EVERYTHING BUT THE GIRL

TRIBUTE

For your bedroom needs, we sell everything but the girl.

Ο Benjamin Brian Thomas Watt, πέρα από το προνόμιο να μεγαλώνει δίπλα στον Τάμεση, είχε την τύχη να έχει δίπλα του ένα πατέρα που ήταν επικεφαλής μιας jazz μπάντας και μια μητέρα που δούλεψε σαν δημοσιογράφος στις κοσμικές σελίδες των “Daily Mail” και “She”. Ίσως λοιπόν το πέμπτο και μικρότερο παιδί της οικογένειας ενσωμάτωσε ακούσια αργότερα στη μουσική του καριέρα αυτή την αμφίσημη γονική συνοδεία του εύπεπτου και του εξεζητημένου.

Με το μικρόβιο της μουσικής δεδομένο, ο νεαρός Ben Watt ηχογραφεί μόλις στα δεκαεννιά του το πρώτο του single “Cant” για την Cherry Red. Το 1982 ακολουθεί το πρώτο του EP, με τον τίτλο “Summer Into Winter” και τη συμμετοχή του εμβληματικού Robert Wyatt, ενώ το 1983, το ντεμπούτο άλμπουμ “North Marine Drive” φτάνει στη 10η θέση των ανεξάρτητων charts. Εκείνο τον καιρό ο Ben βρέθηκε φοιτητής στο πανεπιστήμιο του Hull. Στο ίδιο πανεπιστήμιο βρέθηκε άλλη μια νεαρή καλλιτέχνης της Cherry Red, η Tracey Ann Thorn. Γεννημένη την ίδια χρονιά με τον Ben, είχε κυκλοφορήσει το σόλο άλμπουμ της “A Distant Shore”, και υπήρξε και ηγετική φιγούρα του γυναικείου γκρουπ Marine Girls. Το πρώτο κιόλας βράδυ της παρουσίας τους εκεί, ο Ben έβγαλε μια ανακοίνωση από το φοιτητικό μπαρ, ρωτώντας αν η “Tracey Thorns των Marine Girls” μπορούσε να έρθει στη ρεσεψιόν.

Η Thorn δεν είχε εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα από τον folk δίσκο του Ben, ούτε ήταν πεπεισμένη από την πρώτη συνάντηση πως είχε βρει την αδελφή ψυχή, μουσικά και συναισθηματικά. Τα κοινά τους ενδιαφέροντα σε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα λειτούργησαν σαν καταλύτης στην επικοινωνία τους.

Η δημιουργία του μουσικού ντουέτου, που σφραγίστηκε από το όνομα “Everything But The Girl” από το σλόγκαν της επιγραφής του καταστήματος επίπλων Turner στην οδό Beverley του Hull, συνοδεύτηκε αργά και ήσυχα και από μια σχέση ζωής για τους δυο μουσικούς. Η συμμετοχή τους στο άλμπουμ “Café Bleu” των Style Council του σπουδαίου Paul Weller, και η ερμηνεία της Tracey στο υπέροχο “The Paris Match”, άφησε τους κατάλληλους υπαινιγμούς για τον αρχικό τους δρόμο που αποκρυσταλλώθηκε στο άλμπουμ “Eden” του 1984.

