(“May I be so bold as to perhaps suggest Othello?”)
Δεν χρειάζονται και πολλά να δημιουργήσεις μια νέα μουσική σκηνή, όταν υπάρχει ήδη ο σπόρος σε αρκετούς νεαρούς αντάρτες, πρόθυμους να αντιμετωπίσουν τις τελευταίες μεταλλάξεις του punk στην μουσικά οργιάζουσα τότε Γηραιά Αλβιώνα. Η φιλόξενη σκηνή του θρυλικού Marquee στο Soho του Λονδίνου, ένας δημοσιογράφος που είχε συμβάλλει τα μέγιστα στην προώθηση του progressive rock στη δεκαετία του ’70, σαν τον Keith Goodwin, που μεταμορφώθηκε σε κοινό μάνατζερ τόσων συγκροτημάτων, και οι βαμμένοι με τα χρώματα του συμφωνικού πολέμου σημαιοφόροι του νέου κύματος, έφταναν να φέρουν την ανάφλεξη αυτού που χαρακτηρίστηκε σαν “New Wave Of Progressive Rock”. Με τις ρίζες σε θρυλικά ονόματα της περασμένης δεκαετίας, όπως οι Genesis, Yes, Camel, αλλά και Van der Graaf Generator και Pink Floyd, και με έντονη μια θεατρική υπόσταση των μουσικών στην παρουσία τους, οι εκφραστές του υιοθετούν τη χρήση των σύγχρονων σύνθετων synthesizers αντί των αναλογικών keyboards. Παράλληλα, δίνουν ιδιαίτερη σημασία στη μορφή και τη μελωδία του τραγουδιού, και προτιμούν τη σύνθετη μεν αλλά ταυτόχρονα πειθαρχημένη δομή. Τα συναισθηματικά δραματικά θέματα της κιθάρας που συνεργάζονται με την ηγεμονική χρήση των synths, δημιουργούν συχνά μια πιο προσφιλή, ραδιοφωνική διάθεση, γεγονός που εξασφάλισε σε κάποια από τα γκρουπ μεγαλύτερη προβολή.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι στίχοι, με άφθονες αναφορές και επικλήσεις σε πηγές λογοτεχνίας περισσότερο ακαδημαϊκές από αυτές που πιθανά θα συγκινούσαν έναν ακραίο, αυτοκαταστροφικό rocker, ή οι υπαινιγμοί στον κλασικό κινηματογράφο. Προσφιλής τακτική πολλών είναι τα θεματικά άλμπουμ, μια δυνατή συνήθεια που έδειξε να επιβιώνει στις τάξεις του ως τις μέρες μας. Φυσικά, όπως αρμόζει σε μουσικούς που επικαλούνται την πρόοδο και την εξέλιξη, η εκτελεστική δεινότητα των μουσικών προς διάφορες κατευθύνσεις και τακτικές αλλά και η χρήση της τεχνολογίας για την βελτίωση και την διαφοροποίηση των παραγωγών θεωρούνται αυτονόητα χαρακτηριστικά, αν και πολύ συχνά οι περισσότεροι μάλλον παγιδεύτηκαν στα δεδομένα αυτής της πρώτης περιόδου. Είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν πως το neoprog (όρος τον οποίο πολλοί από αυτούς τους μουσικούς πραγματικά απεχθάνονται, αλλά παραμένει πια για χρηστικούς λόγους) έκλεισε οριστικά τον κύκλο του στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν ο Fish αποχώρησε από τους Marillion και ο Peter Nicholls από τους IQ. Αυτό βέβαια είναι μάλλον μια τυπικά νοσταλγική υπερβολή. Τα “φαντάσματα” όχι απλά έχουν παραμείνει και επιβιώσει, αλλά έχουν πολλαπλασιαστεί και μεταλλαχθεί τόσο, που είναι αδύνατο να τα αγνοήσεις.
Το πρώτο κύμα – Οι πρωταγωνιστές.
Marillion: Με οποιοδήποτε κριτήριο κι αν επιχειρήσει κανείς να αξιολογήσει τα ονόματα στην πλούσια λίστα του neoprog, το γκρουπ που προέρχεται από το λίκνο των Παραολυμπιακών Αθλημάτων, το Aylesbury, αποτελεί αναμφίβολα τη σημαία του ιδιώματος. Η αφετηρία τους τοποθετείται στο 1977 και ο θεμέλιος λίθος είναι ο ντράμερ Mick Pointer, που θα απομακρυνθεί αμέσως μετά την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ, με τον σημαντικό κιθαρίστα Steve Rothery να εμφανίζεται στη σύνθεση τον επόμενο χρόνο. Η ιστορία φρόντισε μόνη της να μοιράσει το ταξίδι τους σε δυο διαφορετικές περιόδους που έχουν ακόμα τη δύναμη να τρέφουν την ίντριγκα στις τάξεις των οπαδών τους. Από το 1981, ο σκωτσέζος Derek Dick, πολύ πιο γνωστός ως “Fish”, πήρε από το χέρι τη συνεχώς εξελισσόμενη μουσική ικανότητα των συνοδοιπόρων του και ουσιαστικά δημιούργησε έναν νέο θεατρικό μικρόκοσμο προσωπικών εμμονών αλλά και κοινωνικών ζητημάτων. Οι Marillion, ως τη φυγή του Fish το 1988, ποδοπάτησαν τον αρχικό χαρακτηρισμό των “κλώνων των Genesis”, δημιούργησαν τέσσερα αυτόφωτα, ξεχωριστά άλμπουμ, και κατάφεραν να σπρώξουν τον ήχο τους σε φαινομενικά απόρθητα ραδιόφωνα και σπίτια με την επιτυχία του “Misplaced Childhood” χωρίς να νερώσουν το κρασί τους. Ουσιαστικά πήραν μόνοι τους από το χέρι μια ολόκληρη σκηνή και έσπειραν πυρήνες αφοσιωμένων οπαδών σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Κι αν το διαζύγιο με έναν από τους καλύτερους στιχουργούς του πλανήτη έμοιαζε πέρα από επώδυνο και καταδικαστικό, κάνουν την ιδανική μεταγραφή και στο πρόσωπο του Steve Hogarth επιλέγουν έναν διάδοχο τελείως διαφορετικό από τον Fish. Μαζί του ακολουθούν μια συναρπαστική διαδρομή πολλών αποχρώσεων που διατηρεί κάποιες σταθερές αλλά δεν κάνει χάρες στη φθορά του χρόνου. Μετά από περιπέτειες με τις δεσμεύσεις των δισκογραφικών εταιριών, εφευρίσκουν το crowdfunding και πορεύονται πια αυτόνομοι. Με σταθερή την οργανική σύνθεση των Rothery/Trewavas/Kelly/Mosley από το “Fugazi” του 1984, έχουν θαυμαστή ισορροπία και ελαστικότητα που τους επιτρέπει να διατηρούν και προσωπικά projects ή συμμετοχές, διοργανώνουν υποδειγματικά τριήμερα με ειδικά concept από την πλούσια δισκογραφική τους δράση, και παραμένουν ως σήμερα, ανήσυχοι και προφητικοί στους στίχους τους και λεπτομερείς, πολυεπίπεδοι και ευαίσθητοι στη μουσική τους.
