*Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο έντυπο περιοδικό για retro computers Retro Planet Magazine.
https://retroplanetmagazine.blogspot.com/
https://www.facebook.com/retroplanetmag
Ομολογουμένως από αυτήν εδώ τη στήλη έχουν παρελάσει πολλά και θρυλικά ονόματα και παρουσιάστηκαν κολοσσιαίες δημιουργίες οι οποίες καθόρισαν στιλιστικά το rock κίνημα και την άμεση συνέπειά του, το heavy metal. Μορφές και προσωπικότητες που έδρασαν στις δυο πιο ανέμελες δεκαετίες που έζησε ο πλανήτης, αυτές του 1970 και του 1980. Παρόλα αυτά, τα groups που ακόμη και σήμερα, 40 ή 50 χρόνια μετά, συνεχίζουν να διατηρούν το status τους σε άκρως υψηλό επίπεδο, είναι μετρημένα στα δάχτυλα. Ένα από αυτά φυσικά είναι και οι Καλιφορνέζοι Metallica, για τους οποίους έχουν χυθεί πολλά γαλόνια είτε φυσικής είτε ηλεκτρονικής μελάνης που κατέγραψε λαμπρά πεπραγμένα. Ας ασχοληθούμε με ένα από αυτά, το τρίτο album – ορόσημο “Master Of Puppets” που κυκλοφόρησε (ή έσκασε σαν βόμβα όπως θα μπορούσε να πει κάποιος) τον Μάρτη του 1986.
Αν και για την πατρότητα του thrash ιδιώματος που τους έχει αποδοθεί έχουν εκφραστεί πολλές διαφωνίες, κανένας δεν αμφισβητεί ότι με το “Kill ’em All” του 1983 και το “Ride The Lightning” της αμέσως επόμενης χρονιάς, οι Metallica έβαλαν για τα καλά τη “στάμπα” ορισμού στο πιο τσαντισμένο είδος μουσικής που εμφανίστηκε ως τότε (το punk είναι από μόνο του μια ολόκληρη άλλη ιστορία). Δικαίως γιατί με το μεν πρώτο “αφύπνισαν” την underground σκηνή της Bay Area – που μεγαλούργησε τα επόμενα χρόνια – προσελκύοντας όλο και μεγαλύτερο ακροατήριο καθιστώντας την εμπορεύσιμο είδος και από την άλλη, με την παραγωγή και τη συνθετική “ενηλικίωση” του δευτέρου, άρχισαν να θέτουν τα πρώτα καρφιά στο φέρετρο της άποψης ότι αυτή η “αγριεμένη” έκφραση μουσικής δεν υπερέβαινε τα όρια της φυσικής βαβούρας.
Η τετράδα των James Hetfield (φωνητικά / ρυθμική κιθάρα), Lars Ulrich (drums), Kirk Hammett (lead κιθάρα) και Cliff Burton (μπάσο), με μια κραταιά εκείνη την εποχή εταιρεία (Megaforce) να τους προωθεί και να τους υποστηρίζει οικονομικά, είδε το άστρο της να λάμπει σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, με τη δημοτικότητά της να εκτοξεύεται, καθιστώντας το όνομά τους αντικείμενο συζήτησης της “οργισμένης”, καλλιτεχνικώς ανήσυχης, νεολαίας των 80’s (μέρος της οποίας ψυχανεμίζομαι ότι είναι και το αναγνωστικό κοινό της περιοδικάρας μας, σωστά;). Κάτι που θα γινόταν πλέον καθεστώς με το πάτημα της μεταλλικής κορυφής η οποία ήρθε με το φοβερό και τρομερό “Master Of Puppets”, το οποίο είδε το φως της ημέρας τον Μάρτιο του 1986 υπό την αιγίδα της πολυεθνικής Elektra Records η οποία, διαβλέποντας την ένδοξη πορεία τους και από οικονομική σκοπιά μετά την επιτυχία του “Ride The Lightning”, τους πρότεινε ένα μεγάλο συμβόλαιο για τα 8 επόμενα albums και τους υπέγραψε. Ουσιαστικά δηλαδή το “μπάσιμο” στα μεγάλα εμπορικά σαλόνια του mainstream εκείνης της εποχής. Το βασικό ερώτημα που ανακύπτει, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, είναι: Πως μπόρεσε να πετύχει κάτι τέτοιο; Και τι είναι αυτό που κάνει το “Master Of Puppets” ξεχωριστό;
Κατ’ αρχήν (ή “κατ’ αρχάς” – δεν το λέμε “κατ’ αρχάν” να τελειώνουμε;) το artwork. Ένα εξώφυλλο που το θυμάσαι για πάντα, δημιουργία από κοινού της μπάντας και του manager τους, Peter Mensch, που απεικονίζει μια σειρά λευκών σταυρών σε ένα νεκροταφείο οι οποίοι είναι δεμένοι με χορδές με τις άκρες τους να καταλήγουν σε δυο χέρια σε κατακόκκινο φόντο. Αρκετά εύγλωττο το αντιεξουσιαστικό / αντιπολεμικό concept και που κολλάει ιδανικά με τον τίτλο “Master Of Puppets” (αν και το ομότιτλο track έχει άλλη ιστορία να διηγηθεί).
