FISH: “Weltschmerz”

ALBUM

Είδος: Progressive rock
Εταιρεία: Chocolate Frog Records

Διάφοροι παράπλευροι χαρακτήρες έχουν περιπλανηθεί και φιλοξενηθεί στην πολύχρωμη παγκόσμια κοινότητα της μουσικής βιομηχανίας, κάποιοι τυχοδιωκτικά, άλλοι εντελώς παρασιτικά, άλλοι μεταμφιεσμένοι σε κάτι άλλο για λόγους επιβίωσης. Μέσα σε αυτό το πλούσιο καλάθι προσώπων και ιδιοτήτων ελίχθηκε για σχεδόν 40 χρόνια πια, ο άνθρωπος με το χάρισμα του λόγου, ο ποιητής και συγγραφέας που ενδύθηκε το μανδύα μιας ξεχωριστής rock περσόνας, πετυχαίνοντας τελικά περισσότερα από πολλούς πραγματικούς μουσικούς. Η δική του περιγραφική ομολογία πως είναι μάλλον περισσότερο “ένας συγγραφέας που μπορεί να τραγουδήσει, παρά ένας τραγουδιστής που μπορεί να γράψει”, αποδίδει αυτή την ακριβή δικαιοσύνη του περιβόητου Derek “Fish” Dick, που τον χαρακτήριζε πάντα.

Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1989, οι Marillion κυκλοφορούν το άλμπουμ “Seasons End”, το πρώτο με τον Steve Hogarth, διάδοχο του Fish, στο μικρόφωνο. Είναι το τέλος μιας εποχής και ταυτόχρονα η έναρξη μιας νέας. Ακριβώς 31 χρόνια μετά, την ίδια ημερομηνία, ο Fish μας παραδίδει, αισθητά περήφανος, το κύκνειο άσμα του. Μια απόφαση βαριά και δύσκολη, ένα άλμπουμ μέσα από δυσοίωνες καταστάσεις, που τράβηξε μια διαδρομή σχεδόν πέντε ετών. Χτυπημένος από την απώλεια του πατέρα του, που εμφανώς παρά την προχωρημένη του ηλικία, τον σημάδεψε όσο τίποτα άλλο, την άνοια της μητέρας του, τα προβλήματα υγείας και την σήψη που απείλησε ακόμα και τη ζωή του, και τελικά το εφιαλτικό για τον ίδιο “writer’s block”, θα ήταν δικαιολογημένος να κάνει ακόμα και δεισιδαιμονικές σκέψεις πως μια σκοτεινή δύναμη επιχειρεί να αποτρέψει το τελευταίο του βήμα.

Είναι συνηθισμένος όμως να βάζει δύσκολα στον εαυτό του. Όταν η μηχανή άρχισε ξανά να γυρίζει με την πολύτιμη συνδρομή του βασικού του συνεργάτη Steve Vantsis, (ο οποίος ελπίζω να έχει μέλλον και συνέχεια με το εξαιρετικό του σχήμα, τους Tilt, έχοντας πια περισσότερο χρόνο για αυτό), και προέκυψαν οι πρώτοι καρποί, ο στόχος μετατράπηκε σε ένα απαιτητικό διπλό άλμπουμ. Οι ανήσυχοι και λεπτομερείς αισθητήρες του Fish έχουν πια επιβεβαιωθεί αμέτρητες φορές, και η διαπεραστική του παρατηρητικότητα απέναντι στη σύγχρονη καθημερινότητα στόχευσε στη γερμανική αυτή λέξη που τελικά βάφτισε το άλμπουμ, μια λέξη για τον “παγκόσμιο πόνο”. Ο ίδιος όμως γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τον τρόπο να γίνεται προσωπικά οικουμενικός, σκιαγραφώντας την πραγματικότητα μέσα από ιστορίες καθημερινών χαρακτήρων και όχι με ανώνυμη, γενικευμένη ρητορική. Η πρόγευση στο EP “A Parley With Angels” του 2018 ήταν συναρπαστική και ο προγραμματισμός ανέφερε την οριστική κυκλοφορία του άλμπουμ μέσα στο 2019. Όλα αυτά συνέβησαν βέβαια προ του Covid-19, που ήρθε να ανατρέψει για ακόμα μια φορά τον προγραμματισμό, και η ζωή να παίξει τα παράξενα παιχνίδια με τις ημερομηνίες για να προσφέρει η 25η Σεπτεμβρίου τη δική της σημειολογική συγκίνηση.

