Όπως σε όλα τα πράγματα στη ζωή, όταν αφήσεις πίσω σου τις προσδοκίες, δίνεις στον εαυτό σου την ευκαιρία να απολαύσει αυτό που ζεις.
Στην περίπτωση της ζωντανής εμφάνισης των Sisters of Mercy στη Μονή Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη την Τετάρτη , τη στιγμή που κατάλαβα ότι η καλτ περσόνα του Andrew Eldritch και η παρέα του δεν έχει την παραμικρή διάθεση να με ταξιδέψει πίσω στο χρόνο σε κάποιο θεοσκότεινο γκοθ κλαμπ του Λονδίνου, τότε και μόνο τότε, άρχισε για μένα το πραγματικό λαιβ.
Το σκηνικό της βραδιάς ήταν ιδανικό. Τα σύννεφα είχαν καλύψει τον καλοκαιρινό ουρανό της συμπρωτεύουσας και η σκληρή αρχιτεκτονική της Μονής Λαζαριστών, η οποία χτίστηκε το 1861 από τους μοναχούς του τάγματος του Αγίου Βικεντίου του Παύλου, έδενε ιδανικά με τις μαυροντυμένες φιγούρες που τριγυρνούσαν στο προαύλιο, περιμένοντας καρτερικά να αρχίσει η συναυλία. Η μόνη συνθήκη για να αρχίσει η συναυλία ήταν να σκοτεινιάσει και σε ένα τέτοιο λαιβ με τους κύριους εκφραστές της δυναμικής γκοθ σκηνής των 80ς, νιώθεις ότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.
Όταν μπήκαν στη σκηνή οι Sisters of Mercy, οι εκατοντάδες φίλοι τους μαζεύτηκαν κοντά στη σκηνή, σαν τις νυχτερίδες που πετάριζαν από ενθουσιασμό όταν έμπαινε ο Μπάτμαν στη σπηλιά του. Οι πρώτες νότες συνοδεύτηκαν με αστραπές στον ορίζοντα και όλα έδειχναν σωστά. Όλα; Ναι όλα, εκτός από τη φωνή του Eldritch που για κάποιο λόγο που μόνο αυτός ήξερε (με πιο πιθανό σενάριο ότι είχε κλείσει τελείως η φωνή του), επέλεξε να κρώζει, παρά να τραγουδάει. Σαν ένας αγουροξυπνημένος, γκρινιάρης Tom Waits που δεν έχει πιει ακόμη καφέ και βρίζει το σύμπαν.
Εδώ μπαίνει το ζήτημα των προσδοκιών. Όσοι είχαν χάσει επαφή με τη μπάντα και περίμεναν τη βαθιά φωνή του Andrew, σίγουρα απογοητεύτηκαν. Όσοι ήξεραν ή τους είχαν ξαναδεί σχετικά πρόσφατα και πάλι ίσως να απόρησαν με την άσχημη φόρμα του ηγέτη της θρυλικής μπάντας. Παρότι αυτό το ιδιόμορφο κρώξιμο ταίριαζε με τα κομμάτια, δίνοντας (έστω και λόγω συνθηκών) μια σαφώς πιο σκοτεινή χροιά ιδιαίτερα στα νέα τραγούδια που γράφτηκαν στην καραντίνα και αποτέλεσαν το 50% του σετ, στα παλιά και πιο γνωστά χιτ, η φωνή του Eldritch ήταν σαφέστατα κατώτερη των προσδοκιών. Η υπόλοιπη μπάντα ήταν πολύ δεμένη, η όρεξη ήταν έκδηλη, τα μαύρα γυαλιά πανταχού παρόντα και ο φωτισμός ιδανικός, έδωσε χρώμα χωρίς να κουράζει.
Και όμως. Η ώρα περνούσε και οι Sisters of Mercy κέρδιζαν όλο και περισσότερο το κοινό, παρά τα πολλά νέα τραγούδια. Ήταν και αυτή η μαγική στιγμή, που έστω και για λίγα δευτερόλεπτα στο Lucretia my Reflection, ο Eldritch κατάφερε να μας χαρίσει μερικές στιγμές ανατριχίλας, αναπαράγοντας την πνιγηρή ατμόσφαιρα του αυθεντικού τραγουδιού.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, άνοιξαν οι ουρανοί. Κανείς δεν κρύφτηκε, κανείς δεν έφυγε από τη βροχή. Αντίθετα, όλοι χόρεψαν στη βροχή, μικροί, μεγάλοι, γατιά και σκυλιά, κοράκια και περιστέρια, έγιναν με την μπάντα, που πορώθηκε με τη βρεγμένη αλλά θερμή ανταπόκριση των σκιών που λικνίζονταν κάτω από τη σκηνή. Ήταν η στιγμή που οι Sisters αποδεσμεύτηκαν από το παρελθόν τους και μας προετοίμασαν για μια νέα εποχή.
Ήταν ένα σπουδαίο λαιβ, σκοτεινό αλλά διαφορετικό, νέο αλλά οικείο, γοτθικό αλλά απόλυτα ροκ.
916