Οι Empty Frame στο ίδιο live με τους Church of the sea στο Temple. Σε κάθε περίπτωση η εμπειρία θα ήταν συναρπαστική και σε κάθε περίπτωση ήμουν ενθουσιασμένος για αυτήν την βραδιά. Όντως από τη στιγμή που το πρώτο act ξεκίνησε με τους Church of the sea, η ατμόσφαιρα καθορίστηκε αντιπροσωπευτικά.
Τα πρώτα drums, βγαλμένα από δυσοίωνη σκηνή ιστορίας του H.P. Lovecraft ξεκίνησαν να χτυπάνε, ο μελαγχολικός και συνάμα υπνωτικός ήχος κιθάρας, οι αργοί ατμοσφαιρικοί synth ήχοι ξετυλίχθηκαν σαν πέπλο το οποίο αποκαλύπτει τα φωνητικά. Έτσι, ολοκληρώθηκε η χαρακτηριστική ατμόσφαιρα για την οποία φημίζεται το συγκρότημα.
Tα samples διαφόρων μεταλλικών ήχων πρόσθεσαν ένα ακόμα layer στην όλη εμπειρία. Παραδέχομαι ότι καθόλη τη διάρκεια αναβίωνα cutscenes από το εξίσου ατμοσφαιρικό και βαρύ παιχνίδι The Void (από Ice-Pick Lodge studios, αν κάποιος αναζητά παραπάνω μελαγχολία στη ζωή του). Οι Church of the sea προσέφεραν έναν μαγευτικό τόνο που σε ταξιδεύει σε κάποιο distorted τοπίο που τα δάση και οι ήχοι της φύσης διαταράσσονται από τους ήχους εξωκοσμικής βιομηχανίας.
Στη σκηνή έπαιξαν κομμάτια από τον νέο τους δίσκο που έβγαλαν φέτος, με τίτλο “Odalisque”, καθώς και από το πρώτο τους EP “Anywhere but dessert”. Αυτό που με κέρδισε στους Church of the sea ηχητικά είναι το πάντρεμα των downtempo drums που μοιάζουν να είναι βγαλμένα από albums των Massive Attack, του DJ Shadow και του Tricky, με τα μελωδικά, αργά και ατμοσφαιρικά doom riffs της κιθάρας και σαφώς όλα αυτά με τη συνοδεία των φωνητικών που οδηγούν και ελέγχουν πλήρως ποια είναι η διάθεση του εκάστοτε κομματιού.
Έπειτα η σκηνή προετοιμάστηκε για τους Empty Frame, οι οποίοι είχαν να εμφανιστούν ζωντανά πρώτου γνωρίσουμε καραντίνες και συμφορές, και μαζί τους έφεραν όλους τους πλούσιους ήχους που κρατούσαν τόσο καιρό μακριά από την σκηνή. Αφότου στήθηκαν όλα τα όργανα, δεν πήρε και πολλή ώρα για το Temple να πλημμυρίσει από όλα τα έγχορδα όργανα και αντικειμενικά ήταν μια πλημμύρα την οποία κάθε venue θα ζήλευε.
Για μια μπάντα σαν τους Empty Frame με εμπειρία μεγαλύτερη της 15ετίας ακόμα και με 3 χρόνια μακριά από την σκηνή δεν φάνηκε σαν να λείψανε στιγμή. Ταυτόχρονα έδειξαν την προσωπική τους αλησμόνητη ανάγκη να βρίσκονται στο κέντρο της σκηνής και να μας προσφέρουν το πολυδιάστατό τους ηχόχρωμα. Έπειτα από τρεις δίσκους και δύο soundtrack collections άλλωστε, είχαν αρκετά να μοιραστούν και εξίσου αρκετά να πούνε.
Όπως έχουν δηλώσει και οι ίδιοι στο θέμα της μουσικής τους ταυτότητας, μπορεί μονάχα να ονομαστεί Empty Frame. Κανένας με βεβαιότητα δεν μπορεί να βάλει τον ήχο τους κάτω από μια κατηγορία χωρίς έστω και λίγο να αντικρούεται με αυτήν ή να μην αφήνει κάποια άλλη παραπονεμένη. Γενικά καθόλη την διάρκεια του live υπήρχε μια αίσθηση του “Μάντεψε ποιος”, προσπαθώντας να καταλάβεις τι ακριβώς σου θυμίζει το κάθε κομμάτι χωρίς ποτέ να μπορώ να καταλήξεις κάπου. Αυτό ήταν για μένα η όλη εμπειρία, ήχοι γνώριμοι και συγχρόνως πρωτόγνωροι, ένα συναρπαστικό ταξίδι ακουσμάτων ανάμεσα σε μελωδίες κιθάρας, μπάσου, βιολιού, τσέλου δεμένα όλα μαζί με τα ντραμς και τα φωνητικά. Απλώς ένα πλούσιο ηχόχρωμα. Ένα empty frame που καλείσαι να γεμίσεις ακούγοντάς τους, ένα frame που θα είναι έντονα επηρεασμένο από τα δικά σου ακούσματα και άρα μοναδικό για τον καθένα.
Σε γενικές γραμμές, το μικρό τέμπλο που μας χαρίζει μουσικές βραδιές σαν αυτή των Church of the sea και των Empty Frame, τίμησε ηχητικά τις μπάντες. Σε συνδυασμό με τον φωτισμό, διαμορφώσανε τις πλέον κατάλληλες προδιαγραφές ώστε να υπάρξουμε συνταξιδιώτες τους και να διευρυνθούμε στην οπτικοακουστική εμπειρία που τόσο πετυχημένα προσφέρουν.
Φωτογραφίες/Κείμενο: Μιχάλης Ροδανάς
720