Έχοντας ήδη δει έναν σκασμό από συγκροτήματα (διάβασε το πρώτο μέρος ντε), η κούραση έχει αρχίζει ομολογουμένως να χτυπάει γερά την πόρτα, αλλά οκ, δεν πτοηθήκαμε πολύ και σύραμε τα ροκ κουφάρια μας ξανά στην Clisson για τον επόμενο γύρο.
Κι αν η προηγούμενη ημέρα ήταν, τρόπον τινά, πιο hard rock, η επόμενη ήταν αφιερωμένη στους χατζήδες, με τους Iron Maiden να δεσπόζουν σαν πρώτο όνομα και να αποτελούν δέλεαρ για μεγάλη μερίδα του κόσμου, που έβγαλε από μέσα της μέγιστο fanboy-σμό, αποδεικνύοντας πως τα κλγδ είναι παντού.
Πάμε λοιπόν να δούμε τι έγινε…
DAY 3
Καταρχάς, τι βάζετε Bloodywood 11:30 το πρωί; Πόσο κρίμα ρε φίλε… Και Enforcer 12:15; «Μεγντ», που λεν κι οι φίλοι μας οι Γάλλοι. Για ευνόητους λόγους δεν προλάβαμε τις πρώτες μπάντες (η Νάντη απέχει κάνα 40λεπτο και βάζοντας τη μεταφορά από το parking και την όλη διαδικασία, η όλη φάση παίρνει 1,5 ώρα περίπου και δεδομένου πως μέχρι να γυρίσουμε κοιμόμαστε κοντά 4 το πρωί, ο Μορφέας δεν αφήνει περιθώρια για να τρέχουμε στα λαγκάδια πουρνό πουρνό) και το λες και κρίμα.
Η συναυλιακή μας έναρξη έγινε λοιπόν στις 13:35 με τους Evergrey, τους οποίους δεν είχε τύχει να δω ξανά. Ε λοιπόν, μου άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις. Θες τον άψογο ήχο; Την πολύ καλή επιλογή τραγουδιών; Τον Tom Englund που ήταν σε εξαιρετική φόρμα; Τις πολύ καλές εκτελέσεις κομματιών όπως “Eternal Nocturnal”, “A Touch of Blessing” και “King of Errors”; Η αρχή της τρίτης μέρας έγινε με τον καλύτερο τρόπο πάντως.
Σκυτάλη στους Asking Alexandria, οι οποίοι με μπροστάρη τον Danny Worsnop, πραγματοποίησαν μία πολύ καλή εμφάνιση και μας προϊδέασαν πολύ θετικά για το επικείμενο Rockwave, στο οποίο και θα εμφανιστούν. Ξεκίνησαν με το “Alone Again” μέσα από το “See What’s on the Inside” του 2021 και συνέχισαν με κομμάτια από όλη την καριέρα τους, ή μάλλον σχεδόν, μιας και έμειναν εκτός τα “Reckless & Relentless” και φυσικά “The Black”, στο οποίο τα φωνητικά τα είχε αναλάβει άλλος.
Την ίδια ώρα, μέσα στο καταμεσήμερο δηλαδή, οι Crowbar έριχναν λάσπη με τις συνθέσεις τους στον μουντό ουρανό, δίνοντας έφεση στο ομώνυμο album του 1993. Καταλαβαίνετε για τι βαλτώδεις καταστάσεις μιλάμε, αν κι όσοι ήσασταν στο An club σχετικά πρόσφατα, το ζήσατε.
Κι εκεί που ετοιμάζονταν να βγουν οι Riverside, ξεκίνησε να βρέχει. Διόλου τυχαίο που έκλαψαν οι ουρανοί στο άκουσμα του “#Addicted” πάντως. Συνέχεια με το “02 Panic Room” και κάπου εκεί αναρωτήθηκα πώς και δεν παίζουν κάτι από τον νέο τους δίσκο, “ID.entity”. Προς απάντησή μου, ακολούθησαν τα “Post-Truth” και “Big Tech Brother”, ενώ το υπέροχο “Left Out” έκλεισε μία γλυκόπικρη εμφάνιση. Ναι μεν το συγκρότημα ήταν εξαιρετικό (δεν έλλειψαν και τα κλασικά κρύα αστειάκια του Mariusz Duda), αλλά εν τέλει θεωρώ πως είναι καλύτερο σε κλειστό χώρο (έρχονται σε λίγους μήνες Ελλάδα άλλωστε). Στον ανοιχτό, κάτι χανόταν από την ατμόσφαιρα.