Προτεινόμενοι δίσκοι: από την Fish-era, οι ρομαντικά απαισιόδοξοι ας κρυφτούν στο “Script”, οι στριφνοί τεχνοκράτες στο “Fugazi”, οι νοσταλγοί της νιότης στο “Misplaced Childhood”, και οι επιφανειακά κυνικοί αλλά μοιραίοι πληγωμένοι στο “Clutching”. Από την H-era, απαραίτητα θεωρούνται το “Brave” με το φιλόδοξο concept του, το “Marbles” που σηματοδότησε μια εκπληκτική αναγέννηση σε μια κρίσιμη καμπή, και το “Seasons End” που έδωσε πολυτελές οξυγόνο στη μετάβαση της νέας εποχής με αριστουργηματικές συνθέσεις. Κάθε όμως άλμπουμ έχει τα μυστικά, το βάθος, τους ελιγμούς, το πάθος και την αντανάκλαση ενός ανυπολόγιστα μεγάλου γκρουπ.
Twelfth Night: Το Reading μπορεί να καμώνεται πως έσυρε από το ξεκίνημα τον έντονα θεατρικό χορό του neoprog. Με την εμβρυακή τους μορφή να παίρνει ζωή το 1978 από τον κιθαρίστα Andy Revell και τον ντράμερ Brian Devoil, πήραν το όνομα Twelfth Night ένα χρόνο αργότερα. Με την οριστική προσθήκη του Geoff Mann στο μικρόφωνο το 1981, και την παρουσία του Clive Mitten στο μπάσο και τα keyboards, ηχογράφησαν το ντεμπούτο τους με τον τίτλο “Fact And Fiction”. Ο Mann ήταν μια δυναμική, εκκεντρική φιγούρα, ένας θεατρικός frontman, ένας ευρύτερος καλλιτέχνης όντας παράλληλα και ζωγράφος, αλλά και ιδιαίτερα ασταθής στα σχέδιά του. Ήταν όμως ένας εξαιρετικός στιχουργός, προσιτός αλλά εύστοχος, και η ορμητικότητα και τραχύτητα στις ερμηνείες του έδινε στο γκρουπ έναν ιδιαίτερο, σχεδόν post punk αέρα. Έντονα καυστικός και θεατρικά αφηγηματικός ανήκε στην κατηγορία των frontmen με συνολικό ειδικό βάρος και λιγότερο στους σπουδαίους τραγουδιστές. Αποχώρησε το 1983 για να ακολουθήσει σόλο καριέρα και αντικαταστάθηκε από τον Andy Sears. Ο Sears που ήταν σίγουρα πιο ολοκληρωμένος μουσικός και συνθέτης, και έπαιζε κιθάρα και keyboards, είχε μια εξαιρετικά δουλεμένη και ευκίνητη φωνή με πιο μελωδική προσέγγιση. Σε συνδυασμό με τις καλύτερες παραγωγές, οι Twelfth Night παρουσιάζονται στα “Art And Illusion” και “Twelfth Night XII” με πιο ευέλικτη κατεύθυνση, και κάποιες πιο ραδιοφωνικά φινιρισμένες συνθέσεις που συνυπάρχουν έξυπνα μαζί με τις πιο απλωμένες τους και σύνθετες ιδέες. Η περιορισμένη επιτυχία του τελευταίου άλμπουμ και η περιφρόνηση της Virgin οδηγούν τον Sears στην έξοδο το 1986. Το 1988 γίνεται μια περιστασιακή επανασύνδεση με τον Geoff Mann για την ηχογράφηση του τραγουδιού “The Collector” στα πλαίσια της κυκλοφορίας της συλλογής “Collector’s Item” από την Music For Nations το 1991. Μετά από αρκετά χρόνια απουσίας, και αφού ο Mann έφυγε πρόωρα από καρκίνο το 1993, επανασυνδέθηκαν το 2007 με τον Sears στο μικρόφωνο κάνοντας από τότε κάποιες περιορισμένες ζωντανές εμφανίσεις.
