Είδος: Sludge/Noise Metal
Εταιρία: Artoffact Records
Ημ. Κυκλοφορίας: 22 Σεπτεμβρίου 2023
Μαύρο/άσπρο, σκοτάδι/φως, αγάπη/μίσος. Όλα παραδείγματα αντιθέσεων που θα βρείτε στη ζωή και ίσως και στο “Void”. Πολλοί από εμάς, έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε τις αντιθέσεις με καχυποψία, παραγνωρίζοντας ότι κάποιες φορές, μια αντίθεση μπορεί να είναι το αλατοπίπερο της ζωής. Στην προκειμένη περίπτωση, ακούγοντας τη νέα κυκλοφορία των Καναδών, η ερώτηση που μου ήρθε κατευθείαν στο μυαλό, ήταν: “μπορεί κάτι βίαιο και τόσο θυμωμένο, να είναι ταυτόχρονα και φοβερά συναισθηματικό;”. Εννοείται. Μα και ο θυμός, συναίσθημα είναι. To ίδιο και η θλίψη, η λύπη, το μίσος και ο πόνος. Και το άλμπουμ ξεχειλίζει από αυτά και σε παρασέρνει. Έτσι απλά.
Δε θα πίστευα ποτέ ότι η μπάντα θα μπορούσε να φτάσει το εξαιρετικό περσινό “Null”, αλλά τα κατάφερε. Βασικά, όχι μόνο το έφτασε, αλλά το ξεπέρασε. Το σκοτάδι, ο μισανθρωπισμός και η μελαγχολία, κατακλύζουν τα ηχεία ή τα ακουστικά σου και σε πείθουν με κάθε νέα ακρόαση ότι ο δίσκος είναι εξαιρετικός, κολλητικός. Math, sludge, post hardcore, είναι όλα μέσα και σε συνδυασμό με dissonant περάσματα και επαναλαμβανόμενα μοτίβα, δίνουν μια αίσθηση limbo, από την οποία δε θες να βγεις.
Τα φωνητικά του Jesse Matthewson, άλλοτε φαίνεται να απαγγέλουν, άλλοτε να προστάζουν ή να βγάζουν μια παράνοια με τρόπο πειστικό, χαρακτηριστικό, κάνοντάς σε να νιώσεις τους στίχους στο πετσί σου. Στίχοι που μιλούν για τη μοναξιά, τη ματαιότητα και την καθημερινή μάχη του καθενός (και τους στιχουργού) με τους δαίμονες του. Η παραγωγή του Andrew Schneider δίνει στο δίσκο μια φοβερή αμεσότητα με τα σημεία όπου οι μπασογραμμές και το σαξόφωνο κλέβουν την παράσταση (“He was a good Man, He was a Taxpayer”, “A Reluctance of Being”), να είναι ένα μεγάλο μπόνους. To άλμπουμ ηχογραφήθηκε το 2021 και αποτελεί στην ουσία, το πνευματικό αδερφάκι του “Null”, με τις διαφορές όμως να είναι αρκετές. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και το σημείωμα του δίσκου στο Bandcamp, το “Null” είναι μια μάχη που δίνεται και το “Void” η ίδια μάχη που χάνεται.
Στα μεγάλα ατού του “Void”, η ατμόσφαιρα του. Ατμόσφαιρα που χτίζεται νότα τη νότα, μελωδία τη μελωδία κι εκεί που σε βαράει με κοφτά ρυθμικά κιθαριστικά σημεία, θα σε πετάξει στο πάτωμα με μια μελωδία στο πιάνο ή το μπάσο, για να συνεχίσει αργόσυρτα και βασανιστικά σε επαναλαμβανόμενα θέματα.
Δεν έχει κανένα νόημα να ξεχωρίσουμε κομμάτια, καθώς κανένα δε μοιάζει με κάποιο άλλο, όλα έχουν μοναδική προσωπικότητα και χαρακτήρα. Τα τέμπο και οι ρυθμοί ανεβοκατεβαίνουν, το ίδιο και η φωνητική και συναισθηματική ένταση, που αποτέλεσμα έχουν ο δίσκος να μην κουράζει σε κανένα σημείο.
Το “Void”, είναι ένα δύσκολο συναισθηματικά εγχείρημα για τον ακροατή. Κι αυτό, γιατί στο τέλος θα χάσει κατά κράτος. Δεν υπάρχει και πολύ το “άσπρο” ή το “φως” που ανέφερα στην αρχή του άρθρου. Υπάρχει κυρίως μαύρο. Κι εδώ βρίσκεται η ειρωνεία. Για κάποιο λόγο που δεν έχω καταλάβει ακόμα, στο τέλος της ακρόασης, αισθάνεσαι ατσαλωμένος, αποφασισμένος, ένα δράμι δυνατότερος. Πως συνέβη αυτό, ούτε που το κατάλαβα…
Bandcamp: https://kenmode.bandcamp.com/
531