Από τα όρια του trash με το death, μετακόμισαν στα όρια του death με το black. Έχουν ήδη φτάσει ως τη Λατινική Αμερική και ετοιμάζονται να πάνε σε τόπους που άλλοι έχουν δει μόνο στον χάρτη.
Οι Warhammer περιοδεύουν και πάλι με τους Batushka, προωθώντας το τρίτο τους album “Ashes and Cinders”, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Νοέμβριο και ο Δημήτρης Μαρσέλος συνομιλεί με τον κιθαρίστα τους, Δημήτρη Πέππα, εν όψει εμφανίσεων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ).
–Καλησπέρα! Παρόλο που το πρώτο συνθετικό του ονόματος σας είναι war, είστε απέναντι στον πόλεμο. Τι στάση πρέπει να κρατάει ένας καλλιτέχνης σε τέτοιες περιόδους;
Το όνομά μας έχει έναν δυναμισμό, όπως τον αντιλαμβανόμασταν στα 15 μας που ιδρύθηκε η μπάντα. Από τη μεριά μας καταδικάζουμε την απαράδεκτη Ρωσική εισβολή, γεγονός που εκφράσαμε και μέσα από δελτίο τύπου την ημέρα που αυτή ξεκίνησε. Είμαστε απέναντι σε έναν πόλεμο που διεξάγεται και από τις 2 πλευρές (Ρωσία και το μπλοκ ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ) για το μοίρασμα ενεργειακών πηγών, σφαιρών επιρροής και αγωγών, μετατρέποντας την Ουκρανία σε σάκο του μποξ. Δεν τρέφουμε αυταπάτες για το χαρακτήρα του πολέμου, μιας και η Ρωσική πλευρά αξιοποιεί ακριβώς τα ίδια προσχήματα που χρησιμοποίησε το ΝΑΤΟ κάνοντας κομμάτια τη Γιουγκοσλαβία και επεμβάσεις σε μια σειρά άλλες χώρες. Γνώμη μου ότι η στάση που πρέπει να κρατάει ένας καλλιτέχνης είναι να καταδικάζει τον πόλεμο, την εμπλοκή της χώρας του στο μακελειό (μιας και η Ελλάδα είναι μέσα στο παιχνίδι αυτό), να μη δείχνει καμία εμπιστοσύνη σε αυτούς που σήμερα και τα προηγούμενα χρόνια μετέτρεψαν τη χώρα μας σε πιθανό στόχο για λογαριασμό μεγάλων συμφερόντων. Τεράστια σημασία έχει να εκφράζεται, παράλληλα, η αλληλεγγύη στα θύματα που είναι οι λαοί.
–Το ταξίδι των Warhammer ξεκίνησε πριν περίπου μια δεκαετία, όταν ακόμα ο ήχος σας κινούνται στον χώρο του thrash. Τι έγινε και “μαυρίσατε” τόσο μουσικά, όσο και αισθητικά. Για παράδειγμα, μέχρι και το λογότυπο αγρίεψε.
Κατά κύριο λόγο έχει να κάνει με τα ακούσματά μας, τα οποία με τον καιρό άλλαζαν. Ακούγαμε thrash στο λύκειο, υπήρχε και ένα αντίστοιχο ρεύμα στην Ελληνική σκηνή. Έπειτα, μία σειρά παράγοντες μας ώθησαν συνθετικά σε πιο ακραία μονοπάτια, όπως η συμμετοχή του τραγουδιστή μας στους Human Serpent και η επαφή μας σε φεστιβάλ του εξωτερικού με συγκροτήματα της death και της black σκηνής. Αλλά και πριν άγριοι ήμασταν, χαχα.
–Στο περσινό σας album “Ashes and Cinders”, αν κάποιος σταθεί στους τίτλους του album, σκέφτεται πως στιχουργικά επιχειρείται μια ενδοσκόπηση. Υπάρχει κοινή συνισταμένη που συνδέει τα κομμάτια μεταξύ τους;
Υπάρχει, μιας και πρόκειται για concept album. Αφορά ένα μοναχικό ήρωα, ο οποίος σε περίοδο μεγάλων ταραχών χάνει τον καλύτερό του φίλο και στήριγμά του, από αδέσποτη σφαίρα. Στη συνέχεια, τα κομμάτια συνδέονται με τα στάδια του πένθους του, τα ξεσπάσματά του, τα διλήμματά του μέχρι και την κορύφωση της κατάστασής του που εκφράζεται με ένα εκπληκτικό σπικάζ από το Στέλιο Μάινα στο τελευταίο κομμάτι, τον οποίο ευχαριστούμε και από εδώ.
