(Ένα άρθρο του Σόλωνα Εσκενάζυ)
Πριν λίγες μέρες αγαπητές φίλες και φίλοι, σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι του φέισμπουκ έπεσα πάνω σε μια εικόνα – meme που εξηγούσε κάπως απλοϊκά αλλά αποτελεσματικά γιατί πολλές φορές επιλέγουμε να ακούμε τα ίδια και τα ίδια τραγούδια ή άλμπουμ, αντί να ξεκουνήσουμε και να ακούσουμε κάτι καινούριο.
Δεν θυμάμαι τη φωτογραφία ή τι έλεγε ακριβώς (fail), με έβαλε όμως σε σκέψεις (ναι, συμβαίνει καμιά φορά) αγαπητοί αναγνώσται. Υπάρχουν διάφορες ασπούμε επιστημονικές εξηγήσεις, τύπου απελευθερώνονται ντοπαμίνες από εγκεφάλους και διάφορα άλλα χημικά (όχι αυτά των μπάτσων) αλλά θα τις αφήσουμε στην άκρη…
Το έχετε πάθει, είμαι σίγουρος. Τρώτε το σκάλωμα και ακούτε ένα τραγούδι μέχρι το αυτί σας να αυτοκτονήσει με οδοντογλυφίδα που του δάνεισε το στόμα, ή πιο ρεαλιστικά να το σιχαθεί η ψυχούλα σας και να μην μπορείτε να το ξανακούσετε για τουλάχιστο τρία χρόνια (το έχω πάθει με τζιν κάποτε, ακόμα να συνέλθω, αλλά άλλο αυτό). Το πρώτο παράδειγμα που μπορώ να σκεφτώ για μένα ήταν το Getting Away With it (All Messed Up) των James στην τρυφερή ηλικία των 11 χρόνων που βρισκόμανε στο μακρινό 2001. Έβαλα την άδεια κασέτα στο ηχοσύστημα της φίσερ πράις (ντάξει, όχι αλλά θα ‘θελα) με το μικρόφωνο που δε σπάει με τίποτα, πάτησα το ρεκ και άκουγα για μέρες το κομμάτι λες και η ζωή μου εξαρτιόταν απ’ αυτό (αγγλικούρα, άι νόου). Πολύ σύντομα άρχισα να μην το αντέχω πια (μετά από κάποια χρόνια και τους James γενικότερα, ντάξει όχι έχουν κάποια καλά μάλλον).
Γράφοντας αυτήν την παράγραφο όμως συνειδητοποιώ πως δεν ήταν αυτό ακριβώς το θέμα που ήθελα να γράψω αλλά δεν θα τη σβήσω έτσι για την καβλάντα ΧΟΧΟΧΟΧ ΠΩΣ ΝΙΩΘΕΙΣ ΑΓΑΠΗΤΕ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ;
Ας το πάμε αλλιώς. Είσαι στο βίντεο κλαμπ (ναι, κάποτε υπήρχαν και αυτά και οι κασέτες, έχω κάνει εμβόλιο). Έχεις φάει μία ώρα να αποφασίσεις ποια γμμν ταινία θα δεις, αλλά είσαι ακόμα εκεί και ο υπάλληλος έχει αρχίσει να σε κοιτάζει περίεργα. Οι νέες κυκλοφορίες πολλές, και πολλά υποσχόμενες (κάποτε, όχι τώρα που όλα είναι σικουελ και πρίκουελ και ριμπουτ, οκ μπούμερ, προχωράμε). Οι παλιές ταινίες που θες να δεις, άπειρες. ΑΛΛΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΕΚΕΙ; ΤΟ CABLE GUY; (εμένα μ’αρεσε, ντάξει; Πολύ υποτιμημένη ταινία αν θες να ξέρεις) ΤΟ ΕΧΩ ΔΕΙ ΜΟΝΟ 12 ΦΟΡΕΣ, ΓΙΑ ΠΙΑΣΤΟ ΜΙΑ ΝΑ ΤΟ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΡΕ ΑΔΕΛΦΕ!!! ΑΝΤΙΟ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ TIM ΜΠΑΡΤΟΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ ΔΕΙ, ΑΝΤΙΟ ΚΥΡΙΕ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ ΠΟΥ ΜΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕ Ο ΞΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΙΖΕΙ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΙΣΩΣ ΕΙΣΑΙ ΠΙΟ ΤΥΧΕΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΡΑ ΑΛΛΑ ΣΕ ΚΕΡΔΙΣΕ Ο ΤΖΙΜΑΚΟΣ Ο ΚΑΡΕΙ ΚΑΙ Ο ΜΠΕΝ Ο ΣΤΙΛΕΡ ΓΙΑ ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ! Γιατί όμως σε κέρδισε; Γιατί ξες ότι για τις επόμενες δύο ώρες μια ζεστή, μοσχομυρωδάτη κουβέρτα θα πάρει αγκαλιά το μυαλό και την καρδούλα σου και τα κάνει να νιώσουν ζεστασιά, θαλπωρή και αγάπη. Μπορούσε να το κάνει ο Μπέργκμαν αυτό; Μπορούσε να το κάνει η καινούρια ταινία του Μπάρτον αυτό; Μπορούσε να το κάνει αυτό ο δίσκος αυτής της μπάντας που δεν έχεις ξανακούσει ποτέ στη ζωή σου και σου προτείνε ο ψηλός με τα μούσια στο δισκάδικο με το μάτι να γυαλίζει; Ναι.
