IT’S IMMATERIAL

TRIBUTE

“Το New Brighton αναφέρεται τόσο στην πόλη, όσο και σε έναν τρόπο σκέψης. Όλοι βγαίνουν έξω και μόνο εσύ είσαι ο παράξενος γιατί σου αρέσει αυτό. Αλλά μου αρέσει το New Brighton, δεν θα με πείραζε να μείνω εκεί”.

Είναι ένα πολύ περίεργο παιχνίδι της τύχης να σου φέρει η πρώτη μουσική απόπειρα τέτοια απροσδόκητη αναγνώριση που η εταιρία σου δεν έχει πια τίποτα να πουλήσει από το προϊόν. Το ραδιόφωνο παίζει σαν τρελό το single σου, η εταιρία δεν έχει δίσκους για τις παραγγελίες και εσύ, που προκλητικά και αρτίστικα έχεις επιλέξει το όνομα “It’s Immaterial”, το έχεις ήδη επιβεβαιώσει χωρίς την παραμικρή πρόθεση.

Το ξεχωριστό ντουέτο από το Liverpool, δυο άνθρωποι που είχαν βρεθεί εκεί για να σπουδάσουν Τέχνες και Αρχιτεκτονική, έχει οικειοποιηθεί πια σήμερα τις μεγάλες παραξενιές αυτής της ζωής, που ήδη τόλμησε από τον πρώτο του δίσκο να της βγάλει με αυθάδεια τη γλώσσα με τον τίτλο “Life’s Hard And Then You Die”. Αν σε βαραίνει κάπως το σοφιστικέ όνομα με το απροσδιόριστο βάθος, μπορείς απλά να τους αποκαλείς “Itsy”, όπως συνηθίζουν οι φίλοι τους.

Η αρχική μορφή τους προέκυψε το 1980 από τρία πρώην μέλη των Yachts, τον τραγουδιστή John Campbell, τον κιθαρίστα Martin Dempsey και τον κημπορντίστα Henry Priestman, που αρχικά ένωσαν τις μοίρες τους με τον ντράμερ Paul Barlow. Ενεργοποιήθηκαν άμεσα στον χώρο της DIY σκηνής του Liverpool με εμφανίσεις στο μνημειώδες για την εποχή club του Eric. Εκεί άλλωστε ο Whitehead είδε για πρώτη φορά τον Campbell να ανοίγει για τους Sex Pistols το 1976, με τους Albert Dock and the Cod Warriors. Ο Whitehead προσχώρησε στο γκρουπ το 1982 και σύντομα πολλές αλλαγές τον άφησαν μόνο με τον Campbell, καθώς ακόμα και ο Priestman αποχώρησε για να σχηματίσει τους Christians.

Το ντουέτο, μέχρι τον Απρίλιο του 1985, έχει πάρει την απαραίτητη για την εποχή πιστοποίηση ηχογραφώντας τέσσερα John Peel Sessions στην εκπομπή του εμβληματικού ραδιοφωνικού παραγωγού, έχει κυκλοφορήσει μια σειρά από singles, και βλέπει το EP του με τον τίτλο “Fish Waltz” να ανεβαίνει στο Νο 30 του UK Indie Chart. Ο αγγελιαφόρος του πρώτου τους άλμπουμ, ένα αέρινο, ρυθμικό soundtrack απόδρασης για μια υποθετική μίνι road movie στον αυτοκινητόδρομο Μ62 προς Manchester, Newcastle και Glasgow, το απροσδόκητα πετυχημένο “Driving Away From Home” έφτασε να χρησιμοποιηθεί ακόμα και σε τηλεοπτικές διαφημίσεις.

