AEVITERNE: “The Ailing Facade”

ALBUM

Είδος: Experimental, progressive death metal
Εταιρεία: Profound Lore Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 18 Μαρτίου 2022

Η πρώτη φορά δεν ξεχνιέται εύκολα. Τίποτα δεν συγκρίνεται με τη στιγμή που ένα ζευγάρι παρθένα αφτιά εκτίθεται στο άνευ προηγουμένου ξάφνιασμα, στην άβολη αίσθηση του επικίνδυνου, στον αγνό τρόμο, θα τολμήσω να πω, της πρώτης ακρόασης ενός album ακραίου metal. Ύστερα από αυτό, τίποτα δεν είναι πια ίδιο. Δυστυχώς, όσο περνά ο καιρός και τα πάλαι ποτέ αμύητα αφτιά μας εξοικειώνονται με τους θανατερούς και μαύρους ήχους, η παραπάνω επίδραση φθίνει. Μετατρέπεται σε κάτι άλλο· σε αμιγή απόλαυση ίσως, σε εκτονωτική τέρψη ή σε ωφέλιμη αυτομαστίγωση. Κάπου κάπου, όμως –όχι τόσο συχνά όσο θα θέλαμε, σαφώς– έχουμε την τύχη να ανακαλύπτουμε ένα μουσικό έργο ικανό να αναμοχλεύσει τα πάθη ή να ξυπνήσει έστω το φάντασμα εκείνου του πρώτου βιώματος. Αυτή την επενέργεια είχε πάνω μου η επαφή με το “The Ailing Facade” των Aeviterne.

Κατά μία έννοια, οι Aeviterne είναι η μετενσάρκωση των Flourishing, μιας underground, τριμελούς, νεοϋορκέζικης μπάντας που έπαιζε πειραματικό, προοδευτικό death metal την εποχή που μόλις γεννιόταν το experimental, atmo-disso-death (ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το), που αργότερα σάρωσε και ανανέωσε το είδος. Έπειτα από δύο EP και ένα full-length, οι Flourishing διαλύθηκαν δίχως να δρέψουν ποτέ τους καρπούς που χάρηκαν οι άλλοι πρωτοπόροι της ίδιας μουσικής τάσης. Tα δύο τρίτα τους, οι Garrett Bussanick (φωνή, κιθάρα) και Eric Rizk (μπάσο), σχημάτισαν τους Aeviterne, εντάσσοντας στις τάξεις τους τον Ian Jacyszyn, drummer των αδικοχαμένων progressive blacksters Castevet. Το 2018 κυκλοφόρησε το EP “Sireless” και η μπάντα άρχισε να ετοιμάζει το ντεμπούτο της, αλλά η πανδημία ήρθε να ανατρέψει κάθε πλάνο. Τέσσερα έτη μετά, επιτέλους μπορούμε να ακούσουμε αυτό που επεξεργάζονταν οι Aeviterne και να μάθουμε πώς έχει εξελιχθεί το κυνήγι του οράματός τους.

Και είναι πολύ καλά τα νέα που κομίζουν οι οκτώ συνθέσεις του “The Ailing Facade”. Σε καθένα από τα 50 λεπτά που διαρκούν! Βαθιά ανάσα και πάμε: death metal ασήκωτο, ογκώδες, ζοφερό, δύστροπο, αντισυμβατικό, μουντό, κλινικό, κακόφωνο, τελετουργικό, πότε χειμαρρώδες και πότε ελώδες, νοσηρά ατμοσφαιρικό, αγχωτικά κλειστοφοβικό, έμπλεο εσωτερικότητας, πεσιμιστικά υπαρξιστικό.