Ανοίγοντας την πόρτα στον ακροατή με μια εμφανή ρετρό αίσθηση, διαμορφώνεται γρήγορα η ηχητική και αισθητική πραγματικότητα που τότε χαρακτηρίστηκε σαν “sophisti-pop”, ένας εμπλουτισμός της pop με jazz και soul, και έναν πιο ρεαλιστικό οργανικό ήχο χωρίς τα τείχη των πλήκτρων. Μια συλλογή μικρών ανθρώπινων ιστοριών σχέσεων που πήγαν στραβά, με μια ήρεμη μουσική αξιοπρέπεια που η bossa nova jazz και η pop folk την μεταφέρουν εύκολα σε υποθετικές ασπρόμαυρες ταινίες περασμένων δεκαετιών. Καταλυτικός παράγοντας διαφοροποίησης από τους υπόλοιπους συνοδοιπόρους εκείνης της εποχής στο δεδομένο ρεύμα, η αριστοκρατικά ανθρώπινη ερμηνεία της Tracey. Η πρωτόγνωρη αίσθηση της ερμηνευτικής της ευστοχίας έχει να κάνει με την ισορροπημένη αυτάρκεια της χροιάς της όταν απελευθερώνει και τις σκληρότερες γραμμές των στίχων. Μια σιωπηλή έμφαση στη γυναικεία φύση τρέχει απαλά πίσω από τις λεπτομέρειες των ιστοριών και η πιθανή οργή ή πίεση γίνονται ήχος αξιοθαύμαστης αξιοπρέπειας από τη φωνή της. Περίπου 33 λεπτά που απλώνονται από το καπνισμένο σκοτάδι ενός μπαρ μέχρι αμφίβολα φωτεινές latin εντυπώσεις, περικλείουν τελικά μια συμπυκνωμένη ωριμότητα που σχεδόν τρομάζει για ντεμπούτο, και παράλληλα υποστηρίζεται από κάποιους σπουδαίους μουσικούς, όπως ο σαξοφωνίστας Peter King και ο ντράμερ Charles Hayward. Μάλλον απροσδόκητα, το single “Each and Every One” σκαρφάλωσε στο No 28 του UK Top 40. Οι οργισμένοι στίχοι της Thorn για την αντιμετώπιση που είχαν οι γυναίκες μουσικοί από τους άντρες κριτικούς στο τραγούδι αυτό, παρεξηγήθηκε μέσα στο συνολικό κλίμα σαν μια όμορφη θλίψη ενός κοριτσιού που περιμένει γράμμα από το αγόρι της. Η πρώην συμπαίκτριά της στις Marine Girls, Jane Fox, φιλοτέχνησε το όμορφο εξώφυλλο.

Η περίοδος που ακολούθησε έχει περιγραφεί χαρακτηριστικά από την Thorn σαν η εποχή που ο Ben αγόραζε κιθάρες και μοιραία θέλησε να γράψουν ένα άλμπουμ βασισμένο περισσότερο στον ήχο τους, αφήνοντας τις jazz επιδράσεις να υποχωρήσουν και να καταφύγουν σε έναν πιο κλασικό indie ήχο με pop/folk συνθέσεις. Πολλοί έσπευσαν να συγκρίνουν το αποτέλεσμα με τον ήχο των The Smiths, Lloyd Cole and the Commotions, αλλά ήταν ίσως νωρίς για τους περισσότερους να προβλέψουν τη στιλιστική διαφοροποίηση και ευελιξία που έκρυβαν διαρκώς στις βλέψεις τους.

Το “Love Not Money” κυκλοφορεί την άνοιξη του 1985, και όπως προδίδει και η υπέροχη φωτογραφία του Humphrey Spender στο εξώφυλλο, το περισκόπιο έχει γυρίσει σε θέματα όπως η κοινωνική διαστρωμάτωση και ανισότητα, ο σεξισμός, οι θρησκευτικές συγκρούσεις και η τρομοκρατία στη Βόρεια Ιρλανδία. Η Thorn συνεχίζει να προβάλει, μαζί με τα ίσα δικαιώματα, τις φεμινιστικές της θέσεις. Έχουν ήδη αρνηθεί την εμφάνισή τους στο “London Soul”, την εκπομπή του διάσημου παρουσιαστή Tony Blackburn στο BBC, επειδή τον θεωρούσαν σεξιστή, και το τραγούδι “Ugly Little Dreams” του δίσκου είναι αφιερωμένο στην αμερικανίδα ηθοποιό Frances Farmer με την πολυτάραχη ζωή και τα προβλήματα ψυχικής υγείας. Λόγω του συγκεκριμένου στιχουργικού περιεχομένου του δίσκου, τους ζητήθηκε συχνά να υποστηρίξουν διάφορες δράσεις, βάζοντάς τους στην αμήχανη θέση να προσπαθούν να αποφασίσουν σε ποιες φιλανθρωπικές εκδηλώσεις θα εμφανιστούν.

