Έχω δηλώσει πολλές φορές και σε κάθε ευκαιρία, το πόσο ευγνωμονώ τους Leprous για τον μουσικό κόσμο και τα ταξίδια που μου έχουν προσφέρει την τελευταία δεκαετία.
Αν και δεν τους είχα δει στις παρθενικές τους εμφανίσεις στη χώρα μας το 2010 και 2011 ως support band, τους είχα απολαύσει το 2015 στο ΑΝ Club ως headliners, στην περιοδεία του λατρεμένου μου “The Congregation” και φυσικά στην εκπληκτική εμφάνιση στα τέλη του 2018, πάλι στο Fuzz Club, για το “Malina” – ένα από τα live που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Με μεγάλη λαχτάρα λοιπόν ξεκίνησα το απόγευμα του Σαββάτου για την Πατριάρχου Ιωακείμ, ώστε να τους απολαύσω για τρίτη φορά, με έξτρα χαρά για την επιστροφή των Γάλλων Klone μαζί τους, αλλά και την παρθενική εμφάνιση των Maraton στα μέρη μας.
Πριν τις 19.30 βρισκόμουν μέσα στο venue και απολάμβανα το πλούσιο merch bench των συγκροτημάτων, με CD και βινύλια, αλλά κυρίως πολλά σχέδια στα t-shirts. Ο merch “μπουφές” στις συναυλίες, μου ανοίγει την όρεξη γι’ αυτό που πρόκειται να παρακολουθήσω, είτε έχω λεφτά να αγοράσω και να στηρίξω, είτε όχι. Κατεβάζοντας την μισή Leprous γκαρνταρόμπα, ήμουν έτοιμος να προχωρήσω πιο μέσα και να αράξω δίπλα στην κονσόλα του ηχολήπτη που αυτή τη φορά, βρισκόταν στην μέση της αρένας του κυρίως χώρου του Fuzz.
Χωρίς καθυστέρηση και μάλιστα νωρίτερα από το προβλεπόμενο, οι Νορβηγοί Maraton βρέθηκαν στην σκηνή στις 19.50.
Ακόμα και αν δεν γνωρίζεις την μουσική τους, από τα πρώτα κιόλας λεπτά σε κερδίζει ο frontman της μπάντας, Fredrik Bergersen Klemp. Χαρισματικός, ορεξάτος, χαμογελαστός, έτοιμος να ξεσηκώσει και να σε κάνει να νιώσεις ζεστά με την μπάντα του.
Από το εναρκτήριο “Prime”, η μπάντα έκλεψε χειροκροτήματα από το μέχρι τότε, μισογεμάτο Fuzz και δούλεψε σκληρά για να κερδίσουν όλα όσα τους αξίζουν on stage.
Το αγαπημένο “Almost Human” ήταν μαγική στιγμή της εμφάνισής τους, και ο Fredrik με τη φωνάρα του, δεν ήταν φοβερός μόνο τραγουδώντας μπροστά στο μικρόφωνο, αλλά και μιλώντας στον κόσμο από την άκρη του stage χωρίς μικρόφωνο – επικοινωνιακός, ξεσηκωτικός και με μία σπάνια ειλικρίνεια ενέργειας στα μάτια του και στο σώμα του που, όχι μόνο κυλήθηκε στην σκηνή αλλά περιφέρθηκε και off stage, ανάμεσα στον κόσμο, καθώς ο frontman τραγούδησε χωρίς να χάσει νότα από κάθε πιθανό μέρος του venue.
Το μόνο αρνητικό, ήταν ο μπουκωμένος ήχος της εμφάνισής τους, αλλά σαφώς και δεν ευθύνονται οι Maraton γι’ αυτό – αντιθέτως, ο καθαρός ήχος της μουσικής τους, βοήθησε την ηχοληπτική κατάσταση και τα 35 λεπτά τους ήταν απολαυστικά.
Maraton setlist:
Prime
Almost Human
Seismic
Change of Skin
Mosaic
Altered State
Spectral Friends
Στις 20.40, την σκηνή κατέλαβαν οι Γάλλοι Klone, μία μπάντα όπου ο προοδευτικός ήχος τους άλλαξε πολύ μέσα στα 15 χρόνια της καριέρας τους και ειδικά στα τελευταία δύο albums.
