Είδος: Post/Sludge/Noise Metal
Δισκογραφική: Thrill Jockey Records
Ημ. Κυκλοφορίας: 21 Ιουνίου 2024
Όσον αφορά την περίπτωση του Aaron Turner, είναι ηλίου φαεινότερο πως η προσφορά του στον ακραίο και πειραματικό ήχο είναι αποδεδειγμένη μέσω της παρουσία του στα διάφορα project που έχει συμμετάσχει ανά καιρούς, όπως είναι οι Isis (the band), Old Man Gloom, Mammifier, Greymachine, Split Cranium μεταξύ άλλων φυσικά, και συνεχίζει να είναι με πρωταρχική του ανάγκη πλέον τους Sumac μαζί με τους συνήθεις υπόπτους Brian Cook (Botch, Russian Circles) και Nick Yacyshyn (Botanist) να τον πλαισιώνουν ιδανικά για κόμη μία φορά.
Για να ξεδιπλώσουμε ακόμα περισσότερο το βιογραφικό του σημείωμα αξίζει να αναφέρουμε (για να μαθαίνουν οι νεότεροι και να θυμούνται οι γηραιοί) το γεγονός ότι ήταν ιδρυτής της Hydrahead Records και βασικός υπεύθυνος για ένα μεγάλο ποσοστό της ακραίας μουσικής που κυκλοφορεί εκεί έξω, ενώ για να σκιαγραφήσουμε τη καλλιτεχνική του προσωπικότητα, οφείλουμε να αναφερθούμε στο γεγονός ότι έχει ασχοληθεί με τη γραφιστική και τη σχεδίαση εξώφυλλων και αφισών κάτι που έχει εξελίξει και έχει μεταφέρει και στη τέχνη της δερματοστιξίας που ασκεί.
Ανήσυχο πνεύμα μουσικά και εικαστικά, δεν επαναπαύεται και συνεχώς προσπαθεί να εξελίσσεται με ότι καταπιάνεται, έχοντας υιοθετήσει την abstract και surreal αισθητική, τις οποίες ενσωματώνει στην τέχνη του, με τελευταίο έργο του το δίσκο των Sumac, όπου εξώφυλλο και μουσική προσκυνούν τον Jackson Pollock, την τεχνική ντρίπιγκ αποτίοντας τα εύσημα στον αφηρημένο ηχητικό εξπρεσιονισμό.
Το “ The Healer” όπως απεικονίζεται περίτεχνα και στο εκπληκτικό εξώφυλλο που κοσμεί τον δίσκο είναι απόρροια της προαναφερθείσας φιλοσοφίας και τεχνοτροπίας, προσπάθεια έκφρασης ενός ευφυούς ανθρώπου ή ενός διεστραμμένου μυαλού που ως μέσο επικοινωνίας αντιλαμβάνεται ήχους, συχνότητες και εικόνες σε μία άναρχη αλληλουχία που προκαλεί καταστάσεις συναισθησίας.
Αν υιοθετούσαμε τη γλώσσα της δερματοστιξίας για να περιγράψουμε την νέα δουλειά της μπάντας θα χρησιμοποιούσαμε μεταφορικά τον όρο free hand, χωρίς την παρουσία του stencil, όμως για να έρθουμε πιο κοντά στο μουσικό μας κόσμο θα αναφερόμασταν στον αυτοσχεδιαστικό τρόπο που αντιλαμβάνονται τα πράγματα υπό μία Jazz σκοπιά. Πραγματικά αν τους ενδιέφερε να κατοχυρώσουν τα πνευματικά δικαιώματα κάποιου όρου τότε το Noise Jazz τους ανήκει δικαιωματικά εκ του αποτελέσματος και η συμμετοχή τους προ μηνός στο Vancouver Jazz Festival, συνεργατικά με την Moor Mother επισφραγίζει τα λεγόμενα. Θα μπορούσε κάλλιστα να συσχετιστεί η δουλειά τους με τις αντίστοιχες πειραματικές ηχητικά του Miles Davis με τη διαφορά ότι ακόμα και αυτός στο τέλος έβρισκε κάποιο μοτίβο, εν αντιθέσει με τους Sumac που λειτουργούν τελείως ανεξάρτητα και αυθαίρετα.