Οι δύο πιο φρενήρεις συνθέσεις, το εναρκτήριο “Denature” και το “The Gaunt Sky” δαγκώνουν, αλλά δεν βρίσκουν σάρκα, βυθίζουν τα δόντια τους στο πνεύμα και στην ψυχή. Η ιδανική μουσική πλαισίωση ενός εκφυλισμού οντολογικού επιπέδου. Η προσωπική μου αδυναμία από το album, το “Still the Hollows’ Sway”, ξεκινά μανιασμένο και άρρωστα όμορφο έως ότου ανοιχτεί σε μια εφιαλτική industrial αύρα που παρασύρει σε κάθαρση διά αυτοβασανισμού. Το “The Reeking Suns”, σαν άλλη κοσμική απειλή, καταπίνει πλανήτες και σβήνει αστέρες. Τα πνιγηρά ambient ηχοτόπια των “Penitent” και “Obeyance” αναπτύσσονται μέσω αβυσσαλέου layering, καίγονται αργά και οι τοξικές αναθυμιάσεις τους αίρουν την κατάρα της συνειδητότητας. Η αυλαία πέφτει κάνοντας υπόκωφο πάταγο, με το instrumental ομότιτλο και το “Dream in Lies”, που λειτουργούν καλύτερα ως ενότητα· μια σύμπραξη απογυμνωμένων, στεγνών ήχων που έρπουν σπειροειδώς. Σε μεγάλο βαθμό, το αισθητικό αποτύπωμα του “The Ailing Facade” αντανακλάται πολύ εύστοχα στο εξαιρετικό artwork του Mark McCoy: ένα απροσδιόριστο πλάσμα, εγκλωβισμένο στην γκρίζα πραγματικότητά του, αποζητά τη διαφυγή που εύχεται να προσφέρει η πίσω πλευρά ενός κάτοπτρου, όμως αγνοεί ότι εκεί ελλοχεύουν μορφές σκοτεινές και απειλητικές, η αναμέτρηση με τις οποίες δεν μπορεί παρά να υπάγεται στον ντετερμινισμό της ήττας.

Η απόδοση των μελών του συγκροτήματος είναι υποδειγματική. H κιθαριστική δουλειά του Bussanink έχει εξελιχθεί ώστε να διανθίζει μαεστρικά τον death metal σκληρό πυρήνα με post punk, post hardcore και industrial ενέσεις, ενώ η μινιμαλιστικά ξερή προσέγγιση στα φωνητικά του είναι απολύτως ταιριαστή υφολογικά. Η δεύτερη κιθάρα του πιο πρόσφατα εντεταγμένου στο σχήμα Sam Smith (Artificial Brain) είναι σαφές ότι έχει συμβάλει σημαντικά στην πρόοδο που σημειώνουν οι Aeviterne. Το rhythm section των Rizk και Jacyszyn, όμως, είναι ικανό να κλέψει την παράσταση, αφού χαρίζει ένα ευδιάκριτο στίγμα στο “The Ailing Facade”, εκτελώντας μεν τον ρόλο ρυθμικού θεμελίου, αλλά γεμίζοντας επίσης την κάθε σπιθαμή αρνητικού χώρου με δεξιοτεχνικά δομημένο χάος.

Είναι νωρίς ακόμα, αλλά θεωρώ πως οι Aeviterne κυκλοφόρησαν έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς. Κυρίως, όμως, μου έχουν εξάψει τρομερά την περιέργεια για τη μελλοντική πορεία τους. Ελπίζω να μην έχουν τη μοίρα των Flourishing και να ξεπεράσουν το cult, underground status. Αυτό που δοκιμάζουν να κάνουν, καλώς ή κακώς, δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό του ακραίου ήχου, δεν προσφέρεται για επιδερμική επαφή και απαιτεί υπομονή για να φανερώσει τις αρετές του, αλλά η ανταμοιβή που επιφυλάσσει είναι ανεκτίμητης αξίας.

Bandcamp: https://aeviterne.bandcamp.com/
Facebook: https://www.facebook.com/aeviterne/
Instagram: https://www.instagram.com/aeviterne_band/
Spotify: https://open.spotify.com/album/1HSgjH56IueTuSn0Jizr2g?si=ghn__JOURVmiTzJf-0hKlg

1000
Avatar photo
About Πέτρος Μπεϊμανάβης 193 Articles
Ευαίσθητος, αυτοκαταστροφικός, ονειροπόλος, κυκλοθυμικός Ιχθύς, με ωροσκόπο Παρθένο, Σελήνη στον Υδροχόο, αλλά δεν πιστεύω στα ζώδια, αισθάνομαι ότι έχω γεννηθεί κάτω από το άστρο του 2112, με τεχνητές ωδίνες που προκάλεσε ο εναρκτήριος μπάσος ήχος του “Tom Sawyer”. Στον δρόμο, γυρνάω το κεφάλι μου αν πιάσει το αφτί μου κάτι από τα παρακάτω: Πέτρο, Images and Words, Warrel Dane, Morbid Angel, Bergman, Kundera, Chick Corea, Sarah Kane, σοκολάτα, “Μιλάμε για πολύ meta- φάσæ” και “Κατ’ αρχήν…”.