Παράλληλα με το νέο ηχητικό τους ύφος, η συνθετική τους δεινότητα ακουμπά ξανά τα όρια του κλασικού, όσο και αν ο Watt αισθάνεται σήμερα κάπως αμήχανα για το κέλτικο “Sean” και η Thorn δηλώνει χωρίς να κρυφτεί πως κάπου τα κατάφεραν καλά με τα νέα τους κοινωνικά θέματα, κάπου αλλού όχι τόσο. Κατά έναν περίεργο τρόπο, διατηρήθηκε ξανά αυτή η αμφίσημη αίσθηση να τραγουδούν απέναντι στον άνισο κόσμο της Θάτσερ και του Ρέιγκαν με την γνώριμη, ψύχραιμη ευαισθησία τους. Όσο οι αναγκαιότητες στον κόσμο αυτό παρέμεναν ακριβώς οι ίδιες κάτω από τον αφρικανικό ήλιο ή τη βροχή του Δουβλίνου, η αριστοκρατική θλίψη της Thorn θα είχε λόγο ύπαρξης.

Στο έμψυχο δυναμικό του δίσκου οι περίφημοι Pete King, Nigel Nash και Dick Pearce που έδρασαν και στο “Eden”, επιστρέφουν, ενώ συνδράμει και ο σπουδαίος κιθαρίστας Neil Scott.

Με τους αισθητήρες πάντα ανήσυχους και σε εγρήγορση για την επόμενη μεταμόρφωση, γοητεύονται αισθητά από τον δρόμο που ακολούθησε ο Elvis Costello, την μεγαλοπρεπή ορχηστρική pop του Burt Bacharach, και την προσιτή προσέγγιση του Jimmy Web. Παλιές αξίες μιας εξεζητημένης μουσικής κομψότητας αγκαλιάζουν εκείνη την περίοδο εκτάσεις του μεγάλου pop στρατοπέδου, συνηγορώντας ακόμα περισσότερο στο νέο τους κοστούμι.

Το ντουέτο καταφεύγει στα ιστορικά Abbey Road Studios, και τα τραγούδια τους προσαρμόζονται για ορχήστρα από τον Nick Ingman. Αυτή τη φορά επιλέγουν τον παραγωγό Mike Hedges. Γύρω από τον βασικό πυρήνα της μπάντας, με τον Micky Harris στο μπάσο, τον Robert Peters στα τύμπανα και την Cara Tracy στο πιάνο, τυλίγονται έγχορδα, πνευστά και χορωδίες. Τα θέματα που τους ακολουθούν μοιάζουν να μεταφέρονται σε ένα άλλο φόντο, είναι όμως όλα εκεί, οι προβληματικές σχέσεις, οι απιστίες, η πολιτική των φύλων, η κενότητα στο δέλεαρ της ζωής του σταρ, ένα ολόκληρο μουσικό savoir vivre, ένα ανθολόγιο αναβίωσης μιας άλλης εποχής. Η φωνητική παράσταση της Tracey είναι απαράμιλλη, η φωνή της κυριολεκτικά μεταφέρει όλους αυτούς τους μοναδικούς πολυτελείς ύμνους και τις μικρές δραματικές καθημερινές ιστορίες και σχηματοποιεί οριστικά τη συνολική απόπειρα του άλμπουμ σε ένα αποτέλεσμα δελεαστικό και συναισθηματικό. Και τα δέκα μοναδικά τραγούδια του φαντάζουν και σήμερα σαν πολύτιμοι λίθοι εκείνης της δεκαετίας, που αντανακλούν έναν πετυχημένο συνδυασμό της κλασικής country τραγουδοποιίας με την 60’s pop, με το “Sugar Finney” να είναι αφιερωμένο στη Marilyn Monroe. Πολλοί μίλησαν για τη νέα Dusty Springfield, άλλοι αποφάνθηκαν Cilla Black της εποχής της, κάποιοι θαρραλέοι κατέληξαν στην Patsy Cline, ήταν όμως απλά η Tracey Thorn σε μια ακόμα θριαμβευτική πρόκληση. Στο επιτηδευμένα ρετρό εξώφυλλο, μια φωτογραφία του Richard Haughton, ο Ben και η Tracey φαίνονται χαρούμενοι και ικανοποιημένοι. Μια ιαπωνική εταιρεία ρούχων που ειδικευόταν στην λεγόμενη “Lolita fashion” πήρε το όνομά της από τον τίτλο του άλμπουμ.

