Δεν μπορώ να γνωρίζω για όλο το υπόλοιπο metal, αλλά όσον αφορά το thrash ένας από τους πιο σημαντικούς δίσκους σίγουρα είναι το “Eternal Nightmare” των Vio-lence, που άφησε ανεξίτηλα το σημάδι του στην χρυσή εποχή του bay area.
Η προσμονή για την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου ήταν ακόμη μεγαλύτερη γιατί μαζί τους ερχόντουσαν μετά από δεκαπέντε χρόνια οι Legion of the Damned και οι “καινούριοι” Vltimas του David Vincent, με τους ντόπιους Exarsis και Crucifier να κλείνουν το line-up και δεν θεωρώ ότι οποισδήποτε φίλος του Thrash και του Death δεν θα ήθελε να χάσει την συγκεκριμένη μέρα… Jokes on me, που λένε και στο ‘μούρικα μιας που η προσέλευση του κόσμου στο μεγαλύτερο κομμάτι της συναυλίας ήταν χαμηλή. Και που από τα timetables έβλεπες ότι το live σίγουρα θα τελείωνε σε μια λογική ώρα να προλάβει ο κόσμος τα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν ξέρω τι να υποθέσω. Αλλά ας αφήσουμε τα γύρω-γύρω και να μπούμε στο ζουμί της ημέρας.
The Crucifier: Την αυλαία άνοιξαν οι Αθηναίοι The Crucifier με το εκρηκτικό in your face thrash metal τους (και με μια μικρή καθυστέρηση, ομολογουμένως), θα καταλήξω να πω ότι ήταν υπερτίμιοι, δεδομένου των συνθηκών, δηλαδή της ελάχιστης προσέλευσης.
Είμαι από αυτούς που ακράδαντα πιστεύει ότι ο κόσμος από κάτω και η όλη ατμόσφαιρα είναι ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν το πόσο καλή εμφάνιση θα έχει μια μπάντα και δεδομένων των συνθηκών θα πω ότι οι The Crucifier το κερδίσανε το στοίχημα.
Exarsis: Οι Exarsis αποτελούν μία από τις νέες αλλά κλασικές σύγχρονες μπάντες στην εγχώρια μέταλ σκηνή και όταν βγήκαν με κάποιους από το κοινό να φωνάζουν το όνομα τους πίστευα ότι κατάσταση θα αλλάξει και θα μεταφερθώ σε ένα thrash metal live, αλλά φευ! Η εμφάνισή τους ήταν καταπληκτική και άμα οι The Crucifier είχαν να κερδίσουν το στοίχημα του λίγου κόσμου οι Exarsis είχαν και ένα δεύτερο, ακόμα πιο σημαντικό, το στοίχημα ότι ανοίγουν για μια από τις πιο βασικές τους επιρροές, όπως και οι ίδιοι ανέφεραν.
Και ναι, το κατανοώ απόλυτα πόσο αγχωτικό αλλά και μαγικό είναι να βρίσκεσαι στην ίδια σκηνή με κάποιους από τους εφηβικούς σου “ήρωες”. Νομίζω το αποτέλεσμα τους δικαίωσε με τον κόσμο από την μέση και μετά να αρχίσει σιγά-σιγά να ζεσταίνεται.
Υ.Γ. Ειδική μνεία και από οθόνης high-five στον μπασίστα τους που στο επικό κλείσιμο που κάνανε με διασκευή στο κλασσικότατο “A Lesson In Violence” των Exodus, πηδάει από τη σκηνή στο κοινό με το μπάσο και ανοίγει τον κύκλο μόνος του!
Legion Of The Damned: Πρώην Occult (για τους παλιούς) νυν Legion Of The Damned οι Ολλανδοί βγήκαν εντελώς κεφάτοι και με όρεξη στην σκηνή. Ο κόσμος άρχισε να έρχεται κι αν δεν είχε γεμίσει το Κύτταρο, βέβαια οι Legion Of The Damned και το thrash-o-death τους αποτελούν ίσως έναν από τους καλύτερους ενωτικούς κρίκους μεταξύ των πρώτων δύο που έπαιζαν κλασικό thrash και των Vltimas με το “περίεργο” death metal τους.. που θα το συζητήσουμε μετά. Λοιπόν ο κόσμος ήδη ζεσταμένος από τους Exarsis και εμφανώς περισσότερος αλλά ακόμη λίγος άρχισε τα χειροκροτήματα και τo headbanging. Εμφάνιση πάρα πολύ καλή, προσωπική αγαπημένη μου στιγμή από την εμφάνιση τους, ο thrash/ death ύμνος “Slaugthering the pigs”.
Είμαι σίγουρος και κρίνοντας από το πόσο καλή εμφάνιση είχαν και τις αντιδράσεις του κόσμου, ότι την επόμενη το μισό κοινό μάλλον θα είχαμε αυχενικό, κρίνοντας και από τις ηλικίες κιόλας. Στην μέση του setlist τους δείξαν την αγάπη τους σε ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά σχήματα, τους Suicidal Angels, αφιερώνοντάς τους το “Contamination”. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι για ένα μεγάλο μέρος του σόου ο ήχος είχε προβλήματα, κυρίως στα φωνητικά. Που σιγά σιγά επανήλθε στην πλήρη “κανονικότητα” μετά το “Contamination”.
