Αυτό το άρθρο ιδανικά θα ήθελα να ξεκινάει με ένα στιγμιότυπο του Μπομπ Σφουγγαράκη που είχε μπει στο μυαλό του για να βρει ένα αρχείο με το όνομά του, όταν το είχε σβήσει από τη μνήμη του. Κάπως έτσι ένιωθα και εγώ, μετά από αυτό που ζήσαμε το Σάββατο στο Temple. Η συναυλία των A Place to Bury Strangers κατάφερε με κάποιον τρόπο να σημαίνει και ταυτόχρονα να σηματοδοτήσει πολλά πράγματα για εμένα, αλλά ας το πιάσω από την αρχή.
Το υπερβολικά παγερό αυτό Σάββατο του Μαρτίου, που περίμενα οριακά με κόμπο στο στομάχι, ίσα που πρόλαβα να φτάσω για να πάρω μία γεύση από τους Hau – αθηναϊκό, industrial noise ντουέτο. Μετά από δύο ολόκληρα χρόνια πια παράνοιας που δεν είχα πάει σε καμία απολύτως συναυλία, ήμουν τόσο ενθουσιασμένη, όσο και αγχωμένη για λόγους ευνόητους. Παρ’ όλα αυτά, μπαίνοντας μέσα στο Temple, το μυαλό μου αυτομάτως έσβησε και πέταξε κάπου μακριά όποια σκέψη δεν είχε να κάνει με το “είμαι έτοιμη, είμαι έτοιμη (μιας που έκανα ήδη αναφορά σε Μπομπ), είμαι επιτέλους σε συναυλία, είμαι επιτέλους σε συναυλία μιας μπάντας που αγαπώ”.
Οπότε ναι, οι Hau έδωσαν μία αρκετά ιδιαίτερη – με κάθε καλή έννοια – ερμηνεία η οποία είμαι σίγουρη πως τράβηξε πολλών την προσοχή, εφόσον μιλάμε για ένα δίδυμο που κινούνταν κυρίως σε industrial noise μονοπάτια, με το έδαφος να είναι ένα αυτοσχέδιο set και οδηγός τους μία εσωτερικευμένη ένταση που αναδεικνυόταν μέσα από τις παραμορφώσεις του ήχου τους, την κλιμάκωση αυτού κ.ο.κ. Η παρουσία των Hau, αν και αρκετά μικρή σε διάρκεια, άνοιξε πολύ ωραία τη βραδιά, αφήνοντας τη δική της νότα.
Με το που ανέβηκαν οι Plattenbau στη σκηνή, κάτι σκίρτησε μέσα μου. Post punkish – darkwave σχήμα, από το Βερολίνο, οι οποίοι με την σκηνική τους παρουσία και τα φώτα τους μου δημιούργησαν πεταλούδες στο στομάχι. Αυτό που με κέρδισε ωστόσο και διαφοροποίησε αρκετά στο μυαλό μου τους Plattenbau από μία τυπική darkwave μπάντα, ήταν η χημεία μεταξύ των μελών, η άνεση που ένιωθαν τόσο ο ένας με τον άλλον, όσο και με τη σκηνή και το κοινό. Μην έχοντας κάποια επαφή με το σχήμα πριν τους γνωρίσω για τα καλά στο Temple, δεν ήξερα τι να περιμένω και είναι αλήθεια πως βρέθηκα προ εκπλήξεως. Βαθιά φωνητικά, γρήγοροι ρυθμοί που αλλάζανε σε πιο αργούς και αντίστροφα και, μία ατμόσφαιρα, ένας αέρας φρέσκος, σαν οι Plattenbau να έφεραν λίγο από το Βερολίνο μαζί τους, ή σαν να μεταφερθήκαμε εμείς για λίγο εκεί.
Μία που προλάβαμε να νιώσουμε λίγο το Βερολίνο με τα υπέροχα darkwave vibes του, μία που εκσφενδονιστήκαμε στη Νέα Υόρκη. Η σκηνή πλέον ανήκε στους A Place To Bury Strangers. Πριν όμως μιλήσω για αυτό, έχω τη βαθύτατη ανάγκη να επικοινωνήσω ότι η Sandra είναι το πιο χαμογελαστό άτομο που έχω δει ποτέ να παίζει ντραμς, κάτι το οποίο δε σταμάτησα να σκέφτομαι καθ’ όλη τη διάρκεια του live, αφού είχε πραγματικά μία ενέργεια μοναδική και τη μετέδιδε με φοβερούς ρυθμούς (κάπως κυριολεκτικά).