Παρότι δεν κατανοείται εύκολα από ανεκπαίδευτο αυτί, δεν έχουν μαλώσει με τον μετρονόμο και παραμένουν πιστοί στο “metronomicon” με τον τρόπο τους, και με τον Nick πίσω από το drum kit να δίνει τον ρυθμό και να επελαύνει με τις τυμπανοκρουσίες του προσδίδοντας όγκο, θόρυβο και ένταση.
Η συνεργασία τους με τον γκουρού του πειραματισμού Kenji Heino φαίνεται πως διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία τους και την εξέλιξη τους, και αποτελεί κομβικό σημείο όπου πλέον χωρίζουμε τις δουλειές τους σε Pre και Post Heino εποχή.
Ιαπωνική τεχνολογία αιχμής που τους έβαλε για τα καλά στον εξερεύνηση του ήχου χωρίς μέση, αρχή και τέλος και μακριά από τυχόν παρωπίδες και στερεότυπα.
Τα Post και Sludge Metal στοιχεία της πρώιμης περιόδου είναι υπαρκτά για να μας θυμίζουν τις εποχές των Isis και των Old Man Gloom, στην νέα εποχή τους όμως λειτουργούν σαδομαζοχιστικά (για κάποιους) σαν BDSM του ήχου, όπως οι Sunn O))), Khanate, Teeth of Lions Rule The Devine, και Burning Witch προσθέτοντας Drone και Noise Doom στοιχεία στην ήδη πληθωρική τους ηχητική ταυτότητα και καταργώντας στεγανά.
Ειδικά στο κομμάτι “The Stone’s Turn” από το 18:42 μέχρι τέλους η μπάντα ακούγεται πιο Isis και από τους Isis στα καλύτερα τους, με Mastodon προοδευτικά περάσματα, ενώ στο “Yellow Dawn” το πρώτο δίλεπτο ψυχεδελικό εισαγωγικό θα το ζήλευαν και οι ίδιοι οι Los Natas όπως και ο Dylan Carlson με τις Desert και Lo fi Ambient αναζητήσεις τους.
Αυτό που απογειώνει την καινούρια δισκογραφική απόπειρα του φασαριόζικου τρίου δεν είναι η ατομική προσπάθεια, ούτε η χημεία που παίρνουν (τρόπος του λέγειν) αλλά η χημεία που έχουν αναπτύξει μεταξύ τους και οι τρεις που βγαίνει αβίαστα και απολύτως φυσικά.
Ο Turner σκούζει, αλυχτά, γρυλίζει κάνει επικλήσεις και της π@ν@γι@ας τα μάτια σε συνδυασμό με τα παρανοϊκά μινιμαλιστικά Math riffs που εξαπολύει , την ίδια στιγμή που από κοινού με τις μπασογραμμές του Cook, ενσαρκώνουν σε μία μουσική οντότητα των αδικοχαμένο Caleb Scofield στις δικές του εκφάνσεις μέσω των Zozobra, Cave In και των Old Man Gloom όπως προαναφέραμε.
Η extreme τριάδα δημιούργησε ένα προσφιλές ηχητικό κτήνος, μαύρο στη ψυχή αναδυόμενο από τα έγκατα της αβύσσου που ζέχνει θειάφι και μούχλα, με hardcore ξεσπάσματα, και επιρρεπή στο να σου χαρίσει τη γεύση του μένους.
Αναπνεύστε συχνότητες και δανειστείτε με παράφραση τους στίχους από τους Zoroaster, αναφωνώντας ρυθμικά: Here’s Come the Sumac…Consumes the Earth…
Facebook: https://www.facebook.com/SUMACBAND
Bandcamp: https://sumac.bandcamp.com/album/the-healer