Έχοντας κυκλοφορήσει το album “Le Grand Voyage” μόλις πριν πέντε μήνες, το setlist της μπάντας από το Poitiers ήταν ουσιαστικά η προώθησή του, με πολλά τραγούδια από αυτό και μερικά λιγότερα από το “Here Comes The Sun” του 2015, τα οποία έχουν παρεμφερές ηχητικό concept.
Ο ήχος ήταν “κρυστάλλινος”, η μπάντα άρτια από κάθε άποψη, ο Yann Ligner πολύ καλός τραγουδιστής και η ατμόσφαιρα του μελωδικότατου, πλέον, rock τους, μία ήρεμη δύναμη.
Εκτός από το γεγονός ότι τα τραγούδια των δύο τελευταίων albums πολλές φορές μοιάζουν, και αυτό φάνηκε στο 45λεπτο set τους, μου άφησαν πολύ καλές εντυπώσεις και πολύ όμορφες εκτελέσεις αγαπημένων τραγουδιών, όπως τα “Sealed” και “Immersion”.
Θα ήθελα πολύ να έσπαγαν το υπνωτιστικό tempo και status των περισσότερων τραγουδιών που έπαιξαν, με λίγα πιο δυνατά τραγούδια από το παρελθόν τους, από albums όπως το “Black Days” ή το “All Seeing Eye”. Ίσως την επόμενη φορά.
Klone setlist:
Yonder
Rocket Smoke
Breach
Sealed
Grim Dance
Immersion
Nebulous
Silver Gate
Στις 21.25 οι Klone αποχαιρέτησαν την σκηνή και εμάς μετά από έντονο χειροκρότημα ενός γεμάτου Fuzz και ενώ η αγωνία για την άφιξη των headliners ήταν ζωντανή και έντονη, το ίδιο ήταν και η ανυπομονησία που αυξήθηκε πολύ μετά από 40 λεπτά προετοιμασίας της σκηνής για τους Leprous.
Στις 22.05, ο Robin Ogdenal πήρε θέση μπροστά από τα πλήκτρα του Einar Solberg, χαρίζοντάς μας τις πρώτες νότες του “Below”. Μα τους θεούς, τέτοια ανατριχίλα που ένιωθα κατά τη διάρκεια των έξι λεπτών του τραγουδιού, είχα να νιώσω χρόνια – χρησιμοποιώ συχνά αυτή την λέξη, όταν την αισθάνομαι, αλλά εδώ μιλάω για έξι λεπτά κυριολεκτικής ανατριχίλας, μέχρι που ανησύχησα αν θα ξαναγυρίσω ποτέ στην φυσιολογική μου κατάσταση.
Μέχρι να συνέλθω από το χαστούκι συγκίνησης από την έναρξη του set των Leprous, με τον ίδιο τρόπο που ανοίγει και το τελευταίο τους αριστουργηματικό album “Pitfalls”, χρειάστηκε ένα ολόκληρο “I Lose Hope” για να συνειδητοποιήσω πως η πιο αγαπημένη μου μπάντα της τελευταίας δεκαετίας είναι σε καλύτερη φόρμα από ποτέ και σε απόσταση μερικών μέτρων μόλις, ξεδιπλώνει τα εξωπραγματικά ταλέντα των μελών της.
Ο Einar ξεκίνησε να μαγεύει και να κάνει τον κόσμο να ζητωκραυγάζει πριν καν ανοίξει το στόμα του στο “Below”, πόσο μάλλον μετά από δύο τραγούδια και ακόμα περισσότερο όταν για πρώτη φορά στα χρονικά των συναυλιών των Leprous, μας καλησπέρισε και μας ενημέρωσε πως ένα από τα πράγματα που έχουν αλλάξει από τις προηγούμενες συναυλίες στη χώρα μας, είναι ότι έγινε επικοινωνιακός και πως θα μιλάει περισσότερο ανάμεσα στα τραγούδια – και τα κατάφερε 100%, με τρομερό χιούμορ, αυτοσαρκασμό και έξυπνες ατάκες!
Η συνέχεια μας γύρισε στο “Malina”, με το αγαπημένο του κόσμου “Stuck” και οι όμορφες εκπλήξεις από το παρελθόν συνεχίστηκαν με το “The Valley” και το “Foe” από το έπος “Coal”, ενώ το τελευταίο το ένωσαν υπέροχα στα μισά του με το “The Flood” από το μαγικό “The Congregation”.
