Στην εποχή που το πρόσφυμα “Rock” στον τίτλο κάθε καλοκαιρινού φεστιβάλ δοκιμάζεται (γιατί ο καθένας το νοηματοδοτεί όπως το καταλαβαίνει), η συνύπαρξη μορφών όπως ο Eric Burdon και οι Godfathers με διψασμένα, μελετημένα, τολμηρά και γι΄αυτό ελπιδοφόρα ελληνικά γκρουπ όπως οι V.I.C. και οι B.B.D. σημαίνει μια συνύπαρξη διαφορετικών γενεών και πλατιών τάσεων, όλων μ’ έναν κοινό παρονομαστή. Το πάθος για το ροκ ν΄ρολ.
Όμως “η κρίση” (αιτιολογία / δικαιολογία – πασπαρτού), το ότι κανένα απ΄τα σχήματα δεν εμφανίστηκε στα μέρη μας για πρώτη (αλλά μάλλον για πολλοστή) φορά, καθώς και η δεδομένη μεταλλαγή των μουσικών τάσεων της digital γενιάς, έφερε την Παρασκευή, 11 Ιουλίου, μπροστά στην Vibe Stage μόνο μερικές εκατοντάδες -ως επί το πλείστον αποφασισμένους- συναυλιαζόμενους. Αυτό δεν σημαίνει ότι η συναυλία δεν είχε επιτυχία, αν ορίσουμε ως τέτοια τη συμμετοχή του κοινού στα δρώμενα και την απόδοση των μουσικών.
Υπό αδυσώπητο ήλιο στις 17:30 ανέβηκαν στη σκηνή οι Beggar’s Blues Diary, το Αθηναϊκό τρίο που ήδη έχει κυκλοφορήσει τον τρίτο του δίσκο (“Desperate Rock N’ Roll”) και εξακολουθεί να δουλεύει στο δρόμο κομμάτια για τον επόμενο. Με προσωπικό, οστεώδη ήχο και όρεξη δυσανάλογη αφενός της άδικης ώρας εμφάνισης και αφετέρου της μικρής προσέλευσης του κοινού, απέδωσαν με ακρίβεια το groove των κομματιών, δίνοντας έμφαση στο τελευταίο τους άλμπουμ και παρουσιάζοντας δύο καινούρια κομμάτια.
Ο Γιάννης Πασσάς (κιθάρα/ φωνητικά/ σύνθεση/ στίχοι) είναι από αυτούς που τολμούν να ακολουθούν το ένστικτό τους, να γράφουν, να εξελίσσουν και να παίζουν κομμάτια που απηχούν τις προτιμήσεις τους (στα δικά μου αυτιά αυτές προδίδονται ως ψήγματα Cream/ MC5/ Motorhead/ Kyuss), έξω από σκοπιμότητες και εφήμερες τάσεις. Το δέσιμο της μπάντας (το τρίο συμπεριλαμβάνει τους Chili – μπάσο, ‘Αγγελο Τάνη – ντράμς) είναι ευδιάκριτο από τις συνεχείς ζωντανές εμφανίσεις και το άκουσμα αποπνέει αυτοπεποίθηση. Αν θέλουμε να μιλήσουμε και για τα “επουσιώδη”, το στήσιμο και το ύφος είναι και αυτά πειστικά. Δείτε τους από κοντά, σε μικρή σκηνή, για να το επιβεβαιώσετε. Αξίζουν.
Beggar’s Blues Diary setlist
That Road
Truth
Not My War
Dοve
Modern Baby (καινούριο κομμάτι)
Rocking In A Free World (διασκευή Neil Young)
Jesse James
At The Disco (καινούριο κομμάτι)
Motorchrist
Lunatic
Downtown Train
Λίγα λεπτά αργότερα, το συγκρότημα από τα Γιάννενα για το οποίο γίνεται ολοένα και περισσότερος λόγος (Villagers Of Ioannina City) ανέβηκε στη σκηνή. Ο πρώτος τους δίσκος με τίτλο “Riza” (με το εκπληκτικό εξώφυλλο, ένα κατεστραμμένο παλιό Volvo κάπου σ΄ένα ορεινό στροφιλίκι, με τον ουρανό αγέρωχο από πίσω) έχει καταφέρει να αποτυπώσει το ιδιαίτερα τολμηρό μίγμα ψυχεδέλειας και παραδοσιακών ηπειρώτικων οργάνων. Αυτό και απέδωσαν στη μία περίπου ώρα που έπαιξαν. Απέσπασαν κυριολεκτικά την προσοχή του κοινού που κατέφτανε νωχελικά ψάχνοντας για σκιά, ενώ η παρουσία των δικών τους φαν ανέβασε το θερμόμετρο κι άλλο.
Το ν’ ακούς σόλο κλαρίνο και πίπιζα εκεί που θα περίμενες κιθάρα, το να υποδέχεσαι τα δημοτικά ηλεκτρισμένα ριφ χωρίς να σου ξενίζουν, κι από πάνω να έχεις ένα συγκρότημα που κατέχει το σανίδι, που σε οδηγεί στο συντονισμό, δε συμβαίνει και κάθε μέρα. Με έναν αέρα που ξεκινά από Hawkwind, περνάει ξέσκουρα από Hocus Pocus, φλερτάρει με Corrosion Of Comformity (στα αργά τους) και απηχεί πανηγύρια με σολίστ τον Πετρολούκα Χαλκιά, οι “Βλάχοι” συγκίνησαν την αραιοκατοικημένη Vibe Stage με τον βαρύ τους ήχο. Την πεντάλεπτη instrumental εισαγωγή (“Kalesma”) ακολούθησαν τα “Echoes”, “Tabourla” και “Nova”, η ευφυής όσο και υποβλητική διασκευή “Γιάννη Μου Το Μαντήλι σου” (“Jiannim”).
Καταλυτική η παρουσία του ράσταμαν χειριστή των πνευστών Κωνσταντή Πιστιόλη, ενώ άδικο θα ήταν να μην υπογραμμίσει κανείς ότι όλο το γκρουπ έδειξε απόλυτα δοσμένο στο δύσκολο αυτό ύφος κάτι που πέρασε στο κοινό. Το χειροκρότημα του καταληκτικού κομματιού της εμφάνισης των Villagers, το “St. Triad” είναι αδιάψευστος κριτής ότι οι λίγοι της Μαλακάσας ήταν οπωσδήποτε τυχεροί που είδαν αυτό το γκρουπ. Σε όλη την Ευρώπη, η διασταύρωση των “folk” στοιχείων με την ψυχεδέλεια και τη βραχνή σαμπαθική δομή της κιθάρας θεωρείται “προχώ”. Στα μέρη μας, ευτυχώς αρκετοί έχουν αρχίσει ν΄ανοίγουν τ΄αυτιά τους σε τέτοια πειράματα και αυτό το πιστώνονται το δίχως άλλο οι Villagers.
Villagers of Ioannina City setlist
Kalesma
Echoes
Tabourla
Nova
Jiannim
Svarna
Ti Kako
Krasi
St. Triad
Η ώρα έφθασε οκτώ και ο ήλιος διακριτικά υποχώρησε. Οι Smirnoff σε πλαστικά σωληνάτα ποτήρια και οι Heineken σε πλαστικά μπουκάλια έφευγαν κατά ριπάς και καθώς πλησίαζε η ώρα των Godfathers, οι ορεξάτοι θαμώνες διαπιστώνουν ότι πιο άνετα από κάθε φορά μπορούν να ακουμπήσουν στο σίδερο που χωρίζει τη σκηνή από την πρώτη σειρά, αφού είναι δεν είναι, όλοι μαζί, εκατόν πενήντα. Ο Peter Coyne, με το μαύρο στενό κοστούμι κουμπωμένο στο κάτω κουμπί (μιλάμε για αυθεντική against the grain λεπτομέρεια), με το αυτοφυώς ζοχαδιακό μεταπανκ ύφος των Λονδρέζικων ‘80s, γονατίζει και κολλάει το σετ-λιστ στα μόνιτορ (κάτι μου θυμίζει) και ένας παραλίας ρωτάει δίπλα μου φωναχτά “αν οι Godfathers θα παίξουν εδώ ή στην άλλη σκηνή” (υπάρχουν και κάποιοι τέτοιοι μέσα στους 150).
Ο μπασίστας Chris Coyne φαίνεται λίγο παρμένος με τη μικρή προσέλευση, κρύβει κάτι κόκνεϋ φτυσίματα πίσω απ΄τα μαύρα γυαλιά του και στήνεται στο κέντρο της σκηνής. To γκρουπ μπαίνει με ασταμάτητα γκάζια για να ξορκίσει την άδεια Μαλακάσα, με τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου να παραδίνονται. Το σετ, ένα καλοπαιγμένο best of που χτυπάει στην καρδιά επαΐοντες και μη (όπως ο ανωτέρω παραλίας). Ο Τim James πίσω απ΄τα τύμπανα κρατάει δυνατά και οι κιθαρίστες Mauro Vanegas και Steve Crittall παρότι προ πολλού γνωστό ότι είναι μόνιμες ρεζέρβες είναι καλοκουρδισμένοι και άνετοι όσο πρέπει για το υλικό της μπάντας. Με τον μηδενιστικό ύμνο των ύστερων θατσερικών χρόνων “Birth, School, Work, Death”) εγκαταλείπουν τη σκηνή έχοντας ζεστάνει το κοινό για τα καλά.
The Godfathers setlist
She Gives Me Love
If I Only Had Time
Cause I Said So
Strange About Today
I’m Unsatisfied
Love Is Dead
I Can’t Sleep Tonight
Lonely Man
Unreal World
I’ll Never Forget What’s His Name
Just Because You’re Not Paranoid Doesn’t Mean To Say They’re Not Going To Get You!
That’s The Way I Feel
This Is War
I Want Everything
This Damn Nation
Birth, School, Work, Death
Με τους προβολείς πλέον απαραίτητους στο βουκολικό τοπίο του Terra Vibe και το κοινό να έχει φτάσει περίπου στα 300 άτομα, παρακολουθούμε τα ευγενή παππουδοειδή της μπάντας του Burdon να κάνουν ένα τελευταίο τσεκάρισμα στα όργανα. Τον έχω ξαναδεί σε χώρους όπως το Ρόδον, το Half Note ή Τεχνόπολη και πάντοτε ήταν απολαυστικός.
Πράγματι, για μια ακόμη φορά, το δέος γι΄αυτόν τον τεράστιο τραγουδιστή (αν και δεν μπορείς εύκολα να τον αποκαλέσεