Ένα όνομα που δεν ξεχνάς και δεν μπερδεύεις ποτέ.
Μια φωνή που χαράζεται με την πρώτη νότα σε κάθε υποσυνείδητο και ασυνείδητο.
Η μουσική στον κύριο και ουσιαστικό ρόλο της, στην μεταμόρφωση της ψυχής σε κάτι ανώτερο μέσα από ομοιοπαθητικά ταξίδια πολύ χαμηλά στον πάτο του σκοταδιού.
Να λοιπόν γιατί οι Leprous είναι ό,τι σημαντικότερο (μου) συνέβη μουσικά την προηγούμενη δεκαετία:
Στις αρχές των 00’s και όταν οι Radiohead μόλις είχαν γεννήσει ένα συγκλονιστικό “Kid A” και οι Massive Attack βρισκόντουσαν ακόμα στην κορυφή της Μπριστολικής λατρείας με το “Mezzanine”, ενώ αντίστοιχα ο Προμηθέας έφερε τη φωτιά στους Emperor και ανακοίνωσε τη διάλυσή τους, δύο νεαροί από το Notodden της Νορβηγίας, απόφάσισαν να δείξουν έμπρακτα την αγάπη τους σε όλους τους προαναφερθέντες: ο Einar Solberg στη φωνή και τα πλήκτρα, μαζί με τον Tor Oddmund Suhrke στις κιθάρες, ξεκίνησαν το ταξίδι τους στη χώρα των Λεπρών πολύ πριν το πρώτο τους δισκογραφικό παιδί με τίτλο “Tall Poppy Syndrome” δει το φως της ημέρας με τη βοήθεια της Αμερικάνικης εταιρείας Sensory, στα μισά του 2009.
Μια πενταετία πριν, το δίδυμο μαζί με μερικούς ακόμα επίσης βιρτουόζους μουσικούς, ξεκλείδωσε την μαγεία των Leprous στον κόσμο, με το πρώτο demo “Silent Waters” και μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 2006, ένα album-demo με τίτλο “Aeolia”και αέρα ντεμπούτου, πριν από το επίσημη άνοιγμα της “Tall Poppy…” αυλαίας.
Είναι δύσκολο, αλήθεια, να μην κολλήσεις με τον ήχο αυτής της μπάντας, από την demo εποχή ακόμα, πόσο μάλλον μετά από κάθε νέα κυκλοφορία στο πέρασμα των χρόνων. Το βασίλειό τους ήταν χτισμένο σε εντελώς διαφορετικό χώμα από τις υπόλοιπα “προοδευτικά”σύνολα της εποχής.
Το μόνο δύσκολο ήταν, τότε, αυτό που συμβαίνει (σχεδόν) πάντα με κάθε νέα μπάντα χωρίς συμβόλαιο, να μοιραστούν δηλαδή ευρέως τον μαγικό ήχο τους.
Όμως ο Αυτοκράτορας είχε άλλα σχέδια για αυτούς.
Το 2010, ο Einar και η παρέα του συνόδευσαν τον τεράστιο Ihsahn ως backing band σε ζωντανές του εμφανίσεις, πράγμα που βοήθησε πολύ τη φήμη και την εξάπλωση του ονόματος τους.
Πέρα από την ιδανική μουσική αρμονία ανάμεσα στον Ihsahn και τον Einar, τους συνδέει και ένα κοινό πρόσωπο: Η Heidi Solberg Tveitan, για πολλούς Ihriel, αδερφή του Einar και σύζυγος του Ihsahn, επίσης μουσικός και συνεργάτης και με τους δύο (ποιός μπορεί να ξεχάσει τους Peccatum, που για μια δημιουργική πενταετία, διατήρησε το ζεύγος?)
Το 2011 μπήκε με το δεξί και με την ανακοίνωση της μπάντας για το συμβόλαιό της με την Γερμανική Inside Out Music, μια από τις πλέον κατάλληλες στέγες για καλλιτέχνες χωρίς ταμπέλες αλλά με όραμα, ακριβώς σαν τους Leprous. Το ίδιο καλοκαίρι, γεννιέται και το δεύτερο album “Bilateral”, όπου ο Ihsahn ανταποδίδει την συνοδεία, τραγουδώντας ένα τραγούδι, το “Thorn”.
Μέχρι εκείνη την στιγμή, δεν είχα πάρει μυρωδιά για όλα αυτά, για το συγκρότημα που θα μου άλλαζε τη δεκαετία που πέρασε. Όμως δύο χρόνια μετά, οι Leprous επιστρέφουν με ένα album που ψυχικά και συναισθηματικά, είναι πολλά βήματα μπροστά από τα προηγούμενα, το “Coal” (review).