Ήταν ζήτημα χρόνου για τον ανήσυχο Ben Watt να επιχειρήσει να ακουμπήσει τον ήχο που οραματιζόταν, χωρίς την παρέμβαση άλλων. Το πείραμα της ορχήστρας τελειώνει, όσο και αν το “Baby…” έχει κερδίσει τον χρόνο και δεν είναι λίγοι αυτοί που νοσταλγούν το εγχείρημα και θα ήθελαν να έχει συνέχεια. Με τη βοήθεια του έμπειρου μηχανικού ήχου Jerry Boys, ο Watt αναλαμβάνει την παραγωγή, με τα synths να υποκαθιστούν σημαντικά ένα μέρος της κανονικής μπάντας, χωρίς όμως το αποτέλεσμα να είναι φτηνό σαν άκουσμα.

Τα Yamaha RX5 ντραμς καθώς και τα synths του Damon Butcher σχεδόν χαρακτηρίζουν το άλμπουμ. Έκδηλη είναι και η απουσία ντράμερ. Επίσης διακριτική είναι και η παρουσία των πνευστών που βρίσκονται εκεί για να υπογραμμίσουν την διάχυτη μελαγχολία ενός άλμπουμ γαλήνια επώδυνου και ενδοσκοπικού. To “Idlewild” κυκλοφορεί τον Φεβρουάριο του 1988, και η απόδοση του τραγουδιού του Danny Whitten, “I Don’t Want to Talk About It”, που ανοίγει το δίσκο, χρωματίζει κατάλληλα αυτό που ακολουθεί. Απροσδόκητα, το τραγούδι έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία τους ως τότε στη χώρα, δεν συμπεριλήφθηκε όμως στην αμερικάνικη έκδοση. Η μουσική είναι συνολικά πιο ήπια, με μια προσεκτική, ήσυχη θλίψη που διατρέχει αυτοβιογραφικές, αφηγηματικές εξομολογήσεις. Ο Peter King προσθέτει ένα μαγικό σόλο με το σαξόφωνο στο μοιραίο “I Always Was Your Girl”, ο James McMillan προσθέτει υπέροχα ίχνη της τρομπέτας του στο βελούδινο “Shadow on a Harvest Moon”, και ο Watt ερμηνεύει καταπληκτικά το υποβλητικό “The Night I Heard Caruso Sing”, με τη Thorn να τον πλαισιώνει διακριτικά, σε ένα άλμπουμ που φιλοξενεί αρκετές φωνητικές συνεργασίες τους. Και αν το “Idlewild” προσφέρει μια προσιτή αίσθηση, τουλάχιστον σαν πρώτη ακουστική εντύπωση, η απάντηση του Watt είναι τουλάχιστον αφοπλιστική: “δεν υπήρχε τρόπος για μας να επιστρέψουμε σε underground ήχους, καθώς ο χώρος είχε ήδη κυριαρχηθεί από τη νεότερη γενιά, και η μοναδική επιλογή που είχαμε τότε ήταν να στραφούμε στο mainstream”.