Προτεινόμενοι δίσκοι: Με δεδομένη την περιορισμένη συγκομιδή τους, η πιο αντιπροσωπευτική επιλογή για να βιώσει και να ανιχνεύσει κανείς και τις δυο εκδοχές τους, είναι αναμφισβήτητα η συλλογή “Collector’s Item”, και συγκεκριμένα το διπλό βινύλιο που περιέχει περισσότερα τραγούδια από το cd, με ιδιαίτερο δέλεαρ το καταπληκτικό 19λεπτο “The Collector”, όπως και τη μεταγενέστερη ηχογράφηση του ύμνου “Love Song”. Από την αξιόλογη διαδρομή του Mann, τα προσωπικά του άλμπουμ, τις συνεργασίες με τον Marc Catley και τα projects, απαραίτητη ακρόαση αποτελεί το “Casino” του 1992 (με την σύμπραξη του Clive Nolan), ένα πολύ ενδιαφέρον, φρέσκο και καινοτόμο για την εποχή του και τον χώρο του neoprog άλμπουμ.
Pendragon: Από την κωμόπολη του καφέ, το Stroud, το “μωρό” του σπουδαίου κιθαρίστα Nick Barrett, βαφτίστηκε μονολεκτικά, όταν μαζί με τον μόνιμο συνοδοιπόρο του, μπασίστα Peter Gee, έκριναν πως το αρχικό όνομα “Zeus Pendragon” ήταν μάλλον πολύ μεγάλο για να φαίνεται ωραίο σε T-shirt. Ταλαιπωρημένοι αρκετά από τις αλλαγές ντράμερ από το ξεκίνημα του 1978, αποτέλεσαν από τους κύριους εκπροσώπους του ιδιώματος, ντεμπουτάροντας δισκογραφικά με το “The Jewel” του 1985. Από το 1986 εγκαθίσταται μόνιμα ο σημαντικός Clive Nolan στα keyboards και επιχειρούν την προσέγγιση μεγαλύτερου κοινού με το περισσότερο ραδιοφωνικό αλλά πολύ όμορφο “Kowtow”. Από τη στιγμή της σύστασης της δικής τους εταιρίας, της “Toff Records” το 1991, ο Barrett μοιάζει να βρίσκει την απόλυτη δημιουργική ισορροπία. Η τριλογία “The World- The Window Of Life-The Masquerade Overture”, από το 1991 ως το 1996, ουσιαστικά μορφοποιεί και καθιερώνει το ύφος και τον ήχο τους. Ο Barrett, ένας ευαίσθητος σύγχρονος μαέστρος-κιθαρίστας είναι από τους πολυτιμότερους μελωδικούς παραμυθάδες του χώρου, αγγίζοντας ακόμα και τα πιο σκοτεινά ή δυσάρεστα θέματα με τη δική του μαγική συνθετική χρυσόσκονη, φιλτράροντας με την ποιητική του ευγένεια όλες τις σκιές αυτού του κόσμου. Πιθανά να μην είναι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του πλανήτη, έχει όμως το δικό του εκφραστικό άγγιγμα και είναι πια αργά να φανταστεί κανείς τα τρυφερά του αφηγήματα με κάποια άλλη φωνή.
Σταδιακά, ξεκινώντας από το “Believe” του 2005, ανανεώνει τον ήχο τους, αφήνοντας πιο μοντέρνες επιδράσεις και ρυθμούς να φυσήξουν στις συνθέσεις τους, χωρίς να επιτρέψει την παραμικρή έκπτωση στην κλασική τους μαγεία. Το 2020 επέστρεψαν με νέο δίσκο παντρεύοντας μαεστρικά την κλασική τους περίοδο των 90s με τις πρόσφατες ηχητικές τους αναζητήσεις.
Προτεινόμενοι δίσκοι: αν και δεν είναι καθόλου εύκολο να ζυγίσεις με δικαιοσύνη μεταξύ των τριών δίσκων της πενταετίας 91-96, μάλλον το “The Masquerade Overture” ολοκληρώνει εντυπωσιακά το μουσικό όραμα εκείνης της περιόδου, με μεγάλη περιεκτικότητα ιδεών, μελωδιών και φυσικά υπερχειλίζει από τον αμίμητο λυρισμό τους. Από τη μεταγενέστερη και κάπως πιο νεωτεριστική διαδρομή τους, το “Men Who Climb Mountains” μάλλον κλείνει εμπνευσμένα αυτό τον κύκλο και αποθεώνει τον φυσιολατρικό χαρακτήρα του γεννημένου φυγά Barrett. Και για όσους θέλουν να επιμείνουν, το “Kowtow” είναι ένα πολύτιμο, νοσταλγικό μάθημα λυρικής απλότητας.
IQ: Οι εξίσου σημαντικοί πιονιέροι από το Southampton, σχηματίζονται το 1981 γύρω από τον πυρήνα του κιθαρίστα Nike Holmes, και του κημπορντίστα Martin Orford, με τον Paul Cook στα τύμπανα, τον Tim Esau στο μπάσο, και τον ιδιαίτερο τραγουδιστή Peter Nicholls να τους πλαισιώνουν. Ο τελευταίος, με τη θεατρική του εμφάνιση, τους ιδιαίτερους στίχους, το artwork και τις εσωστρεφείς ερμηνείες πρόσφερε μια ενισχυμένη επένδυση προσωπικότητας, παρά την εμφανή σκιά του Peter Gabriel. Κυκλοφορούν σε κασέτα την πρώτη τους δουλειά το 1982 με τον τίτλο “Seven Stories Into Eight”, και ακολουθούν τα άλμπουμ “Tales From The Lush Attic” το 1983, και “The Wake” το 1985. Αμέσως μετά, με τη συμπλήρωση της περιοδείας εντός συνόρων με τους Wishbone Ash, ο Nicholls αποχωρεί μετά από προσωπικές εντάσεις στο σχήμα κι ένα επίπονο πρόγραμμα ζωντανών εμφανίσεων.