–Πόσος χρόνος χρειάστηκε για την παραγωγή του album ; Θέλετε να μας μιλήσετε για εκείνους που σας βοήθησαν να φτάσετε σε ένα τόσο όμορφο αποτέλεσμα;.
Η ηχογράφηση και η συνολική παραγωγή του album πέρασε από σαράντα κύματα, λόγω της κατάστασης που δημιουργήθηκε από την πανδημία, τον εγκλεισμό κτλ. Πραγματοποιήθηκε σε 2 μέρη από τις αρχές μέχρι το καλοκαίρι του 2020 και από τέλη του ‘20 μέχρι τους πρώτους μήνες του ‘21. Ευχαριστούμε για όλα τον καλό φίλο Edoardo di Santo για την ηχογράφηση των τυμπάνων στην Ιταλία, το Θάνο Ζαρκαλή για τα μέρη του σαξοφώνου και τη συνεισφορά του σε πλευρές της παραγωγής και το Γιώργο Μπόκο που λειτούργησε ως coach για να βγει ένα αποτέλεσμα που μας έκανε συνολικά καλύτερους. Εκτός από τα τύμπανα, η ηχογράφηση, η μίξη και το master έγινε από το Γιώργο Μπόκο στα Grindhouse Studios Athens. Τέλος, το εξώφυλλο και το layout έγινε από το Jesus Llhysta από τη Βενεζουέλα, με τον οποίο υπάρχει σταθερή συνεργασία τα τελευταία χρόνια.
–Αν και τα πράγματα είναι πιο ευκολα σε σχέση με τα παλιά χρόνια, η παραγωγή και η προώθηση ενός δίσκου, μόνο εύκολη υπόθεση δεν είναι. Τι θυσίες χρειάζονται για να κυνηγήσεις το όνειρο της μουσικής;
Χωρίς να είμαστε ειδικοί ή έχοντες το know how, η γνώμη μας είναι ότι σε ένα περιβάλλον με πολλές και καλές μπάντες παγκοσμίως και με τεράστιο όγκο πληροφορίας σε μικρό διάστημα (στο οποίο συμβάλλουν και οι διάφορες πλατφόρμες), αυτό που χρειάζεται να κοιτούν τα συγκροτήματα είναι ένας σχεδιασμός άμεσος, αλλά και μακρόπνοος. Για να μιλήσω για εμάς, υπάρχει σταθερή συζήτηση μέσα στη βδομάδα για το τι μπορούμε να κάνουμε το επόμενο διάστημα, ιδέες που προχωράμε και ιδέες που απορρίπτουμε ή τις κρατάμε για αργότερα. Αυτό συνεπάγεται ένα μεγάλο “κυνηγητό”, έρευνα και φυσικά αποταμίευση.
–Παράλληλα με τον ήχο αλλάξατε και δισκογραφική φιλοξενία. Η αντιμετώπιση της Drakkar productions είναι καλύτερη απέναντι σας;
Με τη Drakkar υπογράψαμε για την κυκλοφορία του τελευταίου μας album. Εξετάζαμε μια συμφωνία που θα μας έβαζε στο underground του είδους που υπηρετούμε, πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο. Έχει μια old school προσέγγιση σε κάποια ζητήματα, αλλά έχουμε την ελευθερία να κάνουμε και ορισμένες κινήσεις όπως έχουμε μάθει τα τελευταία χρόνια: do it yourself.
–Πολλά συναυλιακά σχέδια βλέπω. Πως φτάσατε να έχετε κλεισμένες συναυλίες στη Νότιο Αφρική; Δύσκολος προορισμός. Υπάρχει ενεργός πυρήνας metal fans εκεί;
Όσο και να φαίνεται περίεργο, υπάρχει και εκεί σκηνή και κόσμος. Δεν έχουμε στεγανά για το πού θα πάμε και άπαξ και υπάρχει η ευκαιρία, θα την αξιοποιήσουμε τους επόμενους μήνες. Συνεργαζόμαστε με έναν εξαιρετικό agent, τον Devo Oosthuizen, ο οποίος έχει κάνει πολύ αξιόλογη προσπάθεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας νέος φίλος της μπάντας που γνωρίσαμε στη Δανία, έδωσε εκ μέρους του συγκροτήματός του συνέντευξη σε ένα web σταθμό της Νοτίου Αφρικής, μας ανέφερε και ο Νοτιοαφρικάνος που παρουσίαζε είπε ότι “αυτοί έχουν κοινό εδώ”. Αν μη τι άλλο τιμητικό.