Το ντουέτο έχει αρχίσει να αποκτά μια έντονη αίσθηση πως με κάποιο τρόπο έχει χάσει τη θέση του στη μουσική σκηνή του “Νησιού”. Έτσι, αναζητώντας το επόμενο βήμα, απαντά θετικά στο ενδιαφέρον του πολυβραβευμένου αμερικανού παραγωγού Tommy LiPuma που ενδιαφέρθηκε να δουλέψει μαζί τους. Ο Watt του προτείνει να ακούσει κάποια demo τους και αυτός τους προσκαλεί τελικά στη Νέα Υόρκη και μετά στο Λος Άντζελες όπου θα ηχογραφηθεί τελικά το επόμενο άλμπουμ.

Το άλμπουμ με τον τίτλο “The Language Of Life” κυκλοφορεί τον Φεβρουάριο του 1990. Αν αναλογιστεί κανείς πως ο LiPuma είχε δουλέψει με καλλιτέχνες όπως ο George Benson, ο Miles Davies, ο Randy Newman και πολλοί άλλοι, δεν είναι καθόλου παράξενη η περιγραφή της Thorn για το άλμπουμ, που το χαρακτήρισε ένα “άψογα παιγμένο και ηχογραφημένο άλμπουμ σύγχρονης αμερικανικής soul-pop”. Άλλωστε η παρουσία του LiPuma στο τιμόνι του εγχειρήματος εγγυήθηκε τις παρουσίες γιγάντων της jazz, όπως ο σαξοφωνίστας Stan Getz, ο πιανίστας Joe Sample, ο ντράμερ Omar Hakim και αρκετοί άλλοι.

Το αποτέλεσμα, που δίχασε κριτικούς και κοινό, ίσως ακόμα μπέρδεψε και το ίδιο το ντουέτο, που επιχείρησε να προσφέρει έναν ελαφρύ, προσιτό, εκλεπτυσμένο ημι-τζαζ δίσκο, που φυσικά μετέφερε πάντα τα δικά τους pop γονίδια, αλλά πιθανά χωρίς να ξέρουν με απόλυτη ακρίβεια για ποιο λόγο γινόταν η απόπειρα αυτή. Πέρα από τις προσωπικές εκτιμήσεις και προτιμήσεις του καθένα, ο δίσκος περιείχε κάποιες σπουδαίες εθιστικές συνθέσεις, σαν το εναρκτήριο “Driving”, το ομότιτλο, και το “Imagining America”. Σπρώχνοντας τους εαυτούς τους σε μια σχεδόν ακούσια ενηλικίωση μέσα στην αναζήτηση του επόμενου βήματος, μέσα στην προσιτή τους φινέτσα θυσίασαν αρκετούς από τους υπαινιγμούς, τις συστροφές και τις πικρές ειρωνείες που μας είχε συνηθίσει η Thorn.

Σαν να επήλθε ο κορεσμός και η ικανοποίηση από την πραγμάτωση ενός μεγαλόπνοου σχεδίου, ο Watt επιδιώκει επίμονα να επιστρέψουν σε πιο λιτές και οργανικές φόρμες. Η διαδικασία της ηχογράφησης του επόμενου βήματος, με τον τίτλο “Worldwide”, που θα κυκλοφορήσει τελικά τον Σεπτέμβριο του 1991, λαμβάνει χώρα στο Λονδίνο. Διανύοντας μια περίοδο με έντονη δράση επί σκηνής και απανωτές περιοδείες, έγραψαν οικεία και άμεσα τραγούδια, περιγράφοντας που τους οδήγησε η καριέρα και η σχέση τους.