Με αντικαταστάτη τον Paul Menel κάνουν μια στροφή σε πιο ραδιοφωνικές κατευθύνσεις, ηχογραφώντας τα πιο φιλικά “Nomzamo” του 1987, και “Are You Sitting Comfortably?” του 1989. Η συνηθισμένη, για το είδος και την εποχή, αδιαφορία της δισκογραφικής Phonogram, προκαλεί νέα κρίση στο γκρουπ με απώλειες τις αποχωρήσεις τόσο του Menel, όσο και του Tom Esau. Στην κρίσιμη συγκυρία, ο Nicholls επιστρέφει στο μικρόφωνο, και ο Les Marshall καλύπτει το κενό στο μπάσο, όμως πεθαίνει ξαφνικά και απροσδόκητα το ίδιο καλοκαίρι. Με τον John Jowitt να τον αντικαθιστά, αφήνουν το νέο σοκ πίσω τους, και κάνουν μια συγκλονιστική επιστροφή στις βάσεις του πρωταρχικού τους ύφους με το επιβλητικό “Ever” του 1993. Το άλμπουμ αυτό έβαλε τα σταθερά θεμέλια της πορείας τους ως σήμερα, παγιώνοντας –ίσως υπερβολικά- το ύφος τους και φέρνοντας μια δημιουργική ισορροπία που διατηρήθηκε και με τις αλλαγές στη σύνθεση, με πιο σημαντική την αποχώρηση του συνιδρυτή Orford το 2007. Η ολική επιστροφή τους επισφραγίζεται θριαμβευτικά με το διπλό concept άλμπουμ “Subterranea” του 1997, και μια σειρά από αξιόλογες δουλειές από τότε μέχρι το εξαιρετικό “Resistance” του 2019.
Προτεινόμενοι δίσκοι: Μεγάλο κεφάλαιο της καριέρας τους το “Ever”, μάλλον αποκαλύπτει τις ιδανικές αναλογίες των στοιχείων που τους περιγράφουν, και το σχεδόν απόκοσμο λυρικό σκοτάδι του επιφυλάσσει έναν γαλήνιο προορισμό στο φινάλε του. Με την κεκτημένη ταχύτητα αυτού του επιτεύγματος, έρχεται η πολυμορφία, το πλήθος, τα χρώματα και οι περιπέτειες του “Subterranea”, που σφραγίζεται και από το 20λεπτο κατόρθωμα του “The Narrow Margin”. Μια σύγχρονη παραβολή μεταφέρει την ιστορία του γερμανού Kaspar Hauser, ο οποίος είχε ισχυριστεί πως μεγάλωσε σε πλήρη αιχμαλωσία, χωρίς καμιά εμπειρία αισθήσεων, λαμβάνοντας φαγητό από ένα μικρό άνοιγμα της πόρτας, στον ήρωα του άλμπουμ που καταφέρνει να ξεφύγει και να αντιμετωπίσει διάφορες περιπέτειες. Για πολλούς ακροατές του χώρου, αποτελεί το “Misplaced Childhood” των IQ.
Από τις μεταγενέστερες δουλειές τους, ο ανανεωτικός άνεμος της εισόδου του Neil Durant προσδίνει μια ακουστική ιδιαιτερότητα στο εξαιρετικό “The Road Of Bones” του 2014, με το μοναδικό τρωτό του να είναι πιθανά οι κάπως απλωμένες του συνθέσεις.
Pallas: Αν ο Blackmore δεν αποχωρούσε από τους Purple για να σχηματίσει με τον θεό Dio και τους υπόλοιπους Elf τους Rainbow, η συνδρομή της Σκωτίας στην έκρηξη του neoprog θα είχε το όνομα του ουράνιου τόξου. Όμως η παρέα από το Aberdeen μετονομάστηκε αναγκαστικά σε Pallas, με πυρήνα τον Ronnie Brown στα keyboards, τον Niall Mathewson στις κιθάρες, και τον Graeme Murray στο μπάσο. Η πρώτη περίοδος του γκρουπ ολοκληρώνεται με την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ τους, “The Wedge” το 1986, δυο χρόνια μετά το ντεμπούτο του “The Sentinel”. Είναι η εποχή που σημαδεύεται από την παρουσία του Euan Lowson στο μικρόφωνο, που συνήθιζε τα κοστούμια και τις μεταμφιέσεις στη σκηνή. Τον αντικατέστησε ο Alan Reed το 1986, που συμμετείχε και στην επαναδραστηριοποίηση των Pallas το 1999, με το άλμπουμ “Beat The Drum”, και έμεινε ως το 2010. Το γκρουπ, μέσα από πολλές μεταπτώσεις και διακοπές, συνέχισε να δισκογραφεί, έστω και με περιορισμένη πυκνότητα, και πρόσφατα, μέσα στο 2019, κυκλοφόρησε το πολύ καλό “The Edge Of Time”, με τον Paul Mackie στο μικρόφωνο μα πλαισιώνει την ιδρυτική τριάδα, μαζί με μόνιμο ντράμερ της επανασύνδεσης του 1998, Colin Fraser.
