DEPECHE MODE: “Violator”

MONUMENT

To παρόν άρθρο έχει δημοσιευθεί αρχικά στο έντυπο περιοδικό για retro computers Retro Planet Magazine.
https://retroplanetmagazine.blogspot.com/
https://www.facebook.com/retroplanetmag/

Λοιπόοοον… Ως γνωστόν εμείς εδώ στον κύκλο του Retro Planet (αλλά και του Rockway.gr ενίοτε, του webzine που δημοσιεύονται και εκεί σε ηλεκτρονική μορφή τα κείμενα, καιρό μετά την κυκλοφορία έκαστου του τεύχους που παρουσιάζονται αρχικά), ασχολούμαστε με 8 / 16bits μηχανηματάκια, CPUs, τσιπάκια, επεκτάσεις, accelerators και γενικά κάθε είδους ψηφιακά gadgetάκια που έχουν εφευρεθεί για να σπαταλάμε τον χρόνο μας. Με μια λέξη: “ηλεκτρονικά”. Καιρός είναι λοιπόν να ασχοληθεί η στήλη με κάτι συναφές τεχνολογικά. Ντέφι να γίνει οπότε ας κάνουν για λίγο στην άκρη οι κιθάρες και τα watt των σκληροτράχηλων ενισχυτών και ας πάρουν τη θέση τους τα synthesizers, τα MIDIs, οι λούπες, τα “μπλιμπλίκια” που λέμε και εμείς οι παλαιοί (οκ, δεν είμαστε και σαν την Πελοπόννησο). Σας παρουσιάζω λοιπόν ένα σχήμα που αποτελεί λαμπρό εκπρόσωπο αυτής της συνομοταξίας εικαστικών τεχνών, τους Άγγλους Depeche Mode, μια μονάδα που εν πολλοίς όρισε τον γεωμετρικό τόπο της έννοιας electronic στη μουσική. Πάμε λοιπόν!

Βρισκόμαστε στα περίχωρα του Essex της Γηραιάς Αλβιώνας, στα τέλη μιας ταραχώδους δεκατίας για τη χώρα του “τσαγιού των 5” ελέω της ηγεμονίας της αλήστου μνήμης Margaret Thatcher (ναι, της ίδιας που ήθελαν να αποκεφαλίσουν οι Iron Maiden). Σε μια περίοδο που αποπνέει αβεβαιότητα μετά την “ανεμελιά” που βίωσε όλος ο γλόμπος, με τα πράγματα να δείχνουν να αλλάζουν τόσο ραγδαία όσο και δραματικά σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό – κοινωνικό – πολιτισμικό. Ο καπιταλισμός αρχίζει και δείχνει τα δόντια του μέσω μιας όλο και πιο ακμάζουσας μιντιακής μονοκρατορίας που επιβάλλει τους δικούς της όρους. Τη “μόδα”. Το mainstream. Την “προτυποποίηση”. Με το αζημίωτο φυσικά, μια αποθέωση του μαζικού καταναλωτισμού παράλληλα με την διαρκή εξέλιξη της τεχνολογίας που πραγματοποιεί άλματα. Φυσικά, θα ήταν αδύνατο αυτές οι αλλαγές να μην έχουν την αντιστοιχία τους στο πλαίσιο που καθορίζει τη μουσική βιομηχανία (αλλά και όλες τις μορφές της Τέχνης, ως πολιτισμική συνιστώσα κάθε κοινωνίας και κάθε εποχής).

Για το rock / metal κίνημα η αλλαγή του “κλίματος” πραγματώθηκε με την άνοδο δημοτικότητας όλο και πιο ακραίων φορμών, με την εμφάνιση των αντίστοιχων φορέων τους. Thrash / death / black metal βρίσκονται στην “εφηβική”, συνθετική ακμή τους. Με την “μουσική των μαζών” όμως, την pop, τι έγινε; Ακολούθησε αυτά τα μονοπάτια; Η αλήθεια είναι ότι, ναι. Κι εκεί είχαν “σκοτεινιάσει” τα πράγματα από αρκετά χρόνια πριν με την post punk / new wave σκηνή σχημάτων όπως οι Joy Division, οι Cure και τις συναφείς καταβολάδες τους. Αλλά ουσιαστικά, το σχήμα που έφερε την doomy αισθητική, σε ένα ακροατήριο που μάλλον δεν ήταν συμπαθές προς την νεανική αφέλεια της γενικότερης εμπορικής μουσικής, ήταν αυτή η μαυροντυμένη τετράδα από το Basildon.