Το “Worldwide” φλερτάρει αισθητά με μια ακουστική προσέγγιση, είναι περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα εκείνο το άλμπουμ που δεν έχει προφανή δολώματα, δεν πρόκειται να σε φυλακίσει με την πρώτη ακρόαση, μέσα του όμως συνεχίζει να παραμονεύει εκείνη η αλάνθαστη φλέβα ειλικρινούς ευαισθησίας και η πολυτέλεια μεγάλων ερμηνειών. Στους εξοικειωμένους και μακροχρόνιους ακροατές τους θα αποτελεί πάντα το ιδανικό ηχητικό χαλί για την επιστροφή σε κάτι οικείο και φιλόξενο, ότι και αν σημαίνει αυτό για τον καθένα, πατρίδα, πόλη, σπίτι ή ένα προσωπικό πνευματικό καταφύγιο.

Δεν αποτελεί λοιπόν πια και μεγάλη έκπληξη η κυκλοφορία του άλμπουμ “Acoustic”, τον Ιούνιο του 1992, που ουσιαστικά αποτελεί μια εκτεταμένη εκδοχή του πολύ πετυχημένου τους EP με διασκευές. Δίπλα λοιπόν σε τραγούδια από καλλιτέχνες όπως οι Bruce Springsteen, Cyndi Lauper, Tom Waits, Elvis Costello, Mickey Baker και Sylvia Robinson, επαναπροσδιόρισαν κάποια από τα πιο δυνατά και ευαίσθητα χαρτιά τους, σε ένα αποτέλεσμα εντυπωσιακό αισθητικά αλλά και πολύ ενδιαφέρον. Και είναι πραγματικά πολύ περίεργο πως τη στιγμή που φαινομενικά το ντουέτο απολαμβάνει μια περίεργη γαλήνη που αντανακλάται στον ήχο τους, αναλαμβάνει η ζωή να τα τινάξει όλα στον αέρα.

Το καλοκαίρι του 1992 ξαφνικά αναγκάζονται να ματαιώσουν κάθε σχέδιο ηχογραφήσεων και περιοδειών. Ο Ben, σε ηλικία 29 ετών προσβάλλεται από μια σπάνια αυτοάνοση ασθένεια, το σύνδρομο Churg-Strauss. Αν παραμείνει ανεξέλεγκτη μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση του ανοσοποιητικού συστήματος, καθώς επιτίθεται στον ιστό του σώματος και προκαλεί ανεπάρκεια οργάνων. Τη στιγμή που οι γιατροί διέγνωσαν τι του συνέβαινε, η ασθένεια είχε ήδη καταστρέψει το 85% του λεπτού του εντέρου. Περνάει στο νοσοκομείο σχεδόν τρεις μήνες, σχεδόν αγγίζοντας τον θάνατο αρκετές φορές, βρίσκεται για τρεις εβδομάδες στην εντατική και υποβάλλεται σε πέντε σωστικές επεμβάσεις. Βγαίνει τελικά ζωντανός από αυτή τη μεγάλη περιπέτεια, πολύ αλλαγμένος τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Από τότε σε καθημερινή βάση κληρονομεί μια αναγκαία φαρμακευτική περίθαλψη που αναχαιτίζει πιθανές εξάρσεις και μια προσαρμοσμένη διατροφή. Ο Watt κατέγραψε λεπτομερώς την εμπειρία του στο βιβλίο “Patient” που εκδόθηκε το 1997.