Τον Σεπτέμβριο του 1986 κυκλοφορεί το πλήρες γεύμα του “Life’s Hard And Then You Die”, αρκετούς μήνες μετά το πετυχημένο single, για να φτάσει ως το No 62 στο UK Album Chart. Μέσα σε 45 λεπτά δημιουργίας ενός ξεχωριστά αθώου μποέμ σύμπαντος, οι δυο συνοδοιπόροι καταφέρνουν να τιθασεύσουν ένα πλήθος από ιδιώματα και διαθέσεις κάτω από μια προφανή και απαιτητική art pop ομπρέλα. Και αν οι μουσικοί γραφιάδες εκείνης της εποχής κατέληγαν να χρησιμοποιήσουν τα ονόματα των OMD, Pet Shop Boys, Tears For Fears αλλά και των The Pogues, επιχειρώντας να αποκωδικοποιήσουν τη μουσική τους, ήταν επειδή τα εργαλεία στα χέρια τους ήταν πολλά αλλά υπάκουα. Από folk και ethnic μέχρι και mariachi εντυπώσεις, στην synth pop αλλά και σε βαθύτερες ambient περιγραφές, οι It’s Immaterial διατηρούν έναν αξιοθαύμαστο έλεγχο ύφους, δημιουργώντας ένα από τα πληρέστερα πρώτα άλμπουμ ενός ευρύτερου μουσικού χώρου.

Αναζητώντας μια διαφορετική προσέγγιση, και με όραμα ένα άλλο πεδίο για το δεύτερο άλμπουμ τους, επιλέγουν τον παραγωγό Calum Malcolm με βασικό κριτήριο τη δουλειά του με τους The Blue Nile, και την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του στη χρήση των keyboards. Από τον Μάρτιο του 1988, το ντουέτο μετακόμισε στη Σκωτία για να δουλέψει μαζί του στο στούντιο Castlesound. Περνώντας μήνες δοκιμάζοντας ήχους, ο στόχος ήταν η δημιουργία ενός συγκεκριμένου είδους έντασης, μιας ελεγχόμενης αίσθησης σαν να πρόκειται να συμβεί κάτι που τελικά δεν έρχεται. Η συνθετική πρόοδος ήταν αργή και όλα εξελίσσονταν γύρω από τη βεβαιότητα πως η εταιρία Siren της Virgin σε λίγο καιρό θα έκλεινε. Αντίθετα με το ντεμπούτο τους που περιείχε τραγούδια μιας μεγάλης χρονικής διάρκειας, τώρα το περιεχόμενο είχε μια άμεση συνολική επαφή και χαρακτηρίστηκε από τη θέληση του Campbell να δημιουργήσει θεματικά κάτι με έντονη αγγλική αίσθηση, μια φυσική αντίδραση απέναντι στον έντονο αμερικανισμό της εποχής. Οι στίχοι αναφέρονται σε πρόσωπα που είναι υπαρκτά και, σε μεγάλο βαθμό, πραγματικά μέρη που έχει επισκεφτεί. Σε ένα άλμπουμ μιας σκόπιμης νωχελικής ευγένειας που υποστηρίζεται με προσεκτικούς ενδοσκοπικούς ήχους, και ατμόσφαιρες αριστοκρατικής μοναξιάς, περνούν εικόνες της βόρειας Αγγλίας, παραδοσιακά παραθεριστικά θέρετρα εκτός σεζόν, κουρασμένα απογεύματα Κυριακής, λεπτομέρειες από τη ζωή της εργατικής τάξης της Θάτσερ. Έχοντας την τολμηρή φιλοδοξία να συγκινήσουν ανθρώπους που ακούνε μουσική με προσοχή, τιτλοφορούν την συλλογή των δέκα νέων τραγουδιών, “Song”. Το άλμπουμ κυκλοφορεί τον Ιούνιο του 1990, με τον πίνακα “Mount St Hilarion and the Castle Ruins” του David Bomberg στο εξώφυλλο.

Η περιγραφή που δόθηκε αργότερα από τους ίδιους αντανακλά την γρήγορη εξαφάνιση του δίσκου: “ μια εμπορική αυτοκτονία που σίγουρα άξιζε να κάνουν”. Με τα ρεύματα της χορευτικής μουσικής, τη δεύτερη δεκαετία του Hacienda και τους Happy Mondays να μεσουρανούν, η ευγενικά απελπισμένη προσέγγιση της ανεργίας του “Endless Holiday”, η επιφυλακτική αναφορά της προαστιακής φτώχειας στο single “Heaven Knows”, και οι αναγωγές στον Fitzgerald στο “An Ordinary Life” αποτελούσαν μάλλον μια αβάσταχτη ποσότητα ζοφερής τέχνης. Απέμειναν με μια συλλογή από διθυραμβικές κριτικές που πάλι ταλαντεύονταν ανάμεσα σε παράταιρους συνδυασμούς όπως οι Dead Can Dance με τους Pet Shop Boys, ή ο Philip Glass με τον Marc Almond, επιχειρώντας να προσεγγίσουν την καρδιά του “Song” και την απόπειρα του ντουέτου να σπρώξουν την ιδέα των It’s Immaterial στα άκρα δημιουργώντας κάτι που θα αντέξει στον χρόνο.

