TWELFTH NIGHT: “Fact And Fiction”

MONUMENT

Αν κάποια στιγμή θεσπιστούν τα βραβεία κακοτυχίας τότε η θεμελιώδης neoprog μπάντα από το Reading έχει θέσει σοβαρή υποψηφιότητα από τα πρώτα της βήματα. Ανακαλώντας την αναγέννηση του ιδιώματος, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’80, οι περισσότεροι θα φέρουν αυτόματα στο μυαλό τους το όνομα των Marillion. Από το νέο κύμα όμως των καλλιτεχνών που τότε διαμόρφωναν με τα δικά τους δεδομένα την εξέλιξη του προοδευτικού ήχου, οι Twelfth Night ήταν οι πρώτοι που κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους, “Fact And Fiction”, τον Δεκέμβριο του 1982, μόλις τρεις μήνες πριν το “Script For A Jester’s Tear” των Marillion.

Οι Twelfth Night υπήρξαν σχεδόν πάντα το είδος του γκρουπ που βρισκόταν στο λάθος μέρος στην πιο ακατάλληλη συγκυρία, έμοιαζε να έχει ένα απαράμιλλο ταλέντο να μην μπορεί να συγκεράσει τα αναγκαία στοιχεία που θα βοηθούσαν το μοναδικό τους ταλέντο. Και όμως για λίγο, εκείνη την εποχή, δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση πως ήταν η ώρα τους. Μετά από ένα πρωτόλειο instrumental άλμπουμ, το “Live At The Target”, τρεις κασέτες μεταξύ των οποίων και το σπουδαίο “Smiling At Grief” και ένα άνοιγμα για το περίφημο Reading Festival το 1981, έμοιαζαν πραγματικά έτοιμοι να εκτοξευτούν. Ακολούθησε μια συμφωνία με τον Andy MacPherson, τον ιδιοκτήτη των Revolution Studios στο Cheadle Hulme κοντά στο Manchester. Για την ακρίβεια, το άλμπουμ ηχογραφήθηκε δωρεάν, σε ελεύθερους χρόνους σε επαγγελματικό στούντιο, χάρη στη γενναιοδωρία του ιδιοκτήτη. Στην πραγματικότητα, ο MacPherson ενδιαφερόταν αποκλειστικά για την διασκευή τους στο “Eleanor Rigby”, πιστεύοντας πως θα γίνει επιτυχία.

Οι συνθήκες ηχογράφησης ήταν ασυνήθιστες και όλα αυτά ξεκινούσαν από τη δωρεάν παραχώρηση. Αρχικά υπήρξε μια μεγάλη καθυστέρηση λόγω της ανακατασκευής του, από τον Μάρτιο ως τον Μάιο. Πέρα από αυτό, με δεδομένο τα περίεργα διαστήματα ελεύθερου χρόνου, έπρεπε να πάρουν ότι μπορούσαν και όταν μπορούσαν. Όλη η μπάντα, εκτός από τον τραγουδιστή Geoff Mann, έμενε στο Reading, έτσι συνήθως έμεναν όλοι μαζί του στο σπίτι του στο Salford, κάνοντας πρόβες στο κελάρι του στη διάρκεια της ημέρας και μπαίνοντας στο στούντιο να ηχογραφήσουν όλη τη νύχτα με τη συνοδεία διάφορων μάλλον απρόθυμων μηχανικών ήχου. Ο κιθαρίστας Andy Revell εργαζόταν εκείνη την εποχή ως ερευνητής στο πανεπιστήμιο του Reading, και υπήρχαν μέρες που έκανε πειράματα από τις 9 το πρωί ως τις 4 το απόγευμα, οδηγούσε στο Heathrow, πετούσε στο Manchester, ηχογραφούσε όλη τη νύχτα και πετούσε πάλι πίσω στο νότο να επιστρέψει στα πειράματα. Ήταν συνεχώς διαλυμένος και αφόρητα αγχωμένος.

Οι συγκεκριμένες συνθήκες μεταφράστηκαν και σε μια περίοδο αδράνειας για τη δράση τους επί σκηνής: δεν μπορούσαν να προγραμματίσουν συναυλίες γιατί δεν ήξεραν πότε θα ηχογραφήσουν. Παρόλα αυτά, κατάφεραν να εμφανιστούν στην εκπομπή The David Essex Showcase του BBC1, ένα είδος τηλεοπτικού show ταλέντων, τον Ιούνιο του 1982.

