Το πλήρωμα του χρόνου έφτασε, έστω και με αρκετή καθυστέρηση τριών δεκαετιών, για το κορυφαίο Αυστραλιανό και εκ των κορυφαίων ανά το κόσμο avant-garde jazz μουσικού σχήματος των The Necks ώστε να επισκεφτούν την χώρα μας για μία μοναδική συναυλία με απώτερο στόχο για να μας ταξιδέψουν, να μας μυήσουν και να γίνουν οι οδηγοί στο ιδιαίτερο μουσικό τους κόσμο.
Δεν ξέρω πόσοι έχουν έρθει σε άμεση στενή (ή και όχι) επαφή με την μουσική παρακαταθήκη του συγκροτήματος, η καριέρα του οποίου εδώ και τρεις δεκαετίες, αρχής γενομένης με το “Sex” άλμπουμ του 1989, βρίσκεται διαρκώς σε μία ηχητική εξερεύνηση υπό μόνιμης άνθησης, όμως πλέον δεν χωράει καμία δικαιολογία.
Στις 9/12 στο Ωδείο Αθηνών (αίθουσα Ιωάννης Δεσποτόπουλος) στα πλαίσια της Πανευρωπαϊκής τους περιοδείας για πρώτη φορά θα εμφανιστούν στο Ελληνικό κοινό για μία μοναδική live εμπειρία, ξεδιπλώνοντας ένα αυτοσχεδιαστικό ηχητικό ταξίδι, με έναν διάλογο μεταξύ πιάνου, κρουστών και κοντραμπάσου.
Για το λόγο αυτό θα εντρυφήσουμε στον απροσδιόριστο, αχαρτογράφητο και μυσταγωγικό τους κόσμο, γνωρίζοντας τους λίγο καλύτερα μέσα από τις πιο σημαντικές τους δουλειές σύμφωνα με τον γράφοντα στρώνοντας το χαλί του αυτοσχεδιασμού ενόψει της επικείμενης εμφάνισης τους.
Δημιουργημένοι το 1987 στο Σύδνεϋ οι Necks είναι ένα από τα κορυφαία cult (αν όχι το κορυφαίο) συγκροτήματα της Αυστραλίας. Ο Chris Abrahams (πιάνο), ο Tony Buck (ντραμς) και ο Lloyd Swanton (μπάσο) συνθέτουν μια χημεία που αψηφά την περιγραφή με ορθόδοξους όρους. Με μεγάλα κομμάτια που ξετυλίγονται σιγά-σιγά με τον πιο συναρπαστικό τρόπο, που συχνά υποστηρίζονται από ένα επίμονο και βαθύ ρυθμό, τα δεκαεπτά στούντιο άλμπουμ των The Necks αντέχουν για ατελείωτες επανακροάσεις ξανά και ξανά. Η απατηλή απλότητα της μουσικής τους αναδύει νέα γοητεία σε κάθε ακρόαση. Όχι εντελώς avant-garde, ούτε μινιμαλιστική, ούτε ambient, ούτε jazz, η μουσική των The Necks είναι ίσως μοναδική στον κόσμο σήμερα.
Ο δίσκος αυτός είναι ο πέμπτος κατά σειρά και ο τρίτος μέσω της Fish of Milk δισκογραφικής και κυκλοφόρησε το μακρινό 1999 και αποτελείται από ένα κομμάτι διάρκειας μόλις 60 λεπτών και 30 δευτερολέπτων. Είναι ίσως το ιδανικό starting point για όσους θέλουν να ξεκινήσουν από κάπου το μουσικό τους ταξίδι με τη μπάντα. Η μουσική που περιέχει είναι αποτέλεσμα της ελάχιστης απλοποίησης των κινήτρων που οδηγούν τις δημιουργικές και συνθετικές δυνάμεις του σχήματος, ώστε να γεννήσουν μεγαλειώδη μουσική. Γρήγορο, περίπλοκο αλλά και λίγο τραχύ γύρω από τις άκρες…είναι ορατό και περιγράφεται ιδανικά μέσα από έναν post 70s Miles Davis φακό.
Το Aether ακολούθησε το Hanging Gardens και κυκλοφόρησε ομοίως μέσω της Fish of Milk εν έτη 2001. Είναι ίσως το πιο ασυνήθιστο έργο των The Necks και σχεδόν αγνώριστο σε σχέση με όσα μας είχαν συνηθίσει μέχρι τότε, ως απόρροια της εξωγήινης ομορφιάς του, με τις Space καταλήξεις του. Ξεκινά με τρομερή αντήχηση, η οποία δίνει τη θέση της σε κρουστά καθώς και σε ένα υπνωτιστικό πιάνο προσδίδοντας στη μοναδική συγχορδία που παίζουν λεπτές αποχρώσεις, άλλοτε προσθέτοντας και άλλοτε αφαιρώντας στοιχεία αναδεικνύοντας νέες ομορφιές στο μοναδικό κομμάτι του άλμπουμ.
Ο δίσκος κέρδισε το βραβείο του καλύτερου Jazz άλμπουμ στο ARIA Music Festival για το 2004 και η προσέγγιση του από πλευράς τρίο ήταν σε τελείως διαφορετική ηχητική παλέτα. Αποτελούμενο από έναν αδυσώπητα εθιστικό drum n bass ρυθμό, πλαισιώνεται από διαφόρους ήχους που θα μπορούσαν μεταφορικά να παραλληλιστούν με ένα σμήνος από μέλισσες, με παρέα παιδιών που διασκεδάζουν, με ένα διερχόμενο ελικόπτερο, ακόμη και με μια μαϊμού. Αναμφίβολα το πιο αφηγηματικό κομμάτι των The Necks με trip hop στοιχεία σε συνδυασμό με αναφορές στον σπουδαίο συνθέτη Conlon Nancarrow.
Ο δίσκος βγήκε στα ράφια των δισκοπωλείων το 2011 και είναι ο πρώτος του συγκροτήματος που κυκλοφόρησε σε βινύλιο. Κουβαλώντας περίπου 21 χρόνια στην πλάτη τους σαν σχήμα τη στιγμή της κυκλοφορίας του, εμφανίζονται εντελώς “διαφορετικοί μα πάντα με ένα παράδοξο τρόπο οι ίδιοι”. Απαρτίζεται από δύο συνθέσεις διαφορετικές μεταξύ τους. Το “ Rum Jungles” Θέτει σε κίνηση ένα σύμπλεγμα πολύ ρυθμικών στοιχείων, ενώ το “Daylights” είναι ο ορισμός του slow burner. Υιοθετεί μία διαφορετική προσέγγιση πάνω στην βασική ιδέα της σύνθεσης αντιφατικών ρυθμών με έντονο το ambient στοιχείο. Ορισμένα διάσπαρτα κρουστά και μία μπασογραμμή πάνω σε τρεις νότες δημιουργούν έναν απροσπέλαστο και στιβαρό ρυθμό, που την ίδια στιγμή διατηρεί την ρευστότητα του καταλαμβάνοντας τον όγκο που του δίνεται.
Ότι και να διαβάσετε αλλά και ότι και να ακούσετε από μόνοι σας, δεν πλησιάζει σε καμία περίπτωση ούτε στο ελάχιστο το συναίσθημα που αποπνέει η ζωντανή παράσταση, ούτε περιγράφει την εκτελεστική δεινότητα του σχήματος επί σκηνής. Η real time οπτικοακουστική διαδραστικότητα δεν χωρά λέξεις παρά αισθήματα, και αυτά απλά τα νιώθεις ενόσω “γεννιούνται” live.
Για το λόγο αυτό στις 9/12 η παρουσία μας στο Ωδείο Αθηνών είναι “χάρη” στον εαυτό μας για να βιώσουμε μία ανεπανάληπτη ηχητική εμπειρία εξερευνώντας το “Θαυμαστό Νέο Jazz Κόσμο” των Necks, πάντα με φαντασία, αυτοσχεδιασμό και πειραματισμό…
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