Δεν χρειάζεται να είσαι δυνατός στα μαθηματικά για να υπολογίσεις βιαστικά και πρόχειρα πως αυτό είναι το 6ο άλμπουμ των Σουηδών melodic hard rockers. Επομένως, ο περίεργος τίτλος σίγουρα προκαταβάλει και υποδηλώνει μια επανεκκίνηση, μια επιστροφή.
Οι Σουηδοί είναι αναμφισβήτητα τα τελευταία χρόνια ένας από τους ισχυρότερους κινητήρες του σύγχρονου, μελωδικού, radio friendly hard rock. Εκτοξεύτηκαν κυριολεκτικά από το 2010, όταν εμπιστεύτηκαν το μικρόφωνό τους στο φαινόμενο Eric Gronwall, που πέρασε στις τάξεις τους σαν νικητής του σουηδικού διαγωνισμού “Idol”, για να μεταμορφωθεί άμεσα σε έναν εκπληκτικό τραγουδιστή κι έναν από τους κορυφαίους performers της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας. Τον περασμένο Μάρτιο, ο “διάβολος της Τασμανίας του hard rock” άφησε το Gagarin με το στόμα ανοιχτό, ανεβάζοντας σε δυσθεώρητα ύψη μια σπουδαία συνολική εμφάνιση του γκρουπ.
Με δυο δίσκους κομμένους και ραμμένους στα μέτρα τους από την προσχώρηση του Eric, τα ήδη καταξιωμένα στο ανάλογο κοινό “Address The Nation” του 2012, και “Tearing Down The Walls” του 2014, είδαν τη μετοχή τους να αγγίζει την κορυφή του χώρου. Ακολούθησε η φυγή του κιθαρίστα Eric Rivers και η επιστροφή, μετά από τριετή απουσία, του Dave Dalone, που είναι πια ο άρχοντας της εξάχορδης στο σχήμα.
Τρία χρόνια αργότερα, οι H.E.A.T τολμούν να επαναπροσδιοριστούν και να κινηθούν προς τα μπρος. Το “Into The Great Unknown” του 2017, τους βρίσκει να αναζητούν με προθυμία μια αισθητή αλλαγή, πρώτα στον ήχο αλλά και εν μέρει στην κατεύθυνση. Αφήνοντας πίσω τον συγγενή χώρο των δυο προηγούμενων άλμπουμ, δημιουργούν έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα ήχο, μια εκδοχή που πλησιάζει περισσότερο μια σύγχρονη rock ηχογράφηση, περιέχοντας περισσότερα keyboards αλλά και πολλά ενδιαφέροντα εφέ στην κιθάρα από τον Dalone. Παράλληλα τολμούν να δοκιμάσουν το χάρισμα της μελωδίας τους σε διαφορετικές απόπειρες. Το αποτέλεσμα είναι ένα άλμπουμ εμφανώς διαφορετικό και ιδιαίτερο, πιο ευρύχωρο και τολμηρό. Κάποια αυτονόητα παραδείγματα είναι το υμνικό “We Rule”, και το 7λεπτο, επικό και υποβλητικό ομότιτλο τραγούδι.
Βέβαια, η απόπειρα απόκλισης και η επιλογή της δύσβατης διαδρομής, πληρώνονται. Είναι πραγματικά απίστευτη η αρνητικότητα και η αποδοκιμασία που έχει άδικα γνωρίσει το άλμπουμ από την κύρια βάση των παραδοσιακών οπαδών τους. Η γκρίνια τελικά έφερε αποτελέσματα: το γκρουπ, όπως φανερά υποδηλώνει και ο τίτλος του νέου άλμπουμ, επιστρέφει πανηγυρικά στην ασφαλή αγκαλιά του παλιότερου εαυτού του, ή στην ακούσια αιχμαλωσία του κοινού του, δίνοντας ξανά το προσδοκώμενο.
Η παραγωγή επαναφέρει άμεσα τις προβλεπόμενες ισορροπίες και τραβάει την κουρτίνα για την παραγωγική μηχανή των H.E.A.T να κατακτήσει όλα τα υποθετικά ραδιόφωνα του πλανήτη. Γιατί, πέρα από την βεβαιότητα της συνταγής, η αλήθεια είναι πως το χάρισμα του γκρουπ να γεννά εν δυνάμει singles μοιάζει να συνοδεύεται από μαγικές συντεταγμένες που δεν επιτρέπουν τα λάθη. Είναι ανώφελο να αναρωτηθεί κανείς αν έχουν στις 11 νέες συνθέσεις το ελιξίριο για τα στερητικά του σύγχρονου hard rock ακροατή, αφού αυτό το κάνουν σα να αναπνέουν.
Άλλοτε περισσότερο συνθηματικοί και έτοιμοι για τις επόμενες βραδιές της αρένας και αλλού πιο φινετσάτοι και ντελικάτοι όπως στο καταπληκτικό “Come Clean”, ή στην παγίδα του “Adrenaline”, θα βρουν χώρο και για μια δόση κρυπτικής hard/bluesy τραχύτητας στο “We Are Gods”, και θα καλοπιάσουν τα θηλυκά με την μπαλάντα του “Nothing To Say”.
Όλα τα παραπάνω πραγματοποιούνται με τη συνοδεία ενός ήχου αψεγάδιαστου, ενώ υπάρχουν αμέτρητες προσεγμένες λεπτομέρειες που πλουτίζουν την ταυτότητα των συνθέσεων. Είναι μάλλον ανώφελο να αναρωτηθούμε για τη συνέπεια των συγκεκριμένων μουσικών ή για τη σφραγίδα της ερμηνεία του Eric.
Στο σημερινό κόσμο του σύγχρονου hard rock, οι H.E.A.T παραμένουν μια ευχάριστη πολυτέλεια σε όλες τους τις μεταμορφώσεις, ακόμα και στην κάπως προκάτ, με ασφαλή τρόπο, ελκυστική εκδοχή τους. Κάπου πιο πίσω από όλα αυτά, η ένσταση βέβαια παραμένει. Εκείνος ο συναρπαστικός, υπέροχος δρόμος προς το άγνωστο έμεινε και πάλι έρημος.