Η αποχώρηση του κημπορντίστα Rick Batterby, που είχε προηγηθεί, αντιμετωπίστηκε από τον μπασίστα Clive Mitten με αρκετή επιτυχία στο στούντιο, αλλά στη σκηνή τα πράγματα σίγουρα ήταν δυσκολότερα, όταν έκαναν κάποιες εμφανίσεις τον Σεπτέμβριο σαν κουαρτέτο. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων, ο Rick επέστρεψε στο γκρουπ, μέσα σε γενική ευφορία και ανακούφιση. Όλη η διαδικασία με τις πρόβες και τις ηχογραφήσεις οδήγησε σίγουρα σε ένα αποτέλεσμα ολοκληρωμένων και καλοδουλεμένων τραγουδιών, όμως ο πραγματικός πόλεμος να παραμείνει κανείς επίκαιρος δινόταν στη σκηνή και εκεί ένιωσαν πως οι Marillion τους είχαν προσπεράσει, όσο και αν η συγκυρία της εποχής και της αγοράς χωρούσε τουλάχιστον πέντε νέες σημαντικές μπάντες. Αν μια μεγάλη δισκογραφία εταιρεία είχε ένα prog συγκρότημα δεν σήμαινε όμως πως και οι υπόλοιπες θα ακολουθούσαν το παράδειγμά της. Όταν τον Σεπτέμβριο του 1982 ανακοινώθηκε η συμφωνία της ΕΜΙ με τους Marillion, τα δεδομένα του “Fact and Fiction” επηρεάστηκαν άμεσα. Το συγκρότημα αναθεώρησε αμέσως τόσο τη σειρά όσο και τη λίστα των τραγουδιών του δίσκου, με κάποια από τα πιο σύντομα χρονικά και προσιτά τραγούδια να απορρίπτονται, και το “Human Being” να μορφοποιείται και να επεκτείνεται, ενσωματώνοντας και ένα σόλο μπάσου. Η απόφαση επίσης να αφήσουν τελικά το “Eleanor Rigby” εκτός, το οποίο κυκλοφόρησε σαν single από τη REVO Records τον Οκτώβριο, μαζί με το “Market Square Heroes” των Marillion, είχε σαν συνέπεια την ελάχιστη προώθηση του άλμπουμ. Νιώθοντας ότι είχαν ελάχιστα κοινά με τη REVO, το συγκρότημα πήρε ένα δάνειο για να αγοράσει τις ηχογραφημένες κασέτες, κάνοντας γρήγορα remix και τελικά βγάζοντας το “Fact And Fiction” στη δική του δισκογραφική, “Twelfth Night Records”.

Εγκαταλείποντας την ονείρωξη του αντίστοιχου αποτελέσματος με την υποστήριξη μιας μεγάλης δισκογραφικής εταιρείας και την σύμπραξη ενός σπουδαίου και αφοσιωμένου παραγωγού, βρισκόμαστε έτσι και αλλιώς μπροστά σε ένα συγκλονιστικό θεμέλιο ενός ιδιώματος, έναν θρίαμβο του αυθεντικού ταλέντου απέναντι στις αντίξοες περιστάσεις. Η διαφοροποιημένη επιθετικότητα, η τραχύτητα και οι σεβαστές δόσεις new wave, ακόμα και indie rock κάνουν το αναμφισβήτητο progressive rock τους να ξεχωρίζει αισθητά από τους προκατόχους τους. Ο Andy Revell είχε μάλιστα επινοήσει τον όρο “Punk Floyd” για να περιγράψει τη μουσική τους εκείνη την εποχή. Τα συνήθη prog κεκτημένα βέβαια δεν μπορούσαν να λείπουν, όπως τα δραματικά περάσματα, οι ιδιαίτερες γραμμές μπάσου, τα περίτεχνα μοτίβα στα τύμπανα, τα μελωδικά σόλο και οι σύνθετες στρώσεις των πλήκτρων, ενώ δυο από τις συνθέσεις ήταν οργανικές.

Το δίδυμο των Geoff Mann και Clive Mitten πιστώνεται το βασικό συνθετικό μερίδιο, καθώς οι αρχικοί σκελετοί των τραγουδιών είναι αποκλειστικά δικοί τους με τους υπόλοιπους βέβαια να συμβάλλουν αισθητά στο τελικό αποτέλεσμα. Αν ο Mitten αποτελούσε την αναμενόμενη και σταθερή βάση του prog και heavy rock, ο Mann με την αιρετική επίδραση των Joy Division και των U2 διαφοροποιούσε μαγικά το χαρμάνι τους. Ο Mann ένιωθε πως το άλμπουμ περιείχε έντονα το Salford, στο οποίο ζούσε, και αυτό τον έκανε ιδιαίτερα περήφανο. Οι στίχοι του ήταν στριφνοί και ξεκάθαροι μαζί, κόντρα στον αχαλίνωτο καταναλωτισμό, την καταστολή του ατόμου, τον πυρηνικό εξοπλισμό, τις εγωιστικές επιθυμίες, αλλά και τον κοινωνικό κομφορμισμό. Ο ύμνος του “Love Song” απεικονίζει το όραμά του και σφραγίζει τη στιχουργική του διαδρομή στο άλμπουμ με την ισχυρότερη προσωπική του πεποίθηση. Το συνολικό artwork του άλμπουμ, με τα συμπλεγμένα κεφάλια στο εξώφυλλο, τους χειρόγραφους στίχους και τα σχέδια στο ένθετο, όλα φτιαγμένα από τον ίδιο, συμπληρώνουν την ισχυρή του ταυτότητα.

Η εργασία του Mann σε ψυχιατρείο αλλά και η πρόθεσή του να αφουγκραστεί την εποχή του, έκανε τους Twelfth Night πιονέρους μιας γενιάς μουσικών πολιτικά συνειδητοποιημένων, που ασχολούνταν με τον αντίκτυπο ηγετών όπως η Θάτσερ αλλά και την απειλή της πυρηνικής εξόντωσης. Όσο και αν αρκετά από τα θέματα παραμένουν επίκαιρα σήμερα, έχουμε παράλληλα να κάνουμε και με ένα μουσικό χρονογράφημα μιας εποχής παραφροσύνης, ψευδών ειδήσεων και πυρηνικού τρόμου, μια εποχή όταν η κυβέρνηση του Ενωμένου Βασιλείου μοίραζε φυλλάδια με τίτλο “Προστατεύσου και επιβίωσε”, προετοιμάζοντας τους πολίτες του για πυρηνική επίθεση. Η συνολική εφευρετική προσέγγισή τους, τόσο στις γραμμές της μουσικής όσο και στους διάφορους ήχους που εμπλουτίζουν τα τραγούδια, η υποβλητική τους ικανότητα που αναδεικνύεται με απίστευτη φυσικότητα και λειτουργεί με τόση διαχρονική δύναμη, οι απροσδόκητες εμπνεύσεις στους στίχους, όλα παραμένουν και σήμερα ένας ενεργός σηματοδότης να αποφεύγουν οι σύγχρονοι δημιουργοί την κενότητα. Και αυτό γιατί όλα τα εκτελεστικά χαρίσματα των μουσικών επιστρατεύονται για να περιγράψουν, να αφηγηθούν, να σμιλεύσουν τις σημαίνουσες λεπτομέρειες της ατμόσφαιρας των τραγουδιών.

Με το απλούστερο τραγούδι , το λυρικό “Love Song” να κλείνει υμνικά, ζητώντας μονάχα συγχώρεση και αγάπη, θα μπορούσε κανείς, κοιτάζοντας πια από απόσταση, να το θεωρήσει ένα προμήνυμα της αποχώρησης του Mann, που αμέσως μετά άφησε τους Twelfth Night και έγινε εφημέριος. Τον διαδέχτηκε ο Andy Sears, μέχρι το 1987 όταν το σχήμα διαλύθηκε για πρώτη φορά, υποταγμένο για ακόμα μια φορά από τη διπλή μοίρα των αποθεωτικών κριτικών αλλά ανύπαρκτων πωλήσεων. Επέστρεψαν το 2007 με μια μικρή δραστηριότητα σποραδικών ζωντανών εμφανίσεων.

Το “Fact And Fiction” επανακυκλοφόρησε αρχικά το 2002 με επτά επιπλέον τραγούδια, και πρόσφατα τον Ιούνιο του 2018 στη μορφή τριπλού cd, με άφθονο επιπλέον υλικό από το στούντιο αλλά και ζωντανές εμφανίσεις. Παραμένει και σήμερα μια ερμηνευτική γέφυρα του παρόντος μέσα από ένα συναρπαστικό παρελθόν και πέρα από τα διαχρονικά μηνύματα, εξακολουθεί να μουρμουρίζει για τη σκληρή πραγματικότητα της μουσικής βιομηχανίας. Περισσότερο από όλα, αποτελεί ένα ολοκληρωμένο δείγμα ενός σπάνιου καλλιτέχνη, του ζωγράφου, τραγουδιστή, ποιητή και εφημέριου Geoff Mann, που έφυγε πρόωρα, στις 5 Φεβρουαρίου του 1993, χτυπημένος από τον καρκίνο του παχέος εντέρου.

1575
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…