Εκτός από την ευχάριστη επανεμφάνιση του Ihsahn στο επικό “Contaminate Me” που κλείνει έναν αριστουργηματικό δίσκο, η μπάντα μας αρπάζει από τα μούτρα με το εναρκτήριο “Foe” και ειδικά από την μέση του album με το μαγικό “The Cloak” και ένα σερί με “The Valley”, “Salt” και “Echo” μας κλείνει το μάτι για την την συνέχεια και εξέλιξή της, για ένα άμεσο μέλλον όπου κάθε prog ταμπέλα θα τιναχτεί από πάνω της σαν σκόνη και κάθε σύγκριση με κάθε άλλη μπάντα του “είδους” απλά θα είναι αδόκιμη.
Το μεγάλο χαστούκι ήρθε μόλις στα μισά του 2015, όταν το Νοβηγικό φαινόμενο κυκλοφόρησαν το magnum opus τους, το album “The Congregation” (review): μια καθαρή κορυφή οπού το οξυγόνο επιτρέπει σε κάθε αίσθηση να αναπνεύσει και να φωνάξει πως ο ήχος είναι ελεύθερος από τα δεσμά κάθε μουσικής οριοθέτησης (συνέντευξη στο Rockway).
Οι Leprous δεν χρησιμοποιούν πλέον νότες για να είναι progressive, χρησιμοποιούν το progressive για να εκφράσουν κάθε έντονο συναίσθημα (“The Price”) , κάθε εσωτερική αναζήτηση (“Slave”) και κάθε ψυχική διάθεση που δημιουργείται σε αδιέξοδα (“Lower”) – και για όλα αυτά, διαφοροποιούνται από κάθε μπάντα και ιδίωμα.
Σημαντικότατη προσθήκη σε αυτό το album, ο νέος τους, βιρτουόζος drummer Baard Kolstad, που όχι μόνο λειτουργεί ως ένας σύγχρονος Peart / Zonder στην μπάντα, αλλά προσφέρει και ως συνθέτης.
Στα πλαίσια της περιοδείας τους για το “The Congregation”, οι Leprous επιστρέφουν στην Ελλάδα για την τρίτη τους συναυλία, αλλά πρώτη ως headliners σε ένα γεμάτο AN Club, τον Σεπτέμβριο του 2015 (live report).
Τον Αύγουστο του 2017, επιστρέφουν με μια ακόμα αριστουργηματική κατάθεση, το κινηματογραφικό “Malina” (review), ένα album στο οποίο κάνουν ξεκάθαρο πως ακόμα και οι ρόλοι των οργάνων σε αυτό το συγκρότημα δεν είναι συμβατικοί.
Οι κιθάρες και το μπάσο λειτουργούν ως το στιβαρό rhythm section ενώ τα jazz, ελεύθερα όργανα είναι τα τύμπανα και φυσικά, η φωνάρα του Einar ο οποίος έχει ήδη αποδείξει πως είναι μια από τις χαρακτηριστικότερες φωνές που έχει περάσει ποτέ από το μουσικό στερέωμα και ως άλλος Freddie Mercury, καθοδηγεί κάθε νότα και τραγούδι στα τοπία που θέλει να χρωματίσει ο ίδιος, παρέα με τους εκπληκτικούς μουσικούς του.
Τα μάτια και αυτιά του κόσμου είναι πλέον στραμμένα με απόλυτη προσοχή στην παρέα των Λεπρών και πάνω στο peak της επιτυχίας τους δισκογραφικά αλλά και ζωντανά με πολλές περιοδείες και εμφανίσεις, οι Leprous μας δείχνουν περίτρανα πόσο μεγάλη μπάντα είναι, κυκλοφορώντας το έκτο τους album “Pitfalls” (review), ένα ακόμα διαμάντι στην συλλογή τους που δεν αντιγράφει, ούτε καν μοιάζει με οτιδήποτε μας έχουν μάθει μέχρι και το “Malina”, δίνοντας έναν ακόμα πιο art pop & rock τόνο στα τραγούδια που ντύνουν την κατάθλιψη του Einar στο concept των υπέροχων στίχων του.
Αν και η δεκαετία που μόλις ξεκίνησε τους ανήκει, οι Leprous είναι ήδη τεράστιοι και έχουν καταφέρει άθλους, μεταφέροντας αυτούσια συναισθήματα ενδοφλεβίως σε όλους όσους τους νιώθουμε – πράγμα που μόνο οι σπάνιες περιπτώσεις μουσικών έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα στις αμέτρητες δεκαετίες της τέχνης.
Όσες φορές και να μας επισκεφθούν ζωντανά, θα είναι σαν την πρώτη: γεμάτες ένταση, μυστήριο, συναίσθημα και συγκίνηση.
Έτσι ακριβώς θα είναι και αυτή την έκτη φορά, που θα έχουμε την τιμή και τύχη να απολαύσουμε το Σάββατο 15 Φεβρουαρίου, στο Fuzz Live Music Club της Αθήνας (δελτίο τύπου) / (συνέντευξη στο Rockway).
“Is there any chance of recreation?”
Πηγές:
832