–Με την περίοδεία σας στην Ασία που την είχε “φάει” ο covid, τι θα γίνει; Σε ποιο μέρος του κόσμου ανυπομονείς να παίξεις;
Και αυτό αποτελεί μια εκκρεμότητα που πρέπει να μπει σε σειρά. Κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει του χρόνου. Όπως και για την πλειοψηφία των συγκροτημάτων, όνειρό μου (και των παιδιών) είναι οι ΗΠΑ και η Αυστραλία.
–Η χάρη σας έχει ήδη φτάσει στη Λατινική Αμερική και έχετε περιοδεύσει με Batushka και Belphegor. Ποια στιγμή σου στη σκηνή δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσεις;
Όσα βήματα και να κάνει η μπάντα, θεωρώ ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε τις πρώτες προσπάθειες. Συνεπώς, η εικόνα που δε θα φύγει από το κεφάλι μου ποτέ είναι η πρώτη φορά που παίξαμε εκτός Αθήνας, στο Νις της Σερβίας, όπως και τα ευτράπελα που ζήσαμε εκεί.
-Με τους Batushka και πάλι, θα τριγυρίσετε στα Βαλκάνια. Αθήνα και Θεσσαλονίκη θα σας απολαύσουν μαζί με Diabolical, Paradise in Flames και Eshtadur. Τι να περιμένουν όσοι σκέφτονται να έρθουν σε Fuzz και Principal Club Theatre αντίστοιχα; Ποια η γνώμη σου για τους υπόλοιπους συμμετέχοντες;
Είναι οι πρώτες μας εμφανίσεις στην Ελλάδα, με την ηχητική στροφή που έχουμε κάνει, τα τελευταία 3 χρόνια. Θα παρουσιάσουμε την τελευταία μας δουλειά, ενώ τα ηχογραφημένα μέρη του σαξοφώνου θα αποδοθούν από το Θάνο Ζαρκαλή, ο οποίος εδώ και λίγο καιρό είναι το 5ο μας μέλος. Το σαξόφωνο αναμένεται να έχει (και ήδη έχει) το ρόλο του. Οι Batushka και οι Diabolical είναι εξαιρετικοί επαγγελματίες, πρόκειται για show που δεν πρέπει να χαθεί. Και πάνω από όλα, σέβονται τον όποιο κόπο κάνει η μπάντα που βρίσκεται στην ίδια σκηνή με αυτούς, στο ίδιο billing, ανεξάρτητα αν παίζει 25 χρόνια ή αν είναι μια underground μπάντα από την Ελλάδα με μέσο όρο ηλικίας κάτω από 25 έτη. Όσο για τις άλλες 2 μπάντες, αν και δεν τις έχουμε γνωρίσει ακόμα, είμαστε βέβαιοι ότι θα ταιριάξουμε και ότι θα κάνουν σπουδαίες εμφανίσεις. Η Λατινική Αμερική είναι ένα χρυσορυχείο στον ακραίο ήχο, που σίγουρα αξίζει κανείς να ψάξει.
–Ποιοι τρεις δίσκοι θεωρείς ότι υπήρξαν σημαντική στην εξέλιξη σου ως μουσικός;
Επίτρεψέ μου να αναφερθώ σε 2 διαφορετικές τριάδες, μιας και παίζω και ακούω κι άλλα είδη μουσικής πέρα από το metal. Αρχικά, για το metal, 3 album που με έχουν επηρεάσει σε διάφορες πλευρές είναι το “Peace Sells” των Megadeth, το “Blackening” των Machine Head και το “Sacrament” των Lamb of God. Από κει και πέρα, άξια αναφοράς είναι το “Animals” των Pink Floyd, το “Sticky Fingers” των Rolling Stones και το πρώτο ομώνυμο album των Bad Company.
–Αν είχες το χρόνο να ακούσεις ένα τελευταίο τραγούδι πριν καταστραφεί ο πλανήτης, ποιο θα διάλεγες και γιατί;
Σίγουρα το “Great Gig in the Sky” των Pink Floyd που έτσι κ αλλιώς πραγματεύεται την έννοια του θανάτου. Ό,τι πρέπει για να περιμένεις τον κομήτη.
-Για επίλογο μου αρέσει να ζητάω μερικούς στίχους από τον συνεντευξιαζόμενο. Αφιέρωσε μας λοιπόν, μερικούς, προσκαλώντας μας έτσι στα live σας.
“Keep your own philosophy” που είναι μισός στίχος από το πρώτο μας album. Ας μην κάνουμε εκπτώσεις στα όνειρά μας και να μη μασάμε! Σας περιμένουμε όλους σε Fuzz και Principal.