Σε δεύτερο επίπεδο, η υποδειγματική παραγωγή του Flemming Rasmussen (του αξίζει ένα ξεχωριστό βραβείο για το γεγονός ότι κατάφερε να τους κρατήσει για έναν ολόκληρο μήνα νηφάλιους, κάτι που ισοδυναμεί με Ηράκλειο άθλο – το έτσουζαν λιγουλάκι οι αγορίνες…) στα Sweet Silence Studios της Κοπεγχάγης στα οποία μετέβη η μπάντα για τις ηχογραφήσεις που έλαβαν χώρα τον χειμώνα του 1985 αλλά και η μίξη από τον Michael Wagener πίσω στις U,S., ένας ήχος πλήρως αποστασιοποιημένος από την “απαλή” προσέγγιση και τη χρήση των keyboards που είχε αρχίσει να παρεισφρύει έντονα στο hard rock και heavy metal της εποχής.
Και τρίτο και σπουδαιότερο: ο συνδυασμός της έντασης και της ποιότητας των συνθέσεων, που σε ένα ποσοστό της τάξεως του 90%, γράφτηκαν από τους Hetfield / Ulrich. Πάνω από όλα και πέρα από είτε διαφημιστικές φανφάρες είτε λόγω προσωπικών κολλημάτων, το “Master…” περιέχει με μια λέξη κομματάρες! Τραγούδια που διέλυσαν το μυαλό των φίλων / οπαδών που αναζητούσαν διέξοδο σε όλο και πιο σκληρές, όλο και πιο γρήγορες φόρμουλες, με θεματολογία επίσης σε πλήρη αντιδιαστολή με τα επικά / μυθολογικά χωράφια από τα οποία αντλούσε έμπνευση η πλειοψηφία των heavy metal συγκροτημάτων, με επίκεντρο απτά προβλήματα του μέσου αστού στην απαρχή των χαοτικών κοινωνιών των media, θέματα όπως η αποξένωση, η ολοένα και πιο καταπιεστική εξουσιαστική elite και τα αισθήματα αδυναμίας που απορρέουν από αυτήν αλλά και προσωπικά άγχη και εξαρτήσεις από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά που ταλάνιζαν τα μέλη εκείνη την εποχή.
Ακουμπάει η βελόνα στο βινύλιο και μπαίνει το ακουστικό intro του “Battery” πριν τη θύελλα του κυρίως μέρους, μια αναφορά κατά της ανεξέλεγκτης βίας (που πολλοί μετέφρασαν ως αυτοκριτική του ίδιου του James Hetfield για τα ξεσπάσματά του – δεν είναι δα και μυστικό οι διαρκείς καυγάδες ανάμεσα στα μέλη του συγκροτήματος, ειδικά μετά από αλκοολικές κραιπάλες) και ταυτόχρονα μια ξεκάθαρη δήλωση για την thrashίτιδα που θα ακολουθήσει. Η οποία έρχεται άμεσα. Με το “Master Of Puppets”, ίσως το καλύτερο thrash metal κομμάτι όλων των εποχών και σίγουρα μέσα στη δεκάδα των καλύτερων όλου του heavy metal φάσματος. Με λυρικό θέμα την επιρροή των μελών από την τακτική χρήση κοκαΐνης (συχνότατο φαινόμενο των καιρών του rock ‘n’ roll dream), το ομότιτλο track λάμπει εξετάζοντάς το από μουσική πλευρά. Καταπληκτική δομή, φοβερό ρεφρέν, ευφάνταστη ιντερλουδιακή γέφυρα και μεγαλειώδες φινάλε, μια τραγουδάρα που έγινε “λάβαρο” για όλες τις επόμενες γενεές μεταλλάδων. Πραγματικά ακρογωνιαίος λίθος.
Επηρεασμένο από την λογοτεχνία τρόμου και το σύμπαν του Cthulhu του H.P. Lovecraft (κάτι που είχε ξανασυμβεί στο “Ride The Lightning” με το σπουδαίο instrumental “The Call of Ktulu“) το “The Thing That Should Not Be” είναι η βαρύτερη στιγμή στο δίσκο. Sabbath-ική αισθητική, άκρως heavy όσο και headbanging προσέγγιση. Όσο για το “Welcome Home (Sanitarium)” τι να πει κανείς; Από τις πρώτες θεωρούμενες thrash μπαλάντες, ένα εξαιρετικό παράδειγμα εκφοράς μιας άλλης πτυχής στο μουσικό αυτό είδος, κάτι εντελώς καινοτόμο εκείνη την εποχή (αν και όχι τόσο για τους ίδιους τους Metallica που είχαν ήδη παραδώσει έναν ακόμη τέτοιο ύμνο ανάλογης τεχνοτροπίας, το “Fade To Black”). Λυρισμός βασισμένος στην ψυχιατρική μελέτη του Ken Kesey “One Flew Over the Cuckoo’s Nest”, υποβόσκουσα οργή που ξεσπάει με speedy riffάρες, φανταστικό solo part και ακόμη πιο συγκλονιστικός επίλογος.
