WISHBONE ASH: “Coat Of Arms”

ALBUM

Είχα διαβάσει πριν από χρόνια σε ένα βιβλίο πως πριν από αρκετές δεκαετίες στην Αμερική, άνθρωποι που προσπαθούσαν να απορροφήσουν γρήγορα την ευρωπαϊκή κουλτούρα και ιστορία, συνήθιζαν να διαβάζουν συνόψεις και περιλήψεις από έργα μεγάλων Ευρωπαίων συγγραφέων. Αυτή η παράδοξη απόπειρα συλλογής άχρηστων, τελικά, πληροφοριών, μου θυμίζει την ανάλογη στάση “μουσικόφιλων”, που αναφέρουν τους Wishbone Ash σαν το γκρουπ που έγραψε το “Argus”.

Έχοντας πια αφήσει πίσω την επετειακή συγκυρία των 50 χρόνων, οι όποιες ελπίδες των νοσταλγών για επανασύνδεση μεταξύ των αρχικών πρωταγωνιστών έχουν πια εξανεμιστεί. Άλλωστε είχαν προηγηθεί και οι δικαστικές συγκρούσεις του σημερινού σημαιοφόρου Andy Powell με τον παλιό του συνοδοιπόρο Martin Turner για την κατοχύρωση του ονόματος.

Οι σημερινοί, λοιπόν, Wishbone Ash του κιθαρίστα/τραγουδιστή Powell απολαμβάνουν πρώτα από όλα την σταθερότητα ενός rhythm section που είναι μαζί για πάνω από δώδεκα χρόνια, με τον μπασίστα Bob Skeat και τον ντράμερ Joe Crabtree. Όμως, φρέσκος αναζωογονητικός αέρας έχει φυσήξει στους ασκούς έμπνευσης τα τρία τελευταία χρόνια με την έλευση του εξαιρετικού νεαρού κιθαρίστα Mark Abrahams, και αυτός ο ενθουσιασμός αναδύθηκε και στα τελικά αποτελέσματα του 23ου άλμπουμ τους.

Οι Wishbone Ash του 2020 αναμφισβήτητα δείχνουν πως έχουν οι ίδιοι την ανάγκη να γράφουν ακόμα μουσική. Η φρέσκια τους δουλειά μεταφέρει μέσα στο χρόνο τα γονίδια της σημαντικής ιστορίας τους, με τη συνεργασία ανάμεσα στις κιθάρες του αρχηγού και του νέου να στήνει μικρά θαύματα ουσίας. Και μάλλον αυτή είναι η λέξη κλειδί για τον λόγο ύπαρξης του “Coat Of Arms” σήμερα, σε μια εποχή που ο βομβαρδισμός κάθε πιθανής μουσικής έκφρασης κυνηγά τον πολύτιμο χρόνο μας: η ουσία.

Από την εναρκτήρια οικολογική έκκληση του “We Stand As One”, με αφορμή τις πυρκαγιές στον Αμαζόνιο, ακούμε μια μουσική ομάδα που λειτουργεί με μια έξυπνη αμεσότητα και εκτελεί τις εύστοχες συνθέσεις της με όλο αυτό το πνεύμα που περικλείει το ιστορικό όνομα της μπάντας. Έτσι κανένας φίλος δεν πρόκειται να στερηθεί αυτές τις παροιμιώδεις αψιμαχίες στις κιθάρες που θα αφήσουν blues, folk rock αλλά και prog εντυπώσεις να συνεργαστούν σε τραγούδια προσιτά, ευδιάκριτα, ουσιώδη και το κυριότερο, όμορφα.

Η σταθερή φωνή του Powell ενισχύει και συνοδεύει με παραδοσιακό αέρα και ο πιο δυνατός σύμμαχος σε αυτή τη σύμπραξη είναι η παραγωγή με έναν ήχο οργανικό, ζωντανό και ισορροπημένο, που κουβαλά ιδανικά την αύρα ενός βετεράνου στη σύγχρονη αρένα.

Η ευστοχία τους είναι η μεταφορά των αισθήσεων και δεδομένων μιας άλλης εποχής στο παρόν, σα να έρχεται ο φρέσκος θαλασσινός αέρας του Torquay του Devon μαζί με τη μυρωδιά άλλων καιρών. Ο κλασικός λυρισμός γλιστρά πάνω στις ράγες των κιθαριστικών διαδρομών ακόμα και σε απλωμένα ηχοτοπία, όπως στο 8λεπτο ομότιτλο.

Από τις ομορφότερες στιγμές το “Empty Man” που αγγίζει τα όρια του κλασικού και έχει πανέμορφη δουλειά στις κιθάρες που οδηγούν το τραγούδι μέσα από την εξέλιξη σε ένα λυρικό εξόδιο. Νοσταλγικό και συναισθηματικό το “Floreana”, απολογητικό, αφηγηματικό και λεπτομερές το “It’s Only You I See”, ενώ το φινάλε του “Personal Halloween”, με τον funky ρυθμό, τα blues θέματα και τα πνευστά μας αφήνει με μια απροσδιόριστα όμορφη αίσθηση ικανοποίησης.

Το “Coat Of Arms”, με τα νήματά του να γυρίζουν πάνω από την αμεσότητα του rock και του blues, την ευγενική μεσολάβηση του prog και την παραμυθένια και νοσταλγική αύρα του folk, συνεχίζει να επικυρώνει τη φλόγα και την επιμονή του Powell, και αποτελεί ένα ιδανικό στουντιακό ντεμπούτο για έναν σπουδαίο νέο κιθαρίστα.

Ένα ισορροπημένο κοκτέιλ για κάθε κλασικό rock ακροατή που θέλει να συνεχίσει να πιστεύει στη διαχρονική ομορφιά των παραδοσιακών του αξιών.

754
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…