Τα πλάνα τους ήταν να επιστρέψουν σύντομα με νέο δίσκο, όχι φυσικά για να εκδικηθούν εμπορικά, αλλά για να απελευθερώσουν τις νέες ιδέες που έρχονταν αβίαστα, πάλι με τη συνδρομή του Malcolm στην κονσόλα. Ήταν η εποχή που ο Calum θα έκανε μια παρουσίαση σε ένα περιοδικό για ένα νέο τότε ψηφιακό recorder, το Tascam DX-88, και το θεώρησε ιδανική ευκαιρία να συνδυαστεί με το ξεκίνημα του νέου άλμπουμ. Για περίπου μια εβδομάδα δούλεψαν πάνω στους σκελετούς δέκα νέων τραγουδιών. Επειδή όμως η ζωή είναι πράγματι σκληρή (και μετά πεθαίνεις) η εταιρεία τους κλείνει και όλες οι προθεσμίες του περιβόητου τρίτου άλμπουμ, “House For Sale”, πάνε κυριολεκτικά έναν πολύ μεγάλο περίπατο. Τα χαστούκια συνεχίζουν να έρχονται, όταν, γυρίζοντας από το Castlesound στούντιο στο Liverpool, η σύντροφος του Campbell μαθαίνει πως πάσχει από έναν αρκετά επιθετικό καρκίνο. Μετά από ένα χρόνο πεθαίνει. Ο χρόνος αρχίζει πια να χάνει τις παλιές του διαστάσεις και οι ρυθμοί να βυθίζονται στην αναπόφευκτη λήθη του ξεχωριστού τους ονόματος. Διάφορα projects υποκαθιστούν εν μέρει τα κενά με μουσική για ραδιοφωνικά και θεατρικά έργα, και μουσικές διδασκαλίες σε σχολεία.

Οι δυο τους βέβαια συνεχίζουν να συναντιούνται κάνοντας κάτι σαν “μουσικοθεραπεία” ουσιαστικά. Κάποια στιγμή που μετακόμισαν το στούντιο που είχαν, βρήκαν τις ταινίες από τις αρχικές ηχογραφήσεις των τραγουδιών, πριν από έξι χρόνια περίπου, και αποφάσισαν να δουλέψουν πάνω σε αυτές, μεταφέροντας τις αρχικές μορφές, συνδέοντας τα προβληματικά μέρη και συμπληρώνοντας τις ελλείψεις τους. Διατηρώντας το ευγενικό, νωχελικό ύφος του διακριτικού παρατηρητή που σμίλευσε τόσο υπέροχα το “Song”, το περιβόητο πια “τρίτο άλμπουμ” άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, ακουμπώντας τα επίπεδα ικανοποίησης που επιζητούσαν οι δυο δημιουργοί.

Σε μια εποχή που το όνομα δεν σήμαινε πια τίποτα για τη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα, το ντουέτο επικαλείται τη βοήθεια ενός πιστού περιορισμένου κοινού θαυμαστών που προπληρώνουν τα αντίτυπα του άλμπουμ. Πάνω που αρχίζει να συγκεντρώνεται το απαραίτητο ποσό, ο Campbell μαθαίνει πως έχει διαγνωστεί με καρκίνο. Σα να μην φτάνει αυτό, η πλατφόρμα crowdfunding PledgeMusic χρεοκοπεί, παίρνοντας το μισό ποσό από αυτά που είχαν μαζευτεί. Οι δυο τους καλύπτουν το έλλειμμα μέσω του JustGiving και με τον καρκίνο του Campbell σε ύφεση, το άλμπουμ-φάντασμα προορίζεται να κυκλοφορήσει τον Μάρτιο. Και τότε έρχεται ο… Covid-19!

