα “Of Once and Future Kings” , “Natchez Trace” και “Valkyrie” μεταξύ άλλων έρχονταν στο προσκήνιο με τον κόσμο να γίνεται ακόμα πιο ενεργός και δραστήριος και το συγκρότημα να δίνει τα ρέστα του
Αν κάτι θα άλλαζα εγώ προσωπικά από το συγκεκριμένο live αλλά και κάποια αντίστοιχα στο μέλλον θα ήταν ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τέτοιους καλλιτέχνες μεγάλου βεληνεκούς και προχωρημένης ηλικίας. Χωρίς να φανώ μακάβριος και πεσιμιστής, πόσες πιθανότητες και πόσες φορές έχουμε την δυνατότητα να ξαναδούμε αυτόν τον καλλιτέχνη στο μέλλον. Ελάτε στη θέση του όταν προσπαθεί να επικοινωνήσει και να συνδεθεί μαζί μας μέσα από τους στίχους, τη μουσική και το βλέμμα, και αντί για τα μάτια μας, που είναι καθρέπτης της ψυχής μας να έρχεται αντιμέτωπος με άψυχα κουφάρια κινητών.
Χαλάει η μαγεία και αλλοιώνεται η γεύση βρε παιδιά. Τροφή για σκέψη και περισυλλογή.
Για encore μας επεφύλασσαν την κομματάρα “Song Dance” με το riff που ανάγκασε το κόσμο να προβεί σε head-banging και να λικνιστεί με τους γύρω του και με τη βοήθεια του δικού μας Δημήτρη στα πλήκτρα έκλεισαν με την κορυφαία μπαλάντα όλων των εποχών σε μία εκτέλεση που θα μνημονεύουμε για καιρό.
Το βράδυ της Τρίτης γίναμε μάρτυρες μιας μοναδικής βραδιάς κλασικής Rock μουσικής που εξελίχθηκε σαν μπαλάντα, έντονα φορτισμένη συναισθηματικά και με έναν γλυκόπικρο σβήσιμο στο τέλος να μας συντροφεύει… Εις το επανιδείν…
Φωτογραφίες: Νίκος Φιλιππόπουλος
752