Αν ο Fish μπήκε στις αρχές των 80’s στον κόσμο της μουσικής σαν ένας κατάσκοπος με το χάρισμα του λόγου, δεν θα ήταν παράλογο να ισχυριστεί κανείς πως φεύγει σαν ένας τακτικός και μεθοδικός κηπουρός, με την κηπουρική να καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του καθημερινά και να αποτελεί ουσιαστικά μια θεραπευτική διαδικασία απέναντι στις μεγάλες απώλειες και δοκιμασίες. Στη μουσική του είναι επόμενο να ανθίζει αυτή η επιρροή, όταν για παράδειγμα το 17λεπτο έπος για μια πρόσφυγα από τη Συρία ονομάζεται “τριαντάφυλλο της Δαμασκού”, ή μια από τις πιο σκληρές και άδικες μορφές αφοσίωσης και αγάπης, ουσιαστικά χωρίς αντίκρισμα σε ένα ζευγάρι όπου ο άντρας υποφέρει από πρόωρη άνοια, που αναπλάθεται ηχητικά συγκλονιστικά, τιτλοφορείται “κήπος της μνήμης”.

Αναμφισβήτητα είναι μια συλλογή από σκοτεινά θέματα, όπως άλλωστε επιτάσσει ο “παγκόσμιος πόνος”. Το “Waverley Steps” ερευνά την αυτοκτονία, η ιστορία μιας συνηθισμένης ανθρώπινης προσωπικής καταστροφής που αφήνει έναν μοναχικό και εξαθλιωμένο άνθρωπο σε ένα χειμωνιάτικο τρυφερό στιγμιότυπο, και το “C Song” έχει γραφτεί από τη θέση ενός ανθρώπου που έχει διαγνωστεί με καρκίνο. Το “Little Man What Now” , είναι εμπνευσμένο από την ομότιτλη νουβέλα του Γερμανού συγγραφέα Hans Fallada, που περιγράφει την προσπάθεια ενός νεαρού ζευγαριού να επιβιώσει στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ’30, με φανερή την αναγωγή του στη σημερινή εποχή. Το “Man With a Stick”, αποθεώνοντας τη γνώριμη ικανότητα του Fish με τις συνειρμικές του αλυσίδες, ακολουθεί το “μπαστούνι” σε διάφορες μορφές, όταν είναι ένα σύμβολο δύναμης στη διαδρομή της ζωής και καταλήγει εντελώς το αντίθετο στο τέλος του δρόμου. Η οπτική του όμως, σύμφωνα με τον ίδιο, προσπαθεί να είναι κάτι ανάλογο με αυτή της ταινίας “American Beauty”, απλώνοντας το σεντόνι μιας όμορφης μελαγχολίας.

Μουσικά, ο 62χρονος ερμηνευτής, αφήνοντας τη γνώριμη αφηγηματική του ελευθερία να καθορίσει τις στροφές και τις διάρκειες, πετυχαίνει σχεδόν πάντα να αποφύγει το εκβιαστικό δράμα, και πραγματικά η ηχητική περιγραφή όλων αυτών των θεμάτων βρίσκεται φανερά πιο κοντά σε μια όμορφη, ανθρώπινη, ισορροπημένη νοσταλγία. Πέρα από τον Vantsis που συνέγραψε με τον Fish, έπαιξε μπάσο, κιθάρα αλλά και keyboards, και ήταν ο μηχανικός ήχου, σημαντικές είναι οι συμμετοχές της τραγουδίστριας Doris Brendel (έχει συνεργαστεί με Alvin Lee, Gary Moore, Sam Brown και πολλούς άλλους), στα υπέροχα δεύτερα φωνητικά, του σαξοφωνίστα David Jackson (VDGG), και μελών της Scottish Chamber Orchestra που εμπλουτίζουν αρμονικά πολλά μέρη. Με βάση πιο πολύ ηχητικά τις prog rock συντεταγμένες του, αφήνει και ελεγχόμενες folk διεξόδους, έξυπνα στημένα αποσπάσματα ρυθμικής ελαφρότητας που μεταφέρουν αλλαγές διαθέσεων αλλά και το πυκνό δράμα του “Garden Of Remembrance”, που θα μείνει στο ημερολόγιο σαν η τελευταία βαθιά μαχαιριά του.

Η αυλαία πέφτει με το ομότιτλο τραγούδι, μια ξεκάθαρη προτροπή για αντίσταση, να αλλάξουν τα πράγματα σε αυτό τον κόσμο της αλόγιστης αρπαγής. Ο πολεμιστής με τη γκρίζα πια γενειάδα ήξερε πάντα πως τα μοναδικά του όπλα ήταν τα λόγια του. Ο στόχος ήταν να γράψει ένα δίσκο που θα κάνει τον ακροατή να αναρωτηθεί “τι θα γίνει στη συνέχεια”. Όπως ακριβώς το τέλος σε κάθε καλή ταινία…

Ο μουγγός που τραγούδησε το τραγούδι των σειρήνων μόλις έφυγε από το παιχνίδι.

Βαθιά υπόκλιση…

Facebook: https://www.facebook.com/derek.dick
Website: https://fishmusic.scot/home

1164
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…