Vltimas: Ο David Vincent αναμφίβολα είναι ένας θρύλος, οι Vltimas αναμφίβολα δεν μου αρέσουν, τι να κάνουμε ρε παιδάκι μου, δεν είναι το στιλ του death metal που εγώ προτιμώ (βλέπε μαμά Σουηδία και νέα Υόρκη). Βέβαια πρέπει να κρίνω αντικειμενικά – ή έστω έτσι το αντιλαμβάνομαι.
Άμα σας αρέσουν οι θεατρινισμοί (πράγμα καθόλου κακό, απλά it’s not my cup of tea όσον αφορά το death metal), φωνητικά τύπου θεατρικών απαγγελιών με crossover McCoy-ισμου και αντίστοιχης nephilim-ιωτικης αισθητικής, τότε οι Vltimas είναι για σένα φίλη/ φίλε μου και άμα τους έχασες πολύ κακώς έκανες.
Οι Vltimas προσπάθησαν να δώσουν ένα σόου και από τις αντιδράσεις του κόσμου ή έστω των οπαδών τους νομίζω ότι το πέτυχαν. Ο ήχος ήταν κρύσταλλο και νομίζω ίσως ο καλύτερος της βραδιάς και μπορούσες να ακούσεις τέλεια και πεντακάθαρα τα πάντα. Και βλέποντας τον Vincent στην σκηνή τον είδα πλήρως ανανεωμένο συγκριτικά με την τελευταία φορά που τον είδα με Morbid Angel.
Vio-lence: Οκ, εδώ για μένα ήταν λίγο προσωπική η όλη εμπειρία, νομίζω για όλους όσους είχαμε έρθει, μιας που οι Vio-lence δεν είναι μόνο θρύλοι, δεν είναι μόνο ότι αποτελούν μια από τις πιο σημαντικές bay area bands, αλλά τουλάχιστον για μένα μία αγαπημένη μπάντα που την ακούω από τα δεκαπέντε μου περίπου και η προσμονή ήταν τεράστια.
Το στοίχημα και ο μεγάλος μου φόβος ο εξής, με μοναδικό original μέλος τον Sean Killian, με τελευταία ολοκληρωμένη κυκλοφορία από τα 90ς και ένα e.p. μόνο πρόσφατα (αντικειμενικά καλό βέβαια), η υπόθεση μύριζε σύνταξη και ενσημοκόλληση δημοσίου από τα μακριά. Νταξ, το πόσο χάρηκα όταν πήγα έναν από τους μεγαλύτερου κουβάδες του ορατού σύμπαντος, δεν λέγεται.
Για αρχή όταν ξεκινάς το live με το “Eternal Nightmare” τίποτα δεν μπορεί να πάει λάθος, μα τίποτα. Όταν ακούγονται οι πρώτες νότες του “Eternal Nightmare” και ξαφνικά βρίσκεσαι δέκα μέτρα μακριά από το pit που άνοιξε μιλάμε για επιτυχία και γερές δόσεις thrash που μεταμόρφωσαν ένα κοινό, σε μια λυσσαλέα μάζα που θύμιζε όχι μια Αθήνα, αλλά άλλες εποχές μιας Καλιφόρνιας κάπου στα 80ς, όπου τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά σε σχέση με το κοινό.
Τα stage diving και τα crowd surfing να είναι μια μόνιμη κατάσταση και το circle pit να μην έχει σταματήσει ούτε δευτερόλεπτο αλλά να γίνεται ακόμη πιο έντονο όσο περνούσε η ώρα και πως να μην γίνεις, όταν στο ενεργητικό σου έχεις τραγούδια ύμνους όπως “phobophobia”, “Kill On Command”, “Serial Killer” και παίζεις ολόκληρο το ιστορικό “Eternal Nightmare”. Ο Sean σε απίστευτη φόρμα και τα νέα μέλη της μπάντας να δίνουν ρεσιτάλ μουσικότητας, αυτή η βραδιά έκλεισε όπως έπρεπε, με ένα live που θα θυμόμαστε για χρόνια και θα λέμε στις νεότερες γενιές (όταν θα γίνουμε boomers και εμείς) “Που και να έβλεπες τους Vio-lence το ’24” και όχι άδικα. Μπορεί να υπερβάλλω στην γενικότερη έκσταση της βραδιάς, μπορεί να είμαι εγώ που είδα κάποιους από τους παιδικούς μου θρύλους κλπ, αλλά κανείς δεν μπορεί να αδικήσει την εκπληκτική ατμόσφαιρα της βραδιάς.
Το κλείσιμο “Bodies On Bodies” και εγώ να μην μπορώ να πάρω ανάσα από το τραγούδι, η φωνή μου να έχει κλείσει, ο αυχένας και η μέση μου να είναι έτοιμα να κλατάρουν και να μην πιστεύω στα μάτια μου το τι βλέπω. Και εδώ νομίζω πρέπει να το πω, Vio-lence ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ!
photos: Άννα Βασιλικοπούλου
543