Οι Depeche Mode, με το line-up των Dave Gahan (φωνητικά) / Martin Gore (keyboards, guitars) / Andy Fletcher (keyboards, μπάσο) / Alan Wilder (keyboards, drums), είχαν ήδη μια αξιοζήλευτη καριέρα και απολάμβαναν πλήρους δημοτικότητας. Βλέπετε η τετράδα δίσκων “Construction Time Again” (1983), “Some Great Reward” (1984), “Black Celebration” (1986) και “Music for the Masses” (1987) που προηγήθηκαν, ήταν αρκετή να τους καταστίσει ως big thing στα μουσικά δρώμενα της Ευρώπης μα και της “δύσκολης” U.S. αγοράς, με πολλά κομμάτια τους να έχουν διαγράψει μια πολύ καλή πορεία στις κορυφαίες θέσεις των charts. Super hits όπως τα “Everything Counts”, “People Are People”, “Master and Servant”, “Never Let Me Down Again”, “Strangelove”, έβαλαν για τα καλά στα χείλη του κοινού το όνομά τους ως πρεσβευτές της “σπβαρότητας” σε ένα μουσικό είδος που εξ ορισμού απευθυνόταν προς τα ψυχαχωγικά κίνητρα του ακροατηρίου. Πλησιάζοντας προς τη αρχή της επόμενης δεκαετίας, ώριμοι πλέον, αποφασίζουν έναν λίγο διαφορετικό δρόμο για το album που θεωρητικά θα συμπύκνωνε όλη τους την εμπειρία.

Το “Violator” λοιπόν, έβδομο album των Depeche Mode, είδε το φως του ήλιου τον Μάρτιο του 1990 από την Mute Records (στην Αμερική προωθήθηκε από τις Sire / Reprise Records) και ο ειδικός τύπος το υποδέχθηκε θετικότατα. Ηχογραφημένο σε πέντε διαφορετικά studios και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, παρουσίαζε μια μπάντα στο συνθετικό peak της, σε απόλυτη εναρμόνιση με την τεχνολογική αρτιότητα που προσέδωσε ο Flood (κατά κόσμον Mark Ellis, ήδη φημισμένος παραγωγός που είχε δουλέψει με ονόματα όπως οι New Order και οι U2). Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ο πρώτος δίσκος των DM που προσπάθησε να γεφυρώσει την synth κουλτούρα και το κιθαριστικό rock (με κομμάτια όπως το πασίγνωστο “Personal Jesus”). Κάτι που κατάφερε ως έναν βαθμό με αποτέλεσμα το impact του album να είναι ισχυρότατο και στους rockers. Η dance-floor προσέγγιση φυσικά δεν λείπει και το “Violator” στοχεύει επίσης στο κέντρο του mainstream αλλά αυτό δεν αναιρεί την προσπάθεια απόδοσης τέχνης από τα μέλη της μπάντας έναντι των υπολογιστικών spreadsheets που απεικόνιζαν νούμερα πωλήσεων. Απεναντίας, η “μαυρίλα” τους γίνεται όλο και πιο έντονη.

To “Violator” ακροβατεί ανάμεσα στην synth-based pop, στο alternative αλλά και στο straight βρετανικό gothic rock και ουσιαστικά ορίζει ένα νέο είδος, αυτό του synth-based rock, με αξιοζήλευτη στιχουργική θεματολογία που εφάπτεται πλήρως με τον μέσο νεολαίο των αρχών των ’90s.Τα κομμάτια του “Violator” είναι όλα ένα κι ένα, χωρίς ούτε ένα filler. Ευφάνταστες μελωδίες και αιθέρια backgrounds, αμεσότητα και ευληψία από το πρώτο δευτερόλεπτο βάζοντας τον ακροατή κατ’ ευθείαν στο πνεύμα, ανθεμικά ρεφρέν από τη φωνάρα του Gahan ο οποίος είναι και η συνισταμένη της μουσικής των Depeche Mode.

Αν και ηχητικά διαχέει έναν πεσιμισμό, το “World In my Eyes” είναι ένα πολύ θετικό στιχουργικά κομμάτι που επιχειρηματολογεί υπέρ των ηδονών. Πολύ καλό τραγούδι, από αυτά που τα θυμάσαι από την πρώτη κιόλας ακρόαση. Aκολουθεί το “Sweetest Perfection”, ένα αργό, συναισθηματικό τραγούδι που εστιάζει στην επ’ αόριστω αναζήτηση της τέλειας αγάπης και της απόλυτης ευτυχίας.

