Ο Nick Barrett είναι από εκείνους τους ανθρώπους που φανερώνουν στην όψη τους το περιεχόμενο της ψυχής τους. Αυτό το πρόσωπο του παραστατικού αφηγητή, σε συνάρτηση με όλη αυτή τη μακροχρόνια προσφορά ήχων, κάνει εύκολα τη φαντασία να τον μεταμορφώνει στον τρίτο αδερφό Grimm που καθόταν στο πιάνο όταν αυτοί έγραφαν, ή στον άγνωστο φίλο του Dickens που έντυσε με μουσική την «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία».
Ήδη από το 2018 πέρασε το φράγμα των 40 ετών διαδρομής. Επιτέλους είχα την τύχη να τον δω στην ψυχρή, γεωμετρική του Zoetermeer, στη νότια Ολλανδία, να σκορπίζει αειθαλής την παραμυθένια του σκόνη για περισσότερο από τρεις ώρες, στην αναδρομή μιας καριέρας που σίγουρα έδωσε περισσότερα από όσα πήρε.
Πάνε σχεδόν 6 χρόνια από το “Men Who Climb Mountains” που έμοιαζε να ενισχύει κι άλλο την ανανεωτική απόπειρα του Barrett να προσδώσει έναν περισσότερο κιθαριστικό, groovy αλλά και πιο απογυμνωμένο από ενορχηστρώσεις ήχο, χωρίς να υποβαθμίσει φυσικά τον αμίμητο λυρισμό του. Ήταν ένα άλμπουμ για τους δραπέτες από την καθημερινότητα της ζωής, τους ορειβάτες και τις περίεργες εσωτερικές τους φωνές, που έκρυβε την καρδιά του στο αριστουργηματικό “Explorers Of The Infinite”, με την ονομαστική αναφορά στο φινάλε πολλών που άφησαν την τελευταία τους πνοή σε κάποιο βουνό.
Με τον οπτιμιστικό του τίτλο, ο Barrett συνεχίζει να γράφει μουσική που είναι ο πολύχρωμος προβολέας της ομορφιάς πάνω στην ασχήμια της ζωής. Είναι μόλις το πρώτο άλμπουμ για τον νεαρό ντράμερ Jan-Vincent Velazco, την τελευταία προσθήκη, από το 2015, στην ομάδα των Pendragon. Σταθεροί πυλώνες παραμένουν, ο συνοδοιπόρος του από το ξεκίνημα μπασίστας Peter Gee, και ο εμβληματικός κημπορντίστας του neoprog χώρου, Clive Nolan. Το άλμπουμ τυλίγεται από το μαγευτικό (όπως συνηθίζεται στις δουλειές τους) artwork της σχεδιάστριας Liz Saddington.
Με φόντο την έντονη παρουσία του στοιχείου του νερού, τόσο στο εξώφυλλο όσο και τους τίτλους, στο ενδέκατο στούντιο άλμπουμ συναντούμε τους πιο πληθωρικούς Pendragon, από άποψη ηχοχρωμάτων, διαθέσεων και ενορχηστρώσεων. Στα σχεδόν 65 λεπτά του άλμπουμ, η ηχητική του προσέγγιση θυμίζει μια γέφυρα που μεταφέρει με ισορροπία το παρελθόν και το παρόν. Για κάποιους που ένιωσαν πως η εξέλιξη των τριών τελευταίων άλμπουμ αφαίρεσε ένα απαραίτητο τμήμα του dna τους, οι αισθητές αντηχήσεις της πρότερης περιόδου θα τους αγκαλιάσουν με ένα άμεσο αίσθημα οικειότητας. Σημασία έχει όμως πως η πολυμορφία που ξεδιπλώνει το άλμπουμ συνοδεύεται από σπουδαίες συνθέσεις. Ο συνδυασμός αυτός συνεχίζει να δίνει μια λυτρωτικά πανοραμική αίσθηση στην αντήχηση της μουσικής.
Αν, θέλοντας να προσεγγίσουμε το συνολικό στίγμα του “Love Over Fear”, επιλέξουμε ένα τραγούδι που περικλείει όλες τις διαδρομές του άλμπουμ, αυτό είναι σίγουρα το “Who Really Are We?”, ένα πυκνό μάθημα μουσικών διαθέσεων που σκιαγραφεί μια όμορφη, έντονη και δραματική διαδρομή. Ενδεικτική είναι και η δουλειά του Barrett στην κιθάρα, υπενθυμίζοντας απλά πόσο ξεχωριστός, ευρηματικός, ουσιαστικός και με μοναδικό ήχο, κιθαρίστας είναι.
Με τη γνώριμη, οικονομική τακτική του Barrett να χτίζει μελωδικά εναλλακτική παλίρροια και άμπωτη που κρατούν την ακοή μας σε μια ευγενική αναμονή, έρχονται τα “Truth And Lies”, “Soul And The Sea” και “Eternal Light”, ενώ οι μειλίχιες στιγμές στα “Starfish And The Moon” και “Whirlwind” απλώνουν μια υποβλητική, παυσίπονη μοναξιά.
Μια μικρή, ευχάριστη έκπληξη είναι το “360 Degrees”, ένας πανέμορφος folk ύμνος με μια μελωδία που τρυπώνει αμέσως στο μυαλό, ενώ όπως συχνά συμβαίνει, το άλμπουμ κλείνει με το “Afraid Of Everything”, και την στοιχειωμένη μελωδία-δορυφόρο να στροβιλίζεται ώσπου να σβήσει στο όμορφο αλλά αβέβαιο σύμπαν των Pendragon.
Με άφθαρτο, ατίθασο, ανεξάντλητο φίλτρο ρομαντικού 20χρονου, ο 58χρονος πια Barrett συμπληρώνει άλλο ένα αφηγηματικό κεφάλαιο αντίστασης στον κυνισμό, την οργή, την ευτέλεια και την πεζότητα αυτού του κόσμου, ή έστω του κόσμου που δημιουργούν όλοι αυτοί που διαισθάνεται πως βρίσκονται απέναντί του. Το χάρισμα παραμένει αειθαλές σε όσους συνεχίζουν να κρατούν ζωντανή την πίστη τους στην αξία της ζωής…
(Ο Dickens γύρισε στον άγνωστο φίλο του: «φυσικά, το νόημα της ιστορίας είναι πως το πνεύμα των Χριστουγέννων πρέπει να περνά καθημερινά στη ζωή μας για να χτυπηθεί η κοινωνική αδικία».
«Συμφωνώ», του απάντησε εκείνος, «εγώ έχω την ομορφιά της μουσικής να το αφηγηθώ, και την αγάπη. Αγάπη πάνω από το φόβο»).