Ταυτόχρονα με τους Riverside πάντως, οι Loathe έκλεβαν τις εντυπώσεις στην Altar σκηνή, στρώνοντας τον δρόμο για μία ισοπεδωτική εμφάνιση των Saor στην Temple. Ξεκινώντας από το “Origins”, μέσα από το ομώνυμο περσινό album τους, το οποίο οδήγησε στο 12λεπτο “Tears of a Nation”, μέσα από το “Guardians”, το οποίο με τη σειρά του μας πήγε στο 13λεπτο “Carved in Stone”, μέσα από το ντεμπούτο “Roots”. Μεγάλης διάρκειας τραγούδια, επιβλητικό live και για κλείσιμο το 13λεπτο “Aura”, μέσα από το ομώνυμο full length. Χορταστική εμφάνιση ομολογουμένως.
Στη Main Stage 2 πάντως, οι Beast in Black έδωσαν το δικό τους show, με τον καθόλα ενεργητικό Γιάννη Παπαδόπουλο να τρέχει πάνω κάτω στη σκηνή και να ξεσηκώνει το πλήθος. Σετ μοιρασμένο ισόποσα ανάμεσα στα 3 τους full length, με το “Dark Connection” να εκπροσωπείται από τα “Blade Runner”, “Hardcore” και “One Night in Tokyo”, το “From Hell With Love” από τα “Sweet True Lies”, “Die by the Blade” και το ομώνυμο, ενώ το “Berserker” από τα “Blood of a Lion”, “Blind and Frozen” και “End of the World”. Δεν τους είχα ξαναδεί και διασκέδασα ιδιαίτερα.
Ένα από τα group που ανυπομονούσα να δω ήταν οι Puscifer, μιας και θα έρθουν στην Ελλάδα στο φετινό Rockwave. Θυμάστε τον Keenan πόσο ακίνητος είναι με τους Tool; Ε με δαύτους, αλωνίζει τη σκηνή και κάνει φουλ πρόζα. Το όλο theme της μπάντας έχει θεατρικό χαρακτήρα, δένοντάς το άψογα με την πειραματική μουσική υφή τους. Σε γενικές γραμμές το υλικό τους ταιριάζει περισσότερο για studio, αλλά αυτό που είδα είχε πολύ ενδιαφέρον. Όσοι όμως πάτε Terra Vibe, μην περιμένετε να ξεσηκωθείτε (έχετε ακούσει άλλωστε συνθέσεις τους φαντάζομαι). Οι Puscifer είναι περίεργοι στα όλα τους κι αυτό είναι το ατού τους.
Στις 17:45, οι Myrath κόλλησαν στον τοίχο την Temple, με ένα show που τα είχε όλα, υπενθυμίζοντας έμμεσα τον λόγο που αξίζουν ακόμα περισσότερο τέτοιου είδους φεστιβάλ: να δεις σχήματα που πολύ δύσκολα θα έρθουν στην Ελλάδα. Το folk prog στα καλύτερά του και η υπέρ του δέοντος γεμάτη σκηνή πρόδιδε πως πολύς κόσμος αδημονούσε για αυτό το live.
Την ίδια ώρα, οι Arch Enemy έπραξαν τα δέοντα στη Main Stage 2, με μία setlist που βασίστηκε εύλογα στην Alissa White-Gluz εποχή, η οποία, sorry που θα το πω, αλλά είναι αρκετά καλύτερη από την Angela Gossow (την οποία αγαπάμε μεν, αλλά να λέμε αλήθειες), είτε μιλάμε για ερμηνείες, είτε για σκηνική παρουσία. Έναρξη με “Deceiver, Deceiver”, μέσα από το περσινό “Deceivers”, το οποίο είχε και την τιμητική του, μιας κι από το εν λόγω album ακούσαμε επίσης και τα “House of Mirrors”, “The Watcher”, “Handshake With Hell” και “Sunset over the Empire”. Το υπόλοιπο σετ μπολιάστηκε από τα “War Eternal”, “My Apocalypse”, “The Eagle Flies Alone” και “Nemesis”, το οποίο έκλεισε και πανηγυρικά ένα αρτιότατο live, full στην ενέργεια.