Η αρένα ήταν πλέον γεμάτη, στα όρια του να δυσκολευόμαστε να κουνηθούμε στους ρυθμούς των τραγουδιών, αλλά και ολοκληρωτικά δοσμένη στα έξι μέλη που δεν σε συνεπαίρνουν μόνο με το βιρτουόζικο παίξιμό τους, αλλά κυρίως με το τίμιο συναίσθημα που πηγάζει από αυτό.
Το single “From The Flame” δημιούργησε πολλά ρίχτερ και οι Leprous βρήκαν τον τρόπο μέσα από το “Observe The Train” να μας ταξιδέψουν σε ένα άλλο σύμπαν, αυτό το ανήσυχα ήρεμο, γλυκά “θλιμμένο τοπίο” του “Pitfalls”, με τα τρία από τα έξι μέλη να παίζουν πλήκτρα για να αποδοθεί πλήρως το συναίσθημά του.
Το “Alleviate”, ως single και video, ίσως να έχει αγαπηθεί περισσότερο από τα άλλα νέα τραγούδια της μπάντας από το Ελληνικό κοινό, που συνοδεύει κάθε νότα και κραυγή του Einar.
Προτρέποντάς μας να κάνουμε λίγη ησυχία, ο ψηλός και εντυπωσιακός frontman μαζί με τον απίστευτο τσελίστα Raph Weinroth-Browne που είναι πλέον μόνιμο μέλος της μπάντας και είχαμε απολαύσει και το 2018, έπαιξαν έναν αποστομωτικό ιντερλούδιο, με τα φωνητικά του Einar να κάνουν και τον πιο άκαρδο άνθρωπο του κόσμου να λυγίσει – εμένα σίγουρα έκαναν την υπέροχη, βαριά ψυχολογική μου κατάσταση να κολυμπήσει ακόμα πιο βαθιά, σε μέρη που δύσκολα σε πάει η τέχνη στις μέρες μας. Αλλά τελικά, αυτό δεν είναι το ζητούμενο στην μουσική και την τέχνη γενικότερα; Αυτό δεν κάνει έναν καλλιτέχνη που το πετυχαίνει να ξεχωρίζει;
Το συνταρακτικό εισαγωγικό, κατέληξε σε ένα ακόμα πιο υπέροχο και από την studio εκτέλεση “The Cloak”, ένα τραγούδι σημαντικό για μένα αφού ήταν η γνωριμία μου μαζί τους πριν επτά χρόνια, που με έκανε διπλά χαρούμενο για την επιλογή του στο φετινό setlist.
Ένα από τα πλέον μαγικά τραγούδια του “Pitfalls”, το “Distant Bells”, λειτούργησε ως το κλείσιμο της αυλαίας – για μία ακόμη φορά, με μία ζωντανή εκτέλεση ακόμα πιο “ζωντανή” και βαθιά από το στουντιακό πρωτότυπο, πράγμα που δηλώνει ευθέως πως η εμπειρία του “Pitfalls” φτάνει στην ολοκλήρωση και ξεκλειδώνει πλήρως με την live απόδοσή της.
Δεν υπήρχε άνθρωπος που να ήθελε ή να πίστεψε πως ένα τέτοιο live θα τελείωνε ακριβώς εκεί – και ευτυχώς, τα ασταμάτητα χειροκροτήματά μας, σε ένα χώρο τόσο κατάμεστο όπου δεν μπορούσαμε πολλές φορές να φέρουμε τα χέρια στην τελική τους θέση για να το κάνουν, έφεραν πίσω τους Leprous για encore.
Οι πρώτες νότες του “The Price”, έφεραν την ευφορία και τον “οργασμό” πριν καν το τραγούδι μπει στο πρώτο του ρεφρέν. Υπέροχη στιγμή μιας υπέροχης, πραγματικά, ζωντανής εμφάνισης, αν και άτυχη για τον Einar, ο οποίος γλύστρησε από τα πλαστικά προστατευτικά των προβολέων στην άκρη της σκηνής και ξαφνικά χάθηκε από τα μάτια μας και τα αυτιά μας, αφού πρώτα παρέσυρε βάσεις μικροφώνων και πλήκτρα μαζί του.
Ευτυχώς, ο τεράστιος μουσικός δεν χτύπησε, ανέβηκε στην σκηνή και συνέχισε να τραγουδά κανονικά από άλλο μικρόφωνο, μέχρι να αποκατασταθεί το μικρό χάος που δημιουργήθηκε επί σκηνής – με μία compact μπάντα πίσω του, η οποία δεν έχασε ούτε νότα κατά τη διάρκεια του ατυχήματος και με εμάς να τον εμψυχώνουμε χειροκροτώντας δίχως αύριο.