Στο αντιπολεμικό μανιφέστο “Disposable Heroes” που ανοίγει τη β’ πλευρά του album, ακούμε τους Metallica σε σχεδόν progressive ηχοτόπια (κάτι που πραγματώθηκε πλήρως με την επόμενη δουλειά τους δυο χρόνια μετά). Πολύ έντονο κομμάτι με εξαιρετική “ξυριστική”, thrash trademark riffολογία (από τα πιο πειστικά επιχειρήματα για το αν το δεξί χέρι του Hetfield είναι ίσως το καλύτερο ρυθμικά που έχει εμφανιστεί στο metal), μπασογραμμή που οργώνει, γαμάτο solo και πολύ καλός speed επίλογος ενώ σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται και το “Leper Messiah” το οποίο στοχεύει κατά των διάφορων Τηλε-Ευαγγελιστών που γνώρισαν μεγάλη ακμή κατά τα 80’s στις Ηνωμένες Πολιτείες, τηλεπερσόνες που εκμεταλλεύονται την αγαθοσύνη “προβάτων” και τα κονομάνε χοντρά. Βαρύ, mid tempo, απολύτως headbanging και με πολύ καλό solo.
Αγαπημένη σύνθεση του γράφοντος (με το χέρι στην καρδιά, ό,τι σπουδαιότερο έχουν ηχογραφήσει οι Metallica), το καταπληκτικό “Orion”, ένα φαντασμαγορικό instrumental, το μεγαλύτερο “στίγμα” που χάραξε ως παρακαταθήκη ο αείμνηστος Cliff Burton στο metal σύμπαν πριν αποχαιρετήσει τα εγκόσμια λίγους μήνες μετά σε ατύχημα που συνέβη στη Σουηδία κατά την περιοδεία προώθησης του “Master Of Puppets”, με τη μεσαία γέφυρα και το bass solo part να σου μαγκώνουν την καρδιά. Καλά να είσαι, όπου και να βρίσκεσαι μεγάλε! Αυτή η δισκάρα δεν θα μπορούσε να κλείσει άδοξα και το “Damage Inc.” το οποίο είναι απλά το ακέραιο speed thrash τεχνοτροπικό “παρουσιαστικό” των Metallica και ταυτόχρονα το ξεκίνημα μιας αποθεωτικής, υπέρλαμπρης καριέρας.
Γιατί πολύ απλά, μετά το “Master Of Puppets”, οι Metallica δεν ξανακοίταξαν πίσω ως εμπορικό μέγεθος (γιατί ως καλλιτεχνικό μέγεθος, έγιναν συζητήσιμο αντικείμενο με τις μετέπειτα δουλειές τους, κάτι που δεν είναι της παρούσης). Πήραν ολόκληρο το ρεύμα του thrash από το χέρι και το έμπασαν στο χάρτη ως εμπορεύσιμο αγαθό, κάτι φυσικά που η μουσική και η show βιομηχανία εκμεταλλεύθηκαν δεόντως. Μια μπάντα του ακραίου ηχητικά χώρου που ανέβηκε σε αρένες πολυπληθέστατων events, κάτι που άνοιξε το δρόμο της παγκόσμιας “εκτιμήσεως” και για τους υπόλοιπους πιονιέρους Slayer, Megadeth (παλιόφιλοι ε;) και Anthrax που επίσης εκείνη την εποχή κυκλοφόρησαν δισκάρες που έμελλε να μπουν στο Πάνθεον των metal δημιουργιών.
Το impact του “Master Of Puppets” ήταν τεράστιο. Γιατί πάνω απ’ όλα το target group, o μέσος έφηβος της εποχής, μπορούσε να ταυτοποιηθεί με αυτό το μάτσο τσογλάνια που εξέφραζαν τις ανησυχίες του με αιχμή του δόρατος την οργή ή καλύτερα, την έντεχνη οργή. Επηρέασαν ένα πολύ μεγάλο πλήθος μουσικών που ακολούθησε τα βήματά τους και το κυριότερο, σμίλεψαν, με τον τρόπο τους, ψυχές και συνειδήσεις. Τεράστιο album που επανακαθόρισε τη σχέση του κοινού με το ευρύτερο heavy metal. Υπέρ της Τέχνης θα έλεγα αλλά αυτό είναι μια ολάκερη διαφορετική κουβέντα. Όπως και να ‘χει, στους Metallica αξίζει μόνο ο σεβασμός, ο απόλυτος σεβασμός. Πέρασαν πανάξια στην αθανασία και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο.
Αυτά. Καλή άνοιξη να έχουμε, να διαβάζετε την περιοδικάρα μας και όπως πάντα… λοβ όνλι!
(Για τον Νικόλα Πίκο από την Κάλυμνο με τον οποίο έζησα πολλές και καταπληκτικές στιγμές, υπαίτιος κι αυτός για μερικές ρυτίδες του προσώπου μου. Καλά να είσαι φίλε.)
4623