Απογευματάκι πλέον και επιτέλους θα έβλεπα Porcupine Tree, εμφάνιση που έμελλε να μην έχει τη δυναμική που περίμενα. Ίσως έφταιξε και το ότι το σχήμα εμφανίστηκε ανάμεσα σε μπάντες λιγότερο νωχελικές, δεν ξέρω. Η εκκίνηση με το “Blackest Eyes” ήταν ιδανική, η συνέχεια με τα “Harridan”, “Of the New Day” και “Rats Return”, από το “Closure/Continuation” του 2021, έριξε λίγο τη φάση, ενώ το 17λεπτο “Anesthetize” παραήταν δύσπεπτο για την ώρα. Η παρτίδα σώθηκε κάπως από τα “Open Car”, “The Sound of Muzak” και “Trains” (συν το “Chimera’s Wreck”), αλλά εν τέλει κάτι έλειπε, κάτι δεν λειτούργησε πολύ καλά.
Όσο ο Steven Wilson πάλευε με τις νότες, οι Pro-Pain έδιναν το σύνθημα για μάχη στη Warzone, ενώ λίγο πιο μετά οι Earthless θα πολιορκούσαν τη Valley, ενόσω οι Finntroll εξαπέλυαν επίθεση με το blackened folk metal τους στην Temple.
Χαράς ευαγγέλια για όλα τα κλγδ που περίμεναν τους Maiden, μιας και πριν από εκείνους, οι Powerwolf έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους για 60 λεπτά στη Main Stage 2, προετοιμάζοντας κατάλληλα το έδαφος.
Λίγο πιο πέρα, οι Lorna Shore είχαν μαζέψει τους σωσμένους στην Altar, παίζοντας ένα μεγάλο μέρος από το περσινό “Pain Remains” (7 κομμάτια για την ακρίβεια) συν 2 συνθέσεις από το “…and I Return to Nothingness” του 2021 (λογικές επιλογές με βάση πως ο ταλαντούχος βόθρος Will Ramos ήρθε πριν 2 χρόνια στο group).
Οι παγανιστές Faun έριχναν τα ξόρκια τους στην Temple, την ίδια ώρα που οι Monster Magnet χάρισαν ένα απολαυστικό best-of σε όσους παρευρέθηκαν στη Valley. Για την ακρίβεια, πέραν της διασκευής στο “Born to Go” των Hawkwind, μέσα από το “A Better Dystopia” του 2021, έπαιξαν κομμάτια αποκλειστικά από την τριλογία “Superjudge” (το ομώνυμο), “Dopes to Infinity” (“Look to Your Orb for the Warning”, “Negasonic Teenage Warhead” και το ομώνυμο) και “Powertrip” (“Crop Circle”, “Tractor”, “Bummer”, “Space Lord” και το ομώνυμο).
Το κυρίως πιάτο της βραδιάς όμως, άκουγε στο όνομα Iron Maiden και όπως έγραψα ήδη, πολύς (πάρα πολύς) κόσμος αδημονούσε για το σχήμα, κάνοντας τον δρόμο προς τη σκηνή οριακά απροσπέλαστο.
Τα του setlist τα ξέρετε ήδη, αλλά για όσους ζείτε σε σπηλιά, να πω πως το group περιοδεύει στα πλαίσια της “The Future Past Tour”, ή ολογράφως «παίζουμε 5 κομμάτια από Senjutsu», 5 από “Somewhere in Time”, 5 classics κι άντε γεια».
Η έναρξη με το “Caught Somewhere in Time” (προηγήθηκε και μέρος από το soundtrack του Blade Runner), ήταν πραγματικά ονειρική και προσωπικά δεν περίμενα ποτέ να ακούσω το εν λόγω άσμα ζωντανά. Ο Dickinson εξαιρετικός, κάτι που συνεχίστηκε καθόλη τη διάρκεια της εμφάνισης. Συνέχεια με “Stranger in a Strange Land”, με το πάρτι παρελθοντολαγνείας να κόβεται από τα “The Writing on the Wall”, “Days of Future Past” κι “The Time Machine”, τα οποία, εξαιρουμένου του πρώτου, δεν είχαν την ίδια ανταπόκριση.
Στο μεταξύ ο Dickinson μιλούσε γαλλικά ανάμεσα στα κομμάτια και λογικά σε μια γωνιά θα βρισκόταν η παλιά μου δασκάλα γαλλικών, περιγελώντας με που τα σταμάτησα νωρίς νωρίς και πλέον δεν καταλάβαινα γρι.
Επιστροφή στην πραγματικότητα και τις παλιές καλές στιγμές, με “The Prisoner”, “Can I Play With Madness” και “Heaven Can Wait” (που ανέβασαν πάλι το κέφι), με το “Death of the Celts” να παρεμβάλλεται ως πιο επική εσάνς. Ε και η στιγμή που λογής κλγδ στην Ελλάδα παρακαλούν, έφτασε. “Alexander the Great” και εντάξει μωρμαλάκες πώς κάνετε έτσι, δεν έγινε και κάτι (πλην της ιστορικής σημασίας ότι παίζεται για πρώτη φορά σε περιοδεία). Μελανό σημείο, το λάθος μπάσιμο του Nicko McBrain, που έβγαλε εκτός τον Adrian Smith, κάνοντάς τον να χάσει το πρώτο solo. Καλά πήγε αυτό…
Ακολούθησε το super hit “Fear of the Dark”, όπως και το “Iron Maiden” (να με συμπαθάτε, αλλά αχρείαστο κομμάτι), πριν πάμε στο μεγαλεπήβολο “Hell on Earth” (κατ’ εμέ η καλύτερη στιγμή του “Senjutsu”), στο ξεσηκωτικό “The Trooper” και για το τέλος στο “Wasted Years”, με τον Nicko McBrain να ξανακάνει πατατιά και τον Smith πλέον να τον κοιτάζει σε φάση «τι θα γίνει ρε μανίτο σήμερα;».
Πέρα όμως από τις αστοχίες στα drums, τα πάντα ήταν άψογα εκτελεστικά και το συγκρότημα ξεκάθαρα headliner, χαρίζοντας ένα show που ικανοποίησε όσους ήταν εκεί.
Η μέρα όμως δεν είχε τελειώσει, με τους (στο περίπου) Black Flag να καταλαμβάνουν τη Warzone και τους (πάντα μπροστά από την εποχή τους) Voivod να προσγειώνονται στην Altar, ενώ στις 23:05 οι Within Temptation ανεβαίνουν στο Main Stage 2, με ένα πολύ ενδιαφέρον setlist, όχι πολύ διαφορετικό από αυτό που είδαμε και πέρυσι στην Ελλάδα, αλλά με χιλιάδες κοινό να παραμένει στον χώρο για να τους δει και να τους χειροκροτήσει. Highlights τα “The Reckoning”, “In the Middle of the Night”, “What Have You Done” και “Mother Earth”, ενώ ακούσαμε και το ακυκλοφόρητο “Bleed Out”.
Κι ενώ ήθελα να τσεκάρω The Hu στις 23:55, περίμενε τόσος κόσμος στην Temple, που ήταν ανέφικτο να πλησιάσεις, οπότε πέρασα λίγο από Valley για Clutch, που οκ είναι σιγουράκι πως θα περάσεις καλά, αλλά οκ κάπου ώπα, πόσες φορές πια. Ωραίο σετ πάντως, παίξανε και τα χιτάκια, έκλεισαν και με το “The Face”, όλα οκ.
Στις 00:35 η φάση ήταν Carpenter Brut και παρότι δεν με λες και fan, η αλήθεια είναι πως ήταν ιδανική επιλογή ως after-party, με τον κόσμο να χορεύει και να λικνίζεται στους μπιτάτους ρυθμούς του.
Μισή περίπου ώρα μετά, το πρόγραμμα είχε Municipal Waste στη Warzone, με το moshing και το crowd surfing να πηγαίνει σύννεφο, ενώ για τους λιγότερο τούπα-τούπα fans (ή τους απόφοιτους μαθηματικού), οι Meshuggah πέρασαν σαν οδοστρωτήρες από την Altar, παίζοντας μέσα σε 60 λεπτά κομμάτια από μεγάλο μέρος της καριέρας τους, με μία μικρή (εύλογη) προτίμηση στο περσινό “Immutable”, κλείνοντας με στόμφο την προτελευταία ημέρα του φεστιβάλ.
DAY 4
Η τελευταία επίσκεψη για το 2023 στο Hellfest έμελλε να ήταν και η πιο δύσκολη από πλευράς καιρικών συνθηκών, μιας και από το πρωί έβρεχε ασταμάτητα, με αποτέλεσμα να φτάσουμε και να μπούμε πιο αργά από τις προηγούμενες, χάνοντας ονόματα όπως Strigoi, Schizophrenia, Thundermother και Evil Invaders.
Εν τέλει, φορώντας τα αδιάβροχά μας, βρεθήκαμε στις 14:20 στη Main Stage 1, για να δούμε τους γεμάτο ενέργεια Hollywood Undead, οι οποίοι για 45 λεπτά ξεσήκωσαν τον κόσμο, κάνοντάς τον να αδιαφορεί για τη βροχή και τη λάσπη που σιγά σιγά αγκάλιαζε βρώμικα τα πόδια.
Για καλή μας τύχη, ο ήλιος ξεπρόβαλλε και απολαύσαμε τους Halestorm υπό πολύ καλύτερες συνθήκες. Οκ, όλοι ξέρουμε πως η Lzzy Hale είναι φωνάρα, αλλά φίλε αναγνώστη, αν δεν τη δεις από κοντά, δεν θα το πιστέψεις πόσο υπέροχη είναι. Όλη η μπάντα μια χαρά, όλοι εξαιρετικοί και υψηλού επιπέδου, αλλά τα φωνητικά της Lzzy είναι από άλλον πλανήτη. Για την ιστορία ακούσαμε τα “Back form the Dead”, “The Steeple” και “Wicked Ways”, από το “Back from the Dead”, τα “I Miss the Misery” και “Love Bites (So Do I)” από το “The Strange Case Of…”, τα “Familiar Taste of Poison” και “I Get Off” από το ομώνυμο ντεμπούτο τους, όπως επίσης το “Takes My Life” από το EP “One and Done”.
Τη σκυτάλη πήραν οι She Past Away στην Temple, οι οποίοι ήταν πάρα πολύ καλοί και by the way, θα τους δούμε και τον Ιούλιο στην Αθήνα, οπότε όσοι δεν πλατσουρίζετε σε κάποιο θέρετρο, να πάτε να τους δείτε. Παράλληλα, οι Hatebreed έδωσαν το δικό τους ρεσιτάλ ενέργειας, τιμώντας δεόντως τα “Perseverance”, “Supremacy” και “The Rise of Brutality” και ξεσηκώνοντας το πλήθος εν όψει μίας ημέρας που, σε σχέση με τις υπόλοιπες, είχε τον περισσότερο χαμό.
Ένα από τα acts που ήθελα πολύ να δω ήταν οι Electric Callboy (πρώην Eskimo Callboy), οι οποίοι έχουν αναδειχθεί σε τεράστιο όνομα στο εξωτερικό (δεν ξέρω αν θα τους δούμε ποτέ Ελλάδα, μιας και είμαστε ολίγον τι αρκουδέηδες, το σχήμα δεν παίζει παραδοσιακό χέβι μέτσολ και ο μέσος όρος ηλικίας τους δεν είναι 70). Κι όπως φάνηκε, μαζί με εμένα συντάχθηκαν χιλιάδες ακόμη, δημιουργώντας ένα πανδαιμόνιο στη Main Stage 2, με αρκετούς να έχουν ντυθεί ανάλογα ή να διαθέτουν props (if you know, you know).
Οι electrocorers ανέβηκαν στη σκηνή στις 16:50 με το “Tekkno Train” και για 50 λεπτά έκαναν ίσως τη μεγαλύτερη παρτάρα του φετινού Hellfest, με το crowd surfing να μην σταματά ποτέ και τον κόσμο να χορεύει και να χοροπηδά συνέχεια. Κρίμα που δεν έπαιξαν κομμάτια από το “Crystals” album, αλλά δεν χάλασε κανέναν που ακούσαμε σχεδόν όλο το “Tekkno” album, όπως και φυσικά τις συνθέσεις από το “Hypa Hypa” EP (που έμελλε να είναι και το groundbreaking σημείο της δημοτικότητάς τους).
Εκπληκτικοί, super fun, δεν είναι τυχαίο που γνωρίζουν τεράστια εμπορική επιτυχία σε παγκόσμιο επίπεδο. Highlights τα “MC Thunder II”, “Pump It”, “Mindreader” και “We Got the Moves”.