Η ατάκα του μετά το πέρας του τραγουδιού ήταν ιστορική: “How did it feel to witness the most embarrassing moment of my life?”. Όπως είπα πριν, τεράστιος!
Ακόμα και αν η πτώση κατάφερε να φέρει σε μερικούς γέλιο, τους κόπηκε απότομα όταν η σκηνή έγινε κατακόκκινη και το “The Sky Is Red” ήχησε σαν συναγερμός της τελευταίας νύχτας του κόσμου μέσα στο Fuzz. Ναι, είναι επιβλητικό και το πλέον ιδανικό κλείσιμο του “Pitfalls”, αλλά η εμπειρία της ζωντανής του εκτέλεσης είναι διπλάσια εφιαλτική και ένα πραγματικό τέλος κόσμου – εσωτερικού και όχι μόνο.
Κάθε μουσικός επί σκηνής, ήταν ένας μαύρος άγγελος. Το βλέμμα του Tor ήταν κατάμαυρο, σε κάρφωνε από όποια γωνία και να τον κοιτούσες και έκανε την τέλεια αντίθεση με το κόκκινο του πολέμου που διαδραματιζόταν επί σκηνής.
Ο Baard, που για μένα είναι με διαφορά ο σημαντικότερος σύγχρονος drummer του προοδευτικού ήχου, δεν ήταν απλώς μαύρος άγγελος, αλλά δαιμονισμένος και τα χέρια του οδηγούσαν τα φαινόμενα του κόκκινου ουρανού κατά την επιθυμία του.
Χωρίς υπερβολή, λίγα λεπτά μετά το δεύτερο μέρος του τραγουδιού, είχα μπει στο τριπάκι του να νιώθω και να πιστεύω πως αν άφηνα το venue και έβγαινα έξω, θα πιστοποιούσα ότι όλη η ανθρωπότητα είναι νεκρή και οι μόνοι επιζώντες ήμασταν εμείς μέσα στο Fuzz. Ένα πλήρες post-apocalyptic τοπίο, δημιουργήθηκε μέσα στο κεφάλι μου εξαιτίας αυτών των τόσο μοναδικών μουσικών.
Ακόμα και αν το live τελείωνε πλέον εκεί, θα ήταν τέλειο. Αλλά οι τέλειοι καλλιτέχνες, χαρίζοντάς μας ένα ακόμα encore (για πρώτη φορά σε εμφάνισή τους, όπως τόνισε ο Einar), έκλεισαν αυτή την εμπειρία με το “Slave”, έναν από τους ύμνους τους που, η αυθόρμητα θλιμμένη ομορφιά του, πονάει περισσότερο από άλλους. Αλήθεια, δεν θα μπορούσαν να μας αφήσουν με καλύτερο, πιο ολοκληρωμένο τρόπο.
Αδυνατώ να πιστέψω πως βρήκα λέξεις για να περιγράψω έστω και λίγο, αυτό που έζησα σε αυτή την τρίτη μου επίσκεψη στον ζωντανό κόσμο των Leprous.
Με διαφορά ήταν η καλύτερη και ας μου επιτραπούν τα κεφαλαία, αυτό ήταν ο ορισμός του ΤΕΛΕΙΟΥ live, χωρίς καμία υπερβολή.
Και αυτή η τελειότητα αυτών των καλλιτεχνών, είναι πλέον η βάση για όλες τις εμπειρίες που θα μας προσφέρουν από εδώ και στο εξής, ζωντανές και στουντιακές – και θυμηθείτε τα λόγια μου: έρχονται πολλές ακόμα.
Όσα ευχαριστώ και να πω γι’ αυτή την εξωσωματική εμπειρία, Einar, Tor, Baard, Simen, Robin και Raphael, θα είναι πολύ πιο λίγα από όσα μου έχετε προσφέρει εδώ και μία δεκαετία.
Leprous setlist:
Below
I Lose Hope
Stuck
The Valley
Foe
The Flood
From the Flame
Observe the Train
Alleviate
The Cloak
Distant Bells
The Price
The Sky Is Red
Slave
Φωτογραφίες : Δέσποινα Σταματάκη
Videos : Ιωάννης Φράγκος / Δημήτρης Ζαμπός