Το ντουέτο επιστρέφει λαβωμένο στη δράση με το άλμπουμ “Amplified Heart”, που κυκλοφορεί τον Ιούνιο του 1994. Παραδόξως, παρά την κυρίαρχη ακουστική folk pop φύση του, σε αρκετά τραγούδια του δίσκου κάνει την παραγωγή ο γκουρού της ηλεκτρονικής μουσικής John Coxon. Ο δίσκος αντανακλά μια ήσυχη απόγνωση και μια συγκεκριμένη εσωτερική αναταραχή, ανάλογη με τη μετριοπαθή φύση των δημιουργών του που ποτέ δεν υπήρξαν εκφραστές μεγαλοστομιών. Αυτή η οικεία, προσωπική, περιορισμένη αύρα του απελευθερώνεται ηχητικά με μια λιτότητα που μπορεί να αναπαράγεται με τη συνοδεία μόνο της κιθάρας ή του πιάνου. Απόλυτος εκφραστής του το υπέροχο “Two Star”, με την ορολογία της βενζίνης χαμηλών οκτανίων στον τίτλο να περιγράφει πικρά την απογοήτευση για τις επιλογές ενός συντρόφου. Το ζεστό φινάλε του δίσκου αφήνει μια ανακουφιστική αίσθηση της πολυπόθητης ηρεμίας μετά από μια μεγάλη καταστροφή. Η μεγαλύτερη βέβαια ειρωνεία απέναντι στη φύση του δίσκου και την αξία του είναι πως χαρακτηρίστηκε από την απρόσμενη επιτυχία του remix από τον dance παραγωγό Todd Terry στο πασίγνωστο πια “Missing”. Αμέσως πριν, η WEA πεπεισμένη πως αποτελούν πια τελειωμένη υπόθεση, τους εγκαταλείπει μετά από δέκα χρόνια συνεργασίας.

Οι περίεργες συμπτώσεις που μπορούν να ανατρέψουν τα πάντα συνεχίζονται, καθώς ο Watt με τη Thorn, παράλληλα με το “Amplified Heart”, γράφουν μουσική και στίχους για δυο τραγούδια, τα “Protection” και “Better Things”, για το δεύτερο άλμπουμ των Massive Attack, “Protection”. Το ομότιτλο single φτάνει στο No 14 του UK Top 40, ενώ το άλμπουμ στην τέταρτη θέση των αντίστοιχων charts. Ο συνδυασμός των συγκυριών με την ανάγκη του Watt να διαφοροποιηθεί και να ακολουθήσει νέα κλειδιά έκφρασης μετά την περιπέτεια της υγείας του, η αναθεώρηση και η ανάγκη να βυθιστεί στο σήμερα, και η συνειδητή επιλογή της συνεργασίας με τον Coxon, ανοίγουν ουσιαστικά και το τελευταίο κεφάλαιο στην καριέρα τους. Οι δυνατότητες της μίξης, της σύνδεσης ηχογραφημένων αποσπασμάτων, και οι επιλογές της ηλεκτρονικής μουσικής ήταν μια αποκάλυψη στα 30 του χρόνια, την στιγμή ακριβώς που ένιωθε έτοιμος για μια σημαντική υπέρβαση.

Τον Μάιο του 1996 κυκλοφορεί το “Walking Wounded”. Η συνθετική διαδικασία έχει εμφανώς αλλάξει, καθώς ο Watt δημιουργεί ολοκληρωμένα τραγούδια και η Thorn γράφει στίχους πάνω σε αυτά. Το ντουέτο δαμάζει τα κύματα επιδράσεων από το trip hop, την drum and bass, την μοντέρνα ηλεκτρονική μουσική στον υποδειγματικό προγραμματισμό των John Coxon και Ashley Wales, και η ισχυρή παράδοση της pop φλέβας τους αναδύεται ανανεωμένη σε υπέροχες συνθέσεις. Η ζεστασιά της μοναδικής φωνής της Thorn πάνω στον ψυχρό ιστό των αστικών κτύπων του ήχου αυτού, η τρυφερή αμεσότητα της μελωδίας με τον σκληρό σκελετό μιας μοντέρνας προσέγγισης και μια ακολουθία από πραγματικά σπουδαίες συνθέσεις, έφεραν έναν πραγματικό θρίαμβο.