Η ημερομηνία κυκλοφορίας μεταφέρεται μετά το πέρας του καλοκαιριού, σε μια ιστορία εμποδίων που μοιάζει να μην τελειώνουν ποτέ. Τι είναι όμως άλλοι τρεις μήνες μπροστά σε τριάντα χρόνια; Η 18η Σεπτεμβρίου σηματοδοτεί την πιο ανέλπιστη επιστροφή για όσους αρέσκονται σε αυτή την ελιτίστικη, διάφανη, ambient art pop, αλλά γενικότερα σε όσους ερωτεύτηκαν παράφορα το κομψό και ντελικάτο “Song” του 1990, πέρα από ιδιώματα και εφήμερους ήχους και κόντρα στον χρόνο.

Δέκα τραγούδια βρήκαν το δρόμο τους στην λίστα του “House For Sale”, αν και υπήρχαν και άλλα ανάλογου επιπέδου που διέρρευσαν κάποιες στιγμές στο διαδίκτυο και στο Youtube, στη διάρκεια αυτής της μεγάλης πορείας. Το άλμπουμ είναι, όπως φυσιολογικά θα γινόταν υπό διαφορετικές συνθήκες, το επόμενο βήμα μετά το “Song”, όμως δεν ακούγεται καθόλου παρωχημένο, ακριβώς γιατί οι It’s Immaterial ακολουθούσαν πάντα το δικό τους εσωτερικό μονοπάτι έκφρασης που είχε ελάχιστη εξάρτηση από όσα συνέβαιναν στον υπόλοιπο μουσικό πλανήτη.

Όσοι λοιπόν συνεχίζουν να ψάχνουν την ντελικάτη αλλά ασφαλή γέφυρα από την πνευματική νωχελική τρυφερότητα του David Sylvian μέχρι τη ρυθμική αλλά ακαταμάχητη προσιτή γοητεία των Pet Shop Boys, όσοι θέλουν περισσότερες πικρές, εύθραυστες στιγμές των Prefab Sprout, και όσοι επιθύμησαν ένα νυχτερινό road trip με τη λεπτομερή, κρυστάλλινη διορατικότητα των Blue Nile, θα επενδύσουν πρόθυμα στο “σπίτι που πωλείται”. Γιατί, το ντουέτο από το Liverpool είναι όλα αυτά μαζί και πολλά περισσότερα. Η αφηγηματική τους ικανότητα μαζί με την επιλεκτική και λεπτομερή μουσική περιγραφικότητα, έχουν ακόμα τη δύναμη να σε κάνουν να πιστέψεις πως μια καλοκαιρινή βροχή μπορεί να αλλάξει τα πάντα.

Η πολύχρονη πρόκληση της απουσίας, όπως συχνά συμβαίνει σε μια εποχή που οι άμεσες μακρινές επικοινωνίες του ψηφιακού κόσμου αναδεικνύουν και ανασύρουν ευρήματα από την έρημο της λήθης, έχει θρέψει μια μικρή αλλά δίκαια εκδίκηση για την υπόληψή τους. Όπως είχε αρχίσει ήδη να διαφαίνεται στην επανέκδοση του “Song” το 2009, οι γραμμές του Malcom Dome που το συνόδευαν το χαρακτήριζαν ένα έργο τέχνης με τους προδρόμους αυτών που πολλοί άλλοι ακολούθησαν στον 21ο αιώνα, και σφράγισαν πολλές μικρές προσωπικές νικηφόρες μάχες που έδωσε η μουσική τους με ακούραστους κυνηγούς διαμαντιών από πολλά διαφορετικά μουσικά ιδιώματα.

Αντέχοντας στο χρόνο, ακόμα και απέναντι στην απειλή του θανάτου, οι δυο δημιουργοί δεν αποκλείουν σήμερα πια, να υπάρξει και συνέχεια μετά το αίσιο τέλος της περιπέτειας του “House For Sale”.

1000
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…