ALLEN/OLZON: “Worlds Apart”

ALBUM

Είδος: Melodic Metal
Label: Frontiers Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 6 Μαρτίου 2020

Δεν γνωρίζω αν ο περιβόητος ιδιοκτήτης της Frontiers Records, κύριος Perugino, έχει δει το κλασικό “Amadeus” του Milos Forman. Στη διάρκεια της ταινίας, και ο τελευταίος θεατής έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα πως οι περισσότεροι μεγάλοι κλασικοί συνθέτες έγραφαν πολλά από τα έργα τους κατά παραγγελία των ευγενών. Ένα μέρος της μεγάλης κλασικής κληρονομιάς δεν προέκυψε από προσωπική ανάγκη του καλλιτέχνη, αλλά μετά από εντολή ενός πλουσίου και είχε βασικό κίνητρο τον βιοπορισμό του μουσικού.

Δεν ξέρω αν ο Perugino από τη διευθυντική του καρέκλα, (και κατ’ επέκταση η Frontiers), αισθάνεται, σαν σύγχρονος ευγενής, περήφανος για τον παράλληλο βίο με εκείνη την εποχή. Ένα από τα υπεραγαπημένα πουλέν του, ο Magnus Karlsson (μην μου πείτε πως δεν θυμάστε τα άλλα δυο, τον Simone Mularoni και τον Alessandro Del Vecchio), το παραγωγικό πολυμηχάνημα από τη Σουηδία που έγραψε μουσική για τις τρεις συνεργασίες του Allen με τον Lande, δέχεται και τη νέα πρόκληση. Έντεκα τραγούδια που ερμηνεύονται από τον Russell Allen, την περίφημη φωνή των progsters Symphony X (και διάφορων συνεργασιών), και την Annette Olzon, πασίγνωστη από το σύντομο πέρασμά της από τους Nightwish, είναι η νέα σοδιά του Σουηδού συνθέτη/κιθαρίστα/παραγωγού.

Έχοντας ακούσει με προσοχή το “Worlds Apart”, οφείλω να ξεχωρίσω τα πράγματα που με εμποδίζουν να το πλησιάσω αλλά και τα προτερήματά του, ακόμα και αν τα βρίσκω αποστειρωμένα. Είναι καθαρά θέμα προσωπικής αντιμετώπισης της μουσικής, ή για να το θέσω αλλιώς πόσο σοβαρά έχεις αφήσει να μπει στο πετσί σου. Αν είναι ένα ζήτημα ψυχαγωγίας, συνοδευτικής απόλαυσης, απλής παρέας και είσαι φίλος του λεγόμενου συμφωνικού metal, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα περάσεις τουλάχιστον καλά. Όλα τα τραγούδια είναι σμιλευμένα με υποδειγματικό επαγγελματισμό, υπάρχουν αρκετές φωνητικές μελωδίες που σκαρώθηκαν για να τρυπώσουν άμεσα στο μυαλό σου, καθώς και ριφ που θα σε παρακινήσουν να ακολουθήσεις τη διαδρομή. Το έξυπνο με το περιεχόμενο είναι πως οι εντυπώσεις της μουσικής μπορούν να αγγίξουν, με αφετηρία έναν συμφωνικό ήχο, τόσο το power metal, όσο και το μελωδικό heavy rock.

Οι δυο πρωταγωνιστές που ουσιαστικά ενσαρκώνουν το έργο του Karlsson, αλληλοσυμπληρώνονται αρμονικά και ισορροπημένα και οι ερμηνείες είναι κατά κανόνα εξαιρετικές. Ο Allen είναι όπως πάντα εκπληκτικός, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους τραγουδιστές με μοναδικό χρώμα και δύναμη. Η Olzon από την άλλη, προσδίνει ξεκάθαρα μια πιο mainstream, ακόμα και pop απόχρωση στο αποτέλεσμα. Όταν συνυπάρχουν, το αποτέλεσμα είναι συχνά ενδιαφέρον, ίσως και επιβλητικό σαν ήχος. Η τελική εκτίμηση βέβαια του καθένα αρχίζει και τελειώνει στο αν αρέσκεται σε φωνές του ύφους της. Χωρίς να διακρίνονται σημαντικές διαφορές τόσο στη φόρμουλα όσο και στο επίπεδο των συνθέσεων, θα ξαναγύριζα ευκολότερα στο ομότιτλο, το “No Sign Of Life” και το φινάλε του “Who’s Gonna Stop Me Now”.

Αυτό που δεν θα αποφύγει ο επίμονος ακροατής είναι αυτή η γνώριμη πια αίσθηση της μουσικής με συνταγή που έχουν όλα αυτά τα projects. Και είναι δύσκολο να αποφύγεις αυτή την απρόσωπη εντύπωση μιας κατασκευασμένης μουσικής σύμπραξης γιατί ουσιαστικά είναι μια διαδικασία που συνήθως αποτελείται από αυτόνομες μουσικές υπηρεσίες των καλλιτεχνών. Στα projects αυτά συνήθως δεν υπάρχει παρελθόν και πιθανά δεν θα υπάρξει και μέλλον, αν η απήχηση είναι ισχνή. Απουσιάζει εκείνη η διαδρομή μιας ομάδας ανθρώπων που εξελίσσονται μαζί και διαμορφώνουν ένα αποτέλεσμα με το προσωπικό στοιχείο του καθένα να προσθέτει μια ιδιαιτερότητα στο αποτέλεσμα. Απουσιάζει η αναζήτηση και η εύρεση θέματος και θεμάτων μέσα από το ταξίδι αυτής της ομάδας ανθρώπων, που συνηθίζουμε να αποκαλούμε γκρουπ, στην δική τους βιωματική πραγματικότητα. Απουσιάζουν τόσες λεπτομέρειες από τον κόσμο της πραγματικής αβίαστης μουσικής που ακόμα κι αν συμπαθήσω αυτόνομες μελωδίες, νομίζω πως έχω μπροστά μου συνέχεια αυτή την κουρτίνα των υπαλλήλων που τις έκαναν σχεδόν κατά παραγγελία. Και δεν ξέρω αν έχω την υπομονή και το χρόνο να παραβλέψω αυτή την κουρτίνα.
Ή αν θέλω…


625
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…