Καταρχήν χωρίς να θέλω να επαινέσω τους διοργανωτές, οι Levellers είναι μία από τις κορυφαίες live μπάντες του πλανήτη και μπράβο σε εκείνους που τους επέλεξαν για να τους θαυμάσουμε και ζωντανά. Η βραδιά ξεκίνησε με ένα ελπιδοφόρο καλλιτέχνη τον Ορέστη Ντάντο, ο οποίος με τις φορτισμένες ελληνόφωνες ηλεκτροακουστικές συνθέσεις του και τη ζεστή ερμηνεία του, κέρδισε το λιγοστό κοινό που είχε έρθει μέχρι εκείνη την ώρα και του ευχόμαστε να συνεχίσει και στο μέλλον σε αυτό το υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο.
Το Gagarin αν και μισογεμάτο αφού οι υποτιθέμενοι indie rock οπαδοί δεν γέμισαν το Club (αυτοί έχασαν),
έζησε απίθανες στιγμές από μία μπάντα που παίζει αυτό που λέμε ροκ για το λαό με απλότητα, κέφι και τρομερή ενέργεια. Οι σκοτσέζικες γκάιντες που ήχησαν ως εισαγωγή του “One Way” έδωσαν το σήμα για την έναρξη ενός ασταμάτητου folk-rock party. To θεότρελο βιολί του Jonathan Sevink συνδυαζόταν τέλεια με τις hard rock κιθάρες του Simon Friend (άψογος και στο μαντολίνο) και την υπέροχη φωνή του Mark Chadwick. Η επιβλητική σκηνική παρουσία του Jeremy Cunningham στο μπάσο έδινε μεγαλύτερη δύναμη στην εκτελεστική δεινότητα των μουσικών και ο κόσμος ανταποκρίθηκε άμεσα στο party που είχε ήδη ανάψει για τα καλά. Το μενού των Levellers περιλάμβανε σχεδόν όλα τα σπουδαία και υπέροχα
τραγούδια της μπάντας όπως τα “The Game”, “Fifteen Years”, “Liberty Song”, “Another Man’s Cause”, “Battle Of The Beanfield”, “The Riverflow” και όπως καταλαβαίνετε το θρυλικό άλμπουμ “Levelling the Land” είχε την τιμητική του. Άλλες στιγμές που ξεχώρισαν ήταν σίγουρα αυτό το τεράστιο “φουγάρο-όργανο” που βγήκε στη σκηνή και ονομάζεται Didjerido και αποτελεί μία ιδιαίτερη στιγμή του live ενώ η φανταστική διασκευή στο “The Devil Went Down to Georgia” των αξέχαστων Charlie Daniels Βand δημιούργησε μία εκρηκτική ατμόσφαιρα στο club. Η κλήρωση μίας κιθάρας για ένα τυχερό που θα είχε την υπογραφή της μπάντας αποτέλεσε ένα μικρό happening πριν από encore που ξεκίνησε με το zeppelinικό “Hope Street” και έκλεισε με δύο εξαίσια τραγούδια, τα “Carry me” και “Beatifull Day”. Για μένα που έχω δει αμέτρητα live (λόγω ηλικίας κυρίως…) ήταν μία εκπληκτική βραδιά και διαπίστωσα ότι αυτή η μπάντα ζει για το σανίδι και της εύχομαι να μείνει πολλά χρόνια εκεί πάνω και να ξαναπεράσει από τα μέρη μας και την επόμενη χρονιά.
Κείμενο: Φώτης Μελέτης
508