Η ζωή του ζευγαριού αλλάζει πια σημαντικά τα δεδομένα όταν το 1998 γεννιούνται οι δίδυμες κόρες τους και η Thorn συνδυάζει τη μητρότητα με την προσπάθεια να ανταπεξέλθει στην ηχογράφηση του επόμενου άλμπουμ. Συνήθως ηχογραφεί τα φωνητικά αργά τη νύχτα όταν τα μωρά έχουν κοιμηθεί, ενώ με τον Watt να έχει σχεδόν μονοπωλήσει τη σύνθεση των τραγουδιών, η ίδια έγραψε στην αυτοβιογραφία της πως για πρώτη φορά ένιωσε σαν καλεσμένη τραγουδίστρια στον δίσκο κάποιου άλλου. Το “Temperamental” που τελικά κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1999, βρίσκει τον Watt να βυθίζεται κι άλλο στις dance και electronica επιδράσεις, που όμως μοιράζονται με τον γνωστό λυρισμό τους. Η μοναχική πλευρά της νυχτερινής ζωής, ο αστικός μαρασμός, οι μικρές θλιβερές ανθρώπινες ιστορίες πίσω από τους τοίχους δίνουν ένα έντονο πολύπλευρο άλμπουμ εναλλασσόμενων διαθέσεων. Μαζί με τους χορευτικούς ρυθμούς, ντελικάτες jazzy πινελιές και αστικά κινηματογραφικό ambience υποκλίνονται σε κάποιες από τις κορυφαίες ερμηνείες της Thorn που όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά μοιάζουν να μορφοποιούν ρομαντικά ακόμα και το house. Το κύκνειο άσμα των Everything But The Girl μπορεί να περικλείει την χορευτική ματαιότητα του “Lullaby Of Clubland” δίπλα στη μοναδική εξομολόγηση του “No Difference”, ενός από τα κορυφαία τραγούδια της καριέρας τους.

Η ερμηνεία του τέλους της διαδρομής ήρθε με αφοπλιστικό και ανθρώπινο τρόπο από την Thorn, με τον ίδιο κώδικα έκφρασης που ακολούθησαν πάντα: “ ένα από τα πράγματα που συνέβαλαν στο τέλος ήταν η πίεση του να είμαστε ζευγάρι και μπάντα μαζί, έχουμε μείνει εδώ και πολύ καιρό και δεν χρειάζεται απαραίτητα να αυξήσουμε τα πράγματα που κάνουν τη ζωή μας αγχωτική”.

Μέσα στα επόμενα χρόνια ο Watt δραστηριοποιήθηκε έντονα στην deep house και techno, κάνοντας DJing, όπως ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά “πριν τοποθετούν οι DJ σε βωμούς μεγάλων club σαν αυτοκράτορες”, ίδρυσε τη δική του εταιρεία, άνοιξε το δικό του club, είχε μια έντονη δράση με διαφορετικές πολιτιστικές δραστηριότητες και εκθέσεις τέχνης και έκανε τα δικά του remix για διάφορους γνωστούς καλλιτέχνες. Κάποια στιγμή έκλεισε τη διαδρομή στον συγκεκριμένο χώρο και από το 2014 έχει επιστρέψει σε πιο παραδοσιακές μουσικές φόρμουλες, κυκλοφορώντας τρεις σπουδαίους προσωπικούς δίσκους, ενώ είχε και συγγραφική δράση. Η Thorn από το 2007, άρχισε να δραστηριοποιείται και έχει κυκλοφορήσει τρεις προσωπικούς δίσκους και δυο βιβλία.

Η τελευταία φορά που το ζευγάρι εμφανίστηκε κάπου με το όνομα Everything But The Girl ήταν το 2017 όταν δέχτηκαν μια πρόσκληση από το Hull να κάνουν μια ομιλία στα πλαίσια των εορτασμών πολιτισμού της πόλης, εκεί που συναντήθηκαν για πρώτη φορά και ξεκίνησαν όλα. Το επόμενο πρωί έκαναν μια μεγάλη βόλτα στην πόλη, εντυπωσιασμένοι με το πόσα λίγα είχαν αλλάξει και νιώθοντας συνδεμένοι με το παρελθόν με πολύ διαφορετικούς τρόπους.

Το κατάστημα επίπλων Turners, που τους χάρισε το όνομα, είχε πάψει να υπάρχει από χρόνια, και ο κύκλος αυτού του ξεχωριστού ντουέτου έχει πια κλείσει οριστικά.

816
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…