Ύστερα από το πάρτι των Electric Callboy, ήρθε το πλήρωμα των Amon Amarth, για να τραβήξει κουπί, με τα περισσότερα κομμάτια να μην προέρχονται (ευτυχώς) από το περσινό “The Great Heathen Army”, αλλά από το “Jomsviking” και το “Twilight of the Thunder God”, κάτι που με χαροποίησε, ειδικά εν όψει της εμφάνισής τους στο δικό μας Release. Η μπάντα πάντως σε πολύ καλή φόρμα, κάτι για το οποίο διατηρούσα αμφιβολίες. Με διέψευσαν και βουρ για περισσότερο κουπί σε λίγες μέρες.
Την ίδια ώρα, οι Grave Pleasures χάριζαν όμορφες κι ατμοσφαιρικές στιγμές στην Temple, με τους The Amity Affliction να παίζουν μπαλάρα (για όσο τους είδα δηλαδή) στη Warzone κατά τις 18:40.
Τελευταία στιγμή, ακύρωσαν οι Incubus (ο μικρός εαυτός μου, εποχής λυκείου, δυσαρεστήθηκε ιδιαίτερα πάντως), με τη θέση τους να αναλαμβάνουν οι trashers Crisix, οι οποίοι μπορώ να πω πως ήταν πολύ καλοί και τίμιοι, μη έχοντας έρθει ποτέ σε επαφή με το υλικό τους.
Στις 19:45, οι Dance with the Dead έκαναν όλη τη Valley να χορέψει, ενώ πολύς κόσμος τίμησε και τους Lord of the Lost στην Temple. Οι περισσότεροι όμως είχαμε μαζευτεί στη Main 1, για να δούμε Tenacious D (άλλο ένα group που δύσκολα θα δούμε Ελλάδα). Οκ, τι να λέμε τώρα. Τεράστιοι, με χιούμορ, με full band και απολαυστικοί από την αρχή μέχρι το τέλος.
Έναρξη με “Kickapoo” και χαμός. Συνέχεια με τα “Low Hangin’ Fruit” και “Rize of the Fenix”, που δεν είχαν την ίδια ανταπόκριση, όντα λιγότερο γνωστά, με τον κόσμο όμως να τραγουδάει σύσσωμος στο “Wonderbooy” και στην πορεία να δίνει ρεσιτάλ στο λατρεμένο “Tribute”. Το αρκετά πρόσφατο “Video Games” αποδείχτηκε πολύ fun, ενώ το “The Metal” ξεσήκωσε τους μεταλλάδες, με τον Jack Black να έχει ήδη προμηνήσει πως οι D είναι το πιο heavy group του φεστιβάλ.
Το “Sax-a-Boom” μετουσιώθηκε σε battle, μιας και ο Kyle έβγαλε το “Max-a-Boom”, το “Roadie” πέρασε και δεν ακούμπησε μεν, αλλά το mini σκετσάκι που ακολούθησε, με τον Kyle δήθεν να αποχωρεί από το σχήμα, οδήγησε στο “Dude (I Totally Miss You)”. Από τις top στιγμές το “Beelzeboss (The Final Showdown)”, με μέλος της μπάντας να γίνεται possessed από τον διάβολο, ενώ στο “Master Exploder” η έκπληξη ήταν η κορώνα του μπασίστα. Το “The Spicy Meatball Song” έφερε χαμόγελα σε πολλούς, με τον υπεύθυνο για τα εφέ με τις φωτιές (ονόματι Beafy Pyro κι όποιος το έπιασε, το έπιασε) να παίρνει συμβουλές από το ντουέτο των D, ενώ το κλείσμο με το “Fuck Her Gently” ήταν απλά επικό, με ένα γεμάτο Main Stage 1 να τραγουδάει τους στίχους. Σίγουρα μέσα στις καλύτερες εμφανίσεις του Hellfest για το 2023. Fight me.
Στις 20:50 οι Dark Angel έδωσαν πόνο στην Altar, με 3 κομμάτια από το “Darkness Descents” και ένα τραγούδι αντίστοιχα από τα υπόλοιπα 3 album τους και αδημονώ για την επερχόμενη εμφάνισή τους στην Ελλάδα.
Κατά τις 21:00 το ήμισυ των αυθεντικών Pantera, παρέα με τους Zakk Wylde και Charlie Benante, ανέβηκαν στη Main Stage 2, για να κάνουν απόσβεση της βαριάς κληρονομιάς τους, εν ονόματι του reunion. Κάπου εδώ να πω πως ο Anselmo οριακά παίζει κάθε χρόνο στο Hellfest, είτε solo, είτε με τους Illegals, είτε με τους Down και ουκ ολίγες φορές έχει παίξει αποκλειστικά κομμάτια από Pantera, οπότε η αλήθεια είναι πως αυτή η εμφάνιση δεν ήταν κάτι πρωτότυπο για τον ίδιο, πλην της αλλαγής στα μέλη που τον περιστοίχιζαν.
Το καλό με το reunion των Pantera είναι πως δίνει τη δυνατότητα στον κόσμο να ρίξει κλοτσοπατινάδα με κομματάρες όπως, “Mouth for War”, “Strength Beyond Strength” “Becoming”, “Fucking Hostile”, “Suicide Note Pt.II” και “Cowboys from Hell”, να τραγουδήσει κομμάτια όπως “A New Lever”, “I’m Broken”, “5 Minutes Alone”, “This Love”, “Yesterday Don’t Mean Shit”, “Hollow” και “Walk”, και γενικά να αναπολήσει παλιές καλές εποχές, χωρίς white wines και λοιπές αηδίες. Το κακό είναι πως η όλη φάση δεν είχε γρκούβα. Ναι, καλά διαβάσατε. Παίζει ο Wylde κιθάρα και δεν είχε γκρούβα. Ο κόσμος πέρασε καλά ασυζητητί, αλλά κυρίως ως προς το ρομαντικό μέρος της υπόθεσης. Το υπόλοιπο ήταν μια άνευρη εμφάνιση με έναν Anselmo κλασικά ξυπόλυτο και cringy, να χρειάζεται πεταλάκι για να βγάλει φωνή. Οκ, το είδαμε τουλάχιστον κι αυτό και ο μαθητικός εαυτός μας στάνιαρε.
Στις 21:55 πάντως, οι Melvins έκαναν μία πραγματικά σούπερ εμφάνιση στη Valley, ανεβάζοντας πλέον τον πήχη σε ό,τι αφορά και την επικείμενη επίσκεψη στην Αθήνα, με τους Paradise Lost στην Temple να παραδίδουν ένα ωραίο και τίμιο best-of setlist, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις μεν, αλλά τέλος πάντων, αγαπάμε και στηρίζουμε.
Headliners της τελευταίας μέρας οι Slipknot, οι οποίοι υπήρξαν καταιγιστικοί, αλώνοντας την Main Stage 1. Έχοντας στη φαρέτρα τους και το πιο πρόσφατο “The End, So Far” (από το οποίο έπαιξαν μόλις 2 συνθέσεις), εξαπέλυσαν ένα φοβερό set, στο οποίο (ως συνήθως) τη μερίδα του λέοντος είχε το ομώνυμο album τους. Σε αντίθεση με την περσινή τους εμφάνιση στο Release, φέτος ακούσαμε και “Snuff”, αλλά και “The Devil in I” και σε συνδυασμό με το υπόλοιπο greatest hits που έπαιξαν, συν το φοβερό show, δικαιωματικά αποτέλεσαν μία από τις κορυφαίες στιγμές του φεστιβάλ. Πάντα τέτοια.
Παράλληλα με Slipknot, οι Testament έστησαν τον δικό τους thrash χορό στην Altar, ενόσω οι The Ghost Inside έπαιζαν στη Warzone. Και οι 3 μπάντες τελείωσαν ταυτόχρονα (00:00 νταν), με το καθιερωμένο show με πυροτεχνήματα να ακολουθεί, κλείνοντας ένα πραγματικά πετυχημένο 4ήμερο.
Η κούραση, όπως ήδη έχω αναφέρει, μεγάλη. Η εμπειρία όμως, όπως κάθε φορά αξέχαστη. Και φέτος, τα εισιτήρια για το 2024, για όσους ενδιαφέρονται, βγαίνουν αρχικά στις 27 Ιουνίου. Θα υπάρξει και εκ νέου διάθεση εισιτηρίων λίγους μήνες μετά, αλλά σε κάθε περίπτωση να έχετε στον νου πως τα μαγικά χαρτάκια κάνουν φτερά μέσα σε λίγες ώρες.
Καλώς εχόντων των πραγμάτων λοιπόν, τα λέμε εκεί του χρόνου!
Ατουταλέ φίλοι Γάλλοι!
Photos: Δέσποινα Σταματάκη
633