Προτεινόμενοι δίσκοι: Τα δυο σημεία που ενώνουν σήμερα τον κύκλο τους, είναι ιδανικές επιλογές να μετρηθούν δυο εποχές και να αφήσουν τη νοσταλγία να διατρέξει τη ζωή ενός ιδιώματος. Από τον “Sentinel” ως την “Edge Of Time”, το ταξίδι όμως έχει κι άλλα άξια μυστικά με concept θέματα και ανάλογες μουσικές στολές να σε δελεάσουν.
Οι σκαπανείς του πρώτου κύματος: Οι Solstice από το Milton Keynes, ξεκίνησαν το μακρύ τους δρόμο το 1980, ουσιαστικά πια το μουσικό όχημα του κιθαρίστα Andy Glass που διατηρεί το σχήμα μέχρι τις μέρες μας, μέσα από πολλές αλλαγές προσώπων. Κάποτε στην αφετηρία, το ντεμπούτο “Silent Dance” του 1984 είχε χαιρετιστεί με ενθουσιασμό. Οι Quasar από το Λονδίνο σχηματίστηκαν το 1979 γύρω από τον μπασίστα Keith Turner. Ξεκίνησαν δυναμικά με το “Fire In The Sky” του 1982, αλλά γρήγορα πέρασαν μάλλον στην οριστική λήθη με πολύ αραιή δισκογραφική δράση. Θεωρητικά, συνεχίζουν ως τις μέρες μας με έδρα πια το San Francisco. Οι Haze από το Sheffield έδρασαν από το 1978 ως το 1988, με βασικούς πυλώνες τους αδερφούς McMahon. Κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ, το “C’ est La Vie” το 1984, και συμπλήρωσαν τον κύκλο τους με το “Humphrey” του 1988. Έκαναν αρκετές περιστασιακές επανασυνδέσεις για συγκεκριμένες επετειακές ζωντανές εμφανίσεις, και προς έκπληξη όλων, κυκλοφόρησαν μετά από 26 χρόνια δισκογραφικής δράσης, το άλμπουμ “The Last Battle”, το 2013. Τέλος οι It Bites από το Egremont ξεκίνησαν το 1982 υπό την αρχηγία του Francis Dunnery, και ως το 1990 κυκλοφόρησαν τρία άλμπουμ. Η δεύτερη περίοδος δραστηριότητας του γκρουπ ξεκινά πολύ αργότερα το 2006, με τον John Mitchell να ναλαμβάνει τα φωνητικά, την κιθάρα και το γενικό πρόσταγμα, ως τις μέρες μας.
Η δεκαετία του ΄90: η συνειδητοποίηση και η εξέλιξη.
Αν ένα από τα όνειρα και τους στόχους των μουσικών που αποτέλεσαν το πρώτο κύμα του είδους, ήταν η μαζική καθιέρωση και επιτυχία, ο χρόνος είχε πια σφραγίσει την ετυμηγορία του, καθώς ακόμα και η επιλεκτική επιτυχία των Marillion δεν μπορούσε να συμπαρασύρει γείτονες ήχους. Τα ‘90s ήταν άλλωστε μια περίοδος βαθιάς περιφρόνησης για τον περιποιημένο ήχο, τις ηχογραφήσεις της εξεζητημένης λεπτομέρειας, και γενικότερα την τεχνοκρατική προσέγγιση στη μουσική. Το είδος, παρόλα αυτά, δεν διατήρησε απλά τα κεκτημένα του, αλλά με αιχμή την επίδραση των μεγάλων ονομάτων, απλώθηκε με νέα ονόματα, είτε με αποκλειστικά φρέσκα πρόσωπα, ή με παλιούς ήρωες που δοκίμασαν νέες συνθέσεις. Σημαντική βοήθεια πρόσφερε η τεχνολογική εξέλιξη που ενίσχυσε την DIY νοοτροπία, καθώς και το πλήθος νεοσύστατων μικρότερων εταιριών που έδωσαν καταφύγιο και ευκαιρίες αλλά και επικύρωσαν τη γενική εντύπωση. Το neoprog μοιραία περιχαρακώθηκε και συνέχισε να αναπνέει για το δικό του ακροατήριο και να αναπαράγεται ζωντανά στους δικούς του χώρους.
Από την ανατολή της δεκαετίας, υπήρχαν σχήματα που είχαν ήδη ιδρυθεί μέσα στη δίνη του πρώτου ρεύματος και έδωσαν πια δισκογραφικούς καρπούς, ενώ μερικά από αυτά έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα βραχύβια.
Οι Galahad από το Dorset είχαν σχηματιστεί το 1985, γύρω από τον τραγουδιστή Stuart Nicholson και τον ντράμερ Spencer Luckman, οι οποίοι παραμένουν ως σήμερα στις θέσεις τους. Ξεκινώντας σαν γκρουπ διασκευών, άνοιξαν συναυλίες για τους IQ, Pendragon. Pallas και άλλους. Σταδιακά ενίσχυσαν το δικό τους υλικό και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ, με τίτλο “Nothing Is Written” το 1991. Από τότε έχουν μια συνεπή δισκογραφική δράση μέχρι τις μέρες μας, και υπολογίσιμη απήχηση μέχρι και στην Ιαπωνία. Από το 1997 έχουν στις τάξεις τους έναν από τους πιο ταλαντούχους μουσικούς των keyboards, τον Dean Baker, ενώ το άλμπουμ τους “Empires Never Last” του 2007 θεωρείται απαραίτητο απόκτημα για κάθε σοβαρό ακροατή του χώρου.
Οι Jadis από το Southampton είναι ουσιαστικά το σχήμα του κιθαρίστα/τραγουδιστή Gary Chandler και πήραν το όνομά τους από μια νουβέλα του C. S. Lewis. Σχηματίστηκαν το 1986 και κυκλοφόρησαν το ομότιτλο άλμπουμ τους το 1989, με τον Steve Rothery των Marillion να τους κάνει την παραγωγή. Το “More Than Meets The Eye” του 1992 αναδεικνύει σε όλο του το μεγαλείο την ομορφιά της κιθαριστικής συνθετικής λογικής του Chandler, είναι ένα απόλυτα αντιπροσωπευτικό έργο του συνολικού ήχου των Jadis, και αναγκαία προσθήκη μιας πλήρους συλλογής. Έχουν κυκλοφορήσει άλλα επτά άλμπουμ από τότε και κάποια EPs, πάντα σε εξαιρετικό επίπεδο, ενώ στη διάρκεια των πολλών αλλαγών στους συνεργάτες του Chandler, έχουν περάσει κάποια εμβληματικές μορφές του χώρου όπως ο Martin Orford και ο John Jowitt.
Οι Grey Lady Down από το Oxford, ξεκίνησαν το 1992 με πυρήνα το τρίο των πρώην Shadowland, τον τραγουδιστή Martin Wilson, τον κιθαρίστα Julian Hunt και τον πληκτρά Louis David, και συμπλήρωσαν τη σύνθεσή τους με τον μπασίστα Sean Speer, και τον ντράμερ Mark Robotham. Κυκλοφόρησαν τρία άλμπουμ από το 1994 ως το 1997, με αρκετές αλλαγές προσώπων. Το γκρουπ ανακοίνωσε τη διάλυσή του το 1998, για να επιστρέψει το 2001 για την κυκλοφορία του “Star Crossed”, που αποτέλεσε και το τελευταίο σημάδι δραστηριότητας. Από τα γκρουπ που προέκυψαν με πρώην μέλη τους, πιο σημαντικοί θεωρούνται οι Darwin’s Radio.
Από το μικρό και άσημο Virginia Water στη νοτιοανατολική Αγγλία, έρχεται ένα από τα σημαντικότερα γκρουπ της δεύτερης γενιάς του είδους. Οι Arena ιδρύθηκαν από τν πανταχού παρόντα και επίτιμο ξωτικό του ιδιώματος Clive Nolan, και τον πρώην ντράμερ των Marillion, Mick Pointer. Με την προσθήκη του κιθαρίστα με τα χίλια πρόσωπα και τις αντίστοιχες συμμετοχές John Mitchell, δημιουργούν τη βάση του σχήματος που βλέπει τραγουδιστές και μπασίστες να πηγαινοέρχονται στη διάρκεια των δέκα στούντιο άλμπουμ που μας έχουν προσφέρει. Σε μια διαδρομή με μεγάλο μουσικό ενδιαφέρον, μάλλον ξεχωρίζουν τα “The Visitor” του 1998, και “Contagion” του 2003.
Το 1990, από τη διάλυση των Quasar, προέκυψαν οι Landmarq, που μοιάζουν να πάσχουν από την κατάρα του τραγουδιστή. Κατά έναν περίεργο τρόπο, στην πρώιμη φάση τους έκανε χρέη ο περίφημος Bob Daisley. Τελικά, ο κιθαρίστας Uwe D’ Rose και ο μπασίστας Steve Gee, που ουσιαστικά αποτελούν τους μόνιμους πυλώνες του γκρουπ, ευτύχησαν να γράψουν τρία υπέροχα άλμπουμ με τον σπουδαίο Damian Wilson στο μικρόφωνο, από το 1992 ως το 1995. Τον διαδέχτηκε η Tracey Hitchings, η πυκνότητα της δράσης τους έπεσε μαζί με την ποιότητα, τα live άλμπουμ ήταν περισσότερα από τα δυο στούντιο που έκαναν μαζί της. Σήμερα, αν και τυπικά έχουν προσλάβει τον Wolf Campen σαν τραγουδιστή, το μέλλον τους διαγράφεται αβέβαιο. Το “Infinity Parade” του 1993 παραμένει ένα όμορφο και πολυποίκιλο μυστικό του χώρου.
Στους Shadowland που ανέλαβαν δράση το 1990 συναντάμε τον επικεφαλής Clive Nolan, με τον κιθαρίστα των Threshold, Karl Groom. Έχουν ένα κρεσέντο από το 1992 ως το 1996 με τρία άλμπουμ στα οποία τραγουδά ο Nolan και μετά μπαίνουν στον πάγο ως το 2009. Ενεργοποιούνται όμως αποκλειστικά για ζωντανές εμφανίσεις και την στήριξη της κυκλοφορίας ενός Best Of με τον τίτλο “A Matter Of Perspective”. Από τις αμέτρητες δραστηριότητες του Nolan (Pendragon, Arena, Caamora, Strangers on a Train, Casino), ιδιαίτερα όμορφες είναι οι συνεργασίες του με τον Oliver Wakeman, και κυρίως το “Jabberwocky” του 1999.
Οι Big Big Train ξεκίνησαν από το Bournemouth το 1990. Με κεντρική φιγούρα τον κιθαρίστα Greg Spawton και ένα πλήθος μουσικών να περνά από τις τάξεις τους, δισκογραφούν ασταμάτητα από το 1994 ως σήμερα, έχοντας πια 12 στούντιο άλμπουμ. Στη διάρκεια της διαδρομής τους έχουν επικαλεστεί αρκετά post rock, ambient και νεοκλασικά στοιχεία, εμπλουτίζοντας το βουκολικό prog rock τους. Πρόσφατα αποχώρησε το έτερο ιδρυτικό μέλος τους, ο μπασίστας Andy Poole.
Στο μεταξύ η πιο δημοφιλής, και μάλλον ψηλότερη, φιγούρα του πρώτου κύματος, ο Fish, άρχισε τη διαδρομή της προσωπικής του καριέρας στη διάρκεια της οποίας πειραματίστηκε με διάφορες κατευθύνσεις, συγγενικές λιγότερο ή περισσότερο με την στολή που είχε συνηθίσει με τους Marillion. Πάντα ευρηματικός και πλούσιος σε θέματα και λόγο, επιχείρησε να ανανεώσει τις επιλογές του με διαφορετικούς συνεργάτες, χωρίς να έχει πάντα τα αποτελέσματα της φήμης του και των γραπτών του. Σήμερα, που ο ίδιος έχει δηλώσει πως κλείνει οριστικά τη μουσική του καριέρα με το τελευταίο του άλμπουμ που κυκλοφορεί το καλοκαίρι, κοιτάζοντας τη συνολική θέα από το λόφο, το ντεμπούτο “Vigil In A Wilderness Of Mirrors” παραμένει το αρτιότερο έργο του, με τις επόμενες επιλογές να έχουν να κάνουν με την κατεύθυνση που προτιμά ο καθένας. Σίγουρα όμως δύσκολα μένει κανείς αδιάφορος στα “Raingods With Zippos”, “A Feast Of Consequences”, με δεδομένο πως όλα τα βήματα της καριέρας του προσφέρουν διαφορετικούς λόγους για μελέτη.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, όπως ήταν αναμενόμενο, οι επιδράσεις της σκηνής πέρασαν τα σύνορα του Ηνωμένου Βασιλείου. Αξιοσημείωτη πρώτα από όλες είναι η Πολωνική σκηνή. Με στυλοβάτες τους πιονιέρους Collage, που πρωτοσυστάθηκαν στην Warsaw το 1985, αλλά έγιναν ενεργοί δισκογραφικά στο διάστημα 1990-1996, δημιούργησαν τη δική τους σκηνή. Οι Collage που σημάδεψαν την ιστορία του neoprog με το εξαιρετικό “Moonshine” του 1994, διαλύθηκαν το 2003 και επέστρεψαν το 2013. Σημαντικά ονόματα της χώρας αυτής είναι οι Albion, που από το 1994 παραμένουν ενεργοί ως σήμερα με 6 άλμπουμ όλα τους με εξαιρετική αποδοχή, οι Millenium, με 12 άλμπουμ από το 1999 ως σήμερα, οι Satellite, με 4 άλμπουμ από το 2000 ως σήμερα. Τέλος, οι πιο γνωστοί Believe, που δημιουργήθηκαν το 2004 από τον κιθαρίστα των Collage, Mirek Gil, έχουν μέχρι τώρα 6 άλμπουμ. Τα τελευταία χρόνια, η σκηνή έχει γιγαντωθεί ακόμα περισσότερο, δίνοντας διαρκώς ενδιαφέρουσες προσθήκες.
Στη Γερμανία, οι Sylvan από το Αμβούργο εμφανίζονται στην πρώιμη μορφή τους από το 1990, αλλά ουσιαστικά και μετά από αλλαγές δίνουν δισκογραφικό παρόν από το 1998 ως σήμερα με 9 άλμπουμ. Έχουν ήδη προηγηθεί οι Lorian, με το σύντομο πέρασμά τους και το άλμπουμ “Virginal Mind” του 1995, με έντονη την σκιά των Marillion. Στην Ιταλία, οι μάλλον μέτριοι Marathon κυκλοφορούν δυο άλμπουμ το 1993 και το 1994 και χάνονται. Στην Ελλάδα οι Αθηναίοι La Tulipe Noire πρωτοπορούν και με μια διαδρομή που αρχίζει το 1992 σαν “Μαύρη Τουλίπα”, και το άλμπουμ “Τα λόγια του ανέμου”, για να περάσουν από το 1996 στην αγγλόφωνη περίοδο με άλλες πέντε κυκλοφορίες ως το 2017, οπότε ανακοινώνουν το τέλος του ταξιδιού. Με δεδομένη την απόλυτη απουσία παρόμοιων γκρουπ στη χώρα μας, αξιοσημείωτες είναι οι επιδράσεις του neoprog στο demo των Rubicon από τη Θεσσαλονίκη, που μετεξελίχθηκαν στους Drums & Stories, σε μια πιο art pop κατεύθυνση. Οι υπόνοιες στον αρχικό ήχο των Rubicon δικαιώνονται και από την εκτέλεση του “Kayleigh” των Marillion, σε ζωντανή τους εμφάνιση.
21st Century Ghosts.
Οι ευκολίες στη διαδρομή μέχρι την κυκλοφορία ενός άλμπουμ της δεκαετίας του ’90, συνέχισαν να πολλαπλασιάζονται μετά το 2000. Η τεχνολογία άνοιξε νέα κανάλια επικοινωνίας και εντοπισμού τόσο για τους καλλιτέχνες όσο και για το αντίστοιχο κοινό. Με την πρώτη γραμμή δράσης των παλιών πρωταγωνιστών ακόμα ενεργή, σχεδόν στην πληρότητά της και το δεύτερο κύμα να δρέπει τους καρπούς νέων ακροατών που θέλησαν να γίνουν μουσικοί, σήμερα η πληθώρα σχημάτων και καλλιτεχνών στο είδος, μοιάζει σχεδόν αχαρτογράφητη. Βέβαια, η βεντάλια της έκφρασης έχει ανοίξει και με έναν αναμενόμενο τρόπο, αυτό που τότε ονομάστηκε neoprog έχει ουσιαστικά αναθρέψει και εξελίξει το ευρύτερο σύγχρονο progressive rock. Τα συγκοινωνούντα δοχεία του είδους με το hard rock ευρύτερα το heavy metal, έφεραν τους συσχετισμούς με το progressive metal, ανοίγοντας σταδιακά το εύρος του κοινού αλλά και των μουσικών που ακολούθησαν στη μουσική τους βασικά στοιχεία του neoprog. Είναι αμέτρητες οι περιπτώσεις που εύκολα συγχέει πια κανείς το σύγχρονο prog rock με το prog metal, με τα σύνορα να γίνονται πολύ συχνά δυσδιάκριτα μέσα από αυτή την εξέλιξη, χωρίς τελικά να έχει και μεγάλη σημασία.
Η αλήθεια είναι πως η μαμά Αγγλία, πέρα από το σκληροπυρηνικό της μόνιμο κοινό, δεν παρουσιάζεται ιδιαίτερα φιλική, συνεχίζοντας να άγεται και φέρεται στα διάφορα προσωρινά, εφήμερα ρεύματα. Εξαιρέσεις σαν τους Pineapple Thief του Bruce Soord ή τους Frost, ή τα διάφορα πρόσωπα και μουσικά οχήματα του Steven Wilson, έχουν εύκολα απέναντί τους άσχημες καταλήξεις και άδοξα φινάλε για εκπληκτικά σχήματα σαν τους Enochian Theory. Θαυμάσιες, σύγχρονες ποιοτικές εκπλήξεις σαν τους This Winter Machine, Encircled, Riversea, Moon Halo, Shadowlight, Bardic Depths, Paradox Twin ή και ακόμα τους μοντέρνους Tilt του Steve Vantsis του Fish, και τους Kino του Pete Trewavas, έχουν ελάχιστη απήχηση.
Έξω από τα σύνορά της, η Νορβηγία έχει να καμώνεται για κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις με δυνατές δισκογραφικές διαδρομές, σαν τους Gazpacho (ναι, ονομάστηκαν έτσι από το αντίστοιχο τραγούδι των Marillion), ή τους Airbag και τους Soup, η Γαλλία μας δίνει τους αξιόλογους Nine Skies, η Ολλανδία έχει στην κορυφή τους Knight Area και ένα μικρό πλήθος άλλων, ενώ από τις Ινδίες έρχονται οι πολλά υποσχόμενοι Coma Rossi.
Στην άλλη πλευρά του ωκεανού, η παράδοση των μεγάλων γκρουπ του ’70, όπως κυρίως οι Kansas, σημάδεψε ανάλογες επιλογές ήχου και τρόπου σύνθεσης, ενώ φυσικά ο Καναδάς είναι το λίκνο του τεράστιου παγκοσμίου φαινομένου που ακούει στο όνομα Rush, ένα μοναδικό αυτόνομο, απόλυτα επιδραστικό κεφάλαιο του ευρύτερου progressive rock.
Μακροβιότεροι εκπρόσωποι του ήχου αυτού οι καταπληκτικοί Mystery από το Quebec, με δισκογραφικό λογαριασμό που ανοίγει το 1996, συνεχίζεται στις μέρες μας, και δεν γνωρίζει έκπτωση στην ποιότητα και τη συνέπεια.
Οι Iluvatar σπό τη Βαλτιμόρη, που είχαν ξεκινήσει το 1983 σαν Sojourn και μετονομάστηκαν το 1992, ήταν οι πιο πιστοί εκπρόσωποι της Αγγλικής αυτής υπόθεσης, πολύ κοντά στα δεδομένα των Marillion, IQ, Pendragon, με τρία μόνο άλμπουμ από το 1993 ως το 2014. Επίσης, οι Metaphor από το San Francisco, ξεκίνησαν σαν tribute μπάντα στους Genesis, και βρίσκοντας τον δρόμο στο δικό τους υλικό, έχουν δώσει 4 αξιόλογα άλμπουμ ως τις μέρες μας. Οι Presto Ballet, η ευαίσθητη πλευρά του κιθαρίστα και ηγέτη των Metal Church, Kurdt Vanderhoof, με τα 5 άλμπουμ τους από το 2005 ως σήμερα, αποτελούν μια εύστοχη γέφυρα ευρωπαϊκής και αμερικάνικης έκφρασης του συγκεκριμένου ήχου, μέσα στη σκιά της ευρύτερης ομπρέλας του χώρου μετά το 2000. Οι Καναδοί Huis από το 2009 ως τώρα, με 3 άλμπουμ, τιμούν πολλές πτυχές της παράδοσης του συγκεκριμένου ύφους.
Το λεγόμενο σύγχρονο progressive rock, ουσιαστικά οι σπόροι εκείνης της ανάφλεξης στην αυγή της δεκαετίας του ’80, οργανωμένο γύρω από τις ψηφιακές ευκολίες της εποχής μας, διατηρεί τα δικά του καταφύγια. Με τις δικές του φιλικά προσκείμενες στο είδος εταιρίες, συχνά τις εντελώς αυτόνομες πρωτοβουλίες των μουσικών του, τα δικά του φεστιβάλ που ανακαλώντας ακόμα και τη νοσταλγία, έδωσαν βήμα και σε επανασυνδέσεις παλιών ονομάτων για επετειακές εμφανίσεις, τις δυνατές σκηνές σε Ολλανδία, Πολωνία, συνεχίζει να αναπνέει και με έναν περίεργο τρόπο να αυξάνει τις δυνατές επιλογές για το κοινό του.
Οι νοσταλγοί της παράδοσης αλλά και οι ανήσυχοι κυνηγοί της επόμενης στροφής χωράνε ακόμα στο πολύχρωμο βάθρο του.
(“Garden party held today they say
Oh please do come, oh please do come, they say…”)