Οι APTBS ξεκίνησαν από την αρχή δίχως λύπηση, σηματοδοτώντας την έναρξη του setlist τους με το “Dead Beats”, από το “Exploding Head”. Φυσικά ο ήχος τους δεν είχε καμία σχέση με τις studio εκτελέσεις τους, αφού τα noise στοιχεία, οι παραμορφώσεις, ήταν τρεις διπλούν ανεβασμένα και πολύ καλά έκαναν. Το δίδυμο-φωτιά των Fedowitz που αποτελούσαν και τις πιο πρόσφατες (και ας ελπίσουμε οριστικές) προσθήκες στο σχήμα του Ackermann, έκαναν ξεκάθαρο ότι μάλλον γεννήθηκαν για να παίζουν σε αυτήν τη μπάντα. Η περιοδεία των APTBS ήταν κυρίως στα πλαίσια της παρουσίασης του τελευταίου και αρκετά διαφοροποιημένου από τους υπολοίπους τους δίσκου, ωστόσο η τριάδα δεν δίστασε καθόλου να κάνει μνεία και στις υπόλοιπες φάσεις της δισκογραφίας τους, έτσι κι εμείς κάτω από τις κιθαριστικές παραμορφώσεις ακούσαμε κομμάτια όπως το “Onwards To The Wall”, “You Are The One”, “In Your Heart”, “Ocean”, “Deeper” και σίγουρα και άλλα που μου διαφεύγουν. Η σκηνική δε παρουσία του Ackermann ήταν καθηλωτική. Κατάφερε να χτίσει έναν τρόπο επικοινωνίας με το κοινό χωρίς να πει κουβέντα, χωρίς να είναι ένας typical frontman, αλλά περισσότερο κοπανώντας την κιθάρα του στο πάτωμα, σηκώνοντας ενισχυτές, κρουστά, τον εαυτό του τον ίδιο και δεν ξέρω και εγώ τι άλλο.
Η βραδιά κυλούσε υπέροχα, τα strobe lights έδιναν το δικό τους show, εγώ επεξεργαζόμουν τη συνειδητοποίηση ότι βλέπω αυτή τη μπάντα ζωντανά, ενώ ταυτόχρονα βρισκόμουν στο πρώτο μου φωτογραφικό καθήκον. Κάπου εκεί ο Oliver εξαφανίζεται από τη σκηνή, κατεβαίνοντας προς το κοινό, με τη Sandra να τον ακολουθεί μετά από λίγο. Μετά από μία γεύση ενός απολαυστικότατου bass solo που μας κέρασε ο John, πήγε να συμπληρώσει την ομάδα. Η τριάδα έπαιζε μέσα στο κοινό, αγκαλιά με κόσμο, ένα improv set που γέμισε το Temple με θόρυβο, ρυθμό, ζεστασιά, και θόρυβο. Από την άλλη εγώ, όπου δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου ζωντανά noise μπάντα, νιώθω ευγνώμων που οι APTBS με μύησαν σε αυτό, που μου έδειξαν τη μαγεία του noise και μου άφησαν ένα μικρό στιγματάκι, τόσο δα. Την υπέροχη αυτή βραδιά έκλεισαν με το αγαπημένο μου “Deeper”, σε μία ακόμη πιο noisy παραλλαγή που λίγο ακόμη και θα γκρέμιζε το χώρο του Temple.
Η εμπειρία του να βλέπεις ζωντανά τους A Place To Bury Strangers, στην καλύτερή τους φάση, ήταν τουλάχιστον μοναδική. Από την αρχή της συναυλίας έως το τέλος της – και πιστεύω μιλάω εκ μέρους πολλών – καταλάβαμε στην ολότητά του, τον άξια δοσμένο τίτλο στο σχήμα του Ackermann ως η πιο θορυβώδης μπάντα της Νέας Υόρκης, γιατί πραγματικά, στην ολότητά της, ήταν ακριβώς αυτό. Και το κάνει όπως κανένα άλλο. Είμαι υπέρ του δέοντος χαρούμενη που επανήλθα στη μαγεία των συναυλιών, πόσο μάλλον που συνέβη με αυτήν τη μπάντα. Θα ήθελα να κάνω μία τεράστια αγκαλιά στον Ackermann, αλλά επειδή δε γίνεται αυτό, well… ελπίζω να τους ξαναδούμε σύντομα για να γίνει. Εις το επανιδείν μπαντάρα!
Φωτογραφίες: Μάνος Καλαφατέλης
883