Ή μάλλον όχι… Ντοντ γκετ μι ρονγκ (Pretenders ftw), η γκ@ύλα του να ακούς/βλέπεις κάτι καινούριο δεν συγκρίνεται με τιποτα, ειδικά αν είναι καλό προφανώς. Νοητικές ματσέτες ανοίγουν καινούρια μονοπάτια στο κεφάλι σου, νέοι κόσμοι ξεδιπλώνονται μπροστά στα αισθητήρια όργανά σου έτοιμοι να τους εξερευνήσεις σαν άλλος Κολόμβος, μόνο που εσύ παίζει να βρεις τον δρόμο και να μην καταλήξεις στο Αμέρικα ενώ ψάχνεις το Ίντια ξερω γω (ρε Κριστόφορε, ούτε γω τόσο άμπαλος που χάνομαι μέσα στον δήμο μου ξέρω γω. Ρωτα κάπου, δεν είναι ντροπή).
Στους αγχωτικούς καιρούς που ζούμε όμως φίλοι μου είναι πολλές φορές δύσκολο να αντισταθούμε στο instant gratification που σου προσφέρει απλόχερα το γνώριμο, το δοκιμασμένο. Είναι σαν να βλέπεις τη φάτσα του κολλητού σου, το αγαπημένο σου φαγητό, άδειο τραπέζι στο αγαπημένο σου τσιπουράδικο, σκαμπό στο μπαρ όταν έχεις πίει τα κέρατά σου και στέκεσαι όρθιος επειδή η βαρύτητα αποφάσισε να είναι ευγενική μαζί σου εκείνη την ώρα, you get my point.
Αυτό προφανώς και είναι επικίνδυνο (πόσο υπερβολικός ΘΕΕ ΜΟΥ) γιατί θυσιάζεις μια πολύ πιο δημιουργική διαδικασία στο βωμό του comfort. Αντί να φας ένα ισορροπημένο γεύμα και κάτι τέτοιες αηδιές, αποφάσισες να ξαναφάς πίτσα. Comfort food – comfort music. Μαγκιά σου. Αυτό ήθελες, αυτό έκανες. Ποια είναι η παγίδα; Να εθιστείς στην πίτσα (Μικελάντζελο, εσύ φταις καργιοχέλωνο) και στο τέλος να μην μπορείς να κουνηθείς απ’ τη θερμίδα. Να γίνεις μουσικά παχύσαρκος (σε αυτό το σημείο δεν έχω ιδέα αν λειτουργούν οι μεταφορές). Να μείνεις στάσιμος, να χάσεις την όρεξη για εξερεύνηση, να βουλιάξεις στον μαλακό καναπέ σου ενώ τα άλλα παιδάκια σε φωνάζουν να έξω να παίξετε. Όσο μεγαλώνεις αυτό γίνεται όλο και πιο πιθανό, γιατί στη μέση μπαίνουν οι αναμνήσεις που έχεις χτίσει τόσα χρόνια με το εκάστοτε τραγουδι/αλμπουμ/καλλιτέχνη/γουατεβζ. Και το λέω εγώ που είμαι τεράστιος sucker της συναισθηματικής μου μνήμης και πέφτω συχνά σε αυτήν την παγίδα, αλλά ευτυχώς ξεκουνιέμαι μετά από λίγο.
Αυτό το ας πούμε φαινόμενο έχει οδηγήσει και σε όλα τα νοστάλτζια πάρτιζ που βαφτίζονται τρας ξέρω γω, σε σειρές/ταινίες τύπου Στρέιντζερ Θινγκζ (βγάλε καλή σεζόν γτκμ, τι αίσχος ήταν η τρίτη;) και τη γενικότερη επιστράτευση της νοσταλγίας και της «βιντατζιάς» σε πολλούς τομείς της τέχνης αλλά και της ζωής φίλες και φίλοι. Έχουμε φτάσει σε σημείο να βλέπεις ανθρώπους να νοσταλγούν ακόμα και χρόνια που δε ζούσανε, πόσο γελοίο ξέρω γω (Νοσταλγοί χούντας δεν μπαίνουν σε αυτή την κατηγορία, είναι μια σκατένια κατηγορία μόνοι τους). Ένιγουει…
Τι συμπέρασμα βγαίνει απ’ όλα αυτά; Κανένα.
Τι μάθαμε μέσα από αυτές τις αράδες; Τίποτα.
Όλα είναι μάταια. Φάτε πίτσα και ακούτε ροκενρό