Το “Personal Jesus”, ήταν το πρώτο single του “Violator” το οποίο και ανέβασε τους Depeche σε ένα ακόμη ανώτερο επίπεδο δημοτικότητας. Η αναφορά στην πνευματική σχέση με τον “προσωπικό Ιησού” μας, δηλαδή κάποιον προς τον οποίον προστρέχουμε όλοι οι θνητοί όταν δυσκολεύουν τα πράγματα. Από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια του συγκροτήματος και ορισμός της rock επιρροής στη μουσική του σχήματος. Το “Ηalo” εξερευνά θέματα όπως η αμφισβήτηση, η αναζήτηση της αλήθειας και η πνευματική εξέλιξη. Μιλά για τις συνέπειες των σχέσεων στην προσωπικότητά μας, με ambient ύφος και περιπετειώδες υπόβαθρο. Το ατμοσφαιρικότατο “Waiting for the Night”, πλήρως ηλεκτρονικών επιρροών, επικεντρώνει στην αναζήτηση του νόηματος και την τάση για φυγή από την καθημερινότητα. Αποτυπώνει την ανυπομονησία για τον ερχομό της νύχτας.

Άλλο ένα σπουδαίο ταργούδι είναι το “Enjoy the Silence”. “All I ever wanted, all I ever needed is here in my arms”, μια σπονδή προς την σιωπηρή επικοινωνία, την απόμακρη επαφή δυο ανθρώπων. Πραγματικά εμβληματική στιγμή, επαναμιξαρίστηκε τόσο από την από την ίδια την μπάντα σε διάφορες εκδόσεις του album όσο και από πολλούς άλλους, αποδεικνύοντας τη δυναμική του (προτείνω ανεπιφύλακτα την εκδοχή του Mike Shinoda, οι distorted κιθάρες απογειώνουν μια ούτως ή άλλως θεϊκή σύνθεση)

Η αγαπημένη στιγμή του γράφοντος είναι το ανεπανάληπτο “Policy Of Truth” το οποίο ασχολείται με την ιδέα της αλήθειας ή της fake εικόνας που μπορούμε να δημιουργήσουμε γύρω μας. Μια “ανάκριση” με το διαρκές ερώτημα για το αν η αλήθεια μπορεί να προκαλέσει πόνο και καταστροφή και αν αξίζει το τίμημα. Καταπληκτικό κομμάτι όπως και το video που το συνοδεύει. Φοβερό το “Blue Dress”, ουσιαστικά ένα ερωτικό παιχνίδι εξουσίας και υποταγής, με σκοτεινό και σεξουαλικά φορτισμένο ύφος, ίσως η πιο πειραματική στιγμή του “Violator”. Όσο για το “Clean”; Ο ιδανικότερος επίλογος. Επηρεασμένο απόλυτα από τους Pink Floyd του “Meddle”, μια αναγωγή των σπουδαίων Βρετανών σε ηλεκτρονικά πλαίσια με όλη την ατμόσφαιρα που περικλείεται μέσα του.

Το “Violator” με συνολικές πωλήσεις γύρω στα 7.5 εκατομμύρια αντίτυπα και πλατινένιο σε πολλές χώρες του κόσμου, παγίωσε μια και καλή το όνομα των Depeche Mode και τους εκτόξευσε στο Πάνθεον της μουσικής βιομηχανίας. Η τετράδα (και από ένα σημείο και μετά τριάδα μιας και ο Alan Wilder αποχώρησε μετά το “Songs of Faith and Devotion” το 1993) συνέχισε να παράγει αριστουργήματα και να δρέπει τις δάφνες της λαοφιλίας της μέχρι και τις μέρες μας, με το φετινό “Memento Mori” να είναι επίσης μια αξιοπρεπέστατη δουλειά, σκιασμένη από την απώλεια του Andy Fletcher. Κάτι που με κάνει να διαισθάνομαι ότι είναι και το κύκνειο άσμα αυτής της ομάδας έξοχων μουσικών εγκεφάλων που επέβαλλε με την έμπνευσή της στο παγκόσμιο ασυνείδητο τον δικό της “μαύρο ήλιο”. Επηρέασαν μια ολόκληρη στρατιά ανεξάρτητων κυρίως καλλιτεχνών που ενσωμάτωσαν στην τέχνη τους πολλές από τις καινοτόμες προτάσεις των Depeche Mode. Και η εκτίμηση που θρέφουν προς το πρόσωπό τους όλες οι φατρίες ακροατών από σαφώς ετερόκλητα εικαστικά ρεύματα, λέει πολλά για την περίπτωσή τους. Ίσως όλα.

(“Να κοιτάς ένα κορίτσι να χορεύει και να συνειδητοποιείς ότι είναι ο βασικότερος λόγος που κινείται ο κόσμος”, παραφράζοντας τον Martin Gore. Για τη Δήμητρα Μ., ταλαντούχα dancer. Έτσι, για το χαμόγελό της.)

2784
About Ιορδάνης Κιουρτσίδης 1200 Articles
Ανακατεμένος με το heavy metal εδώ και 3,5 δεκαετίες, retro computer fan, δεν αντέχει τον Μόρισον και τον Κομπέιν, πίνει διπλό γλυκύβραστο και λατρεύει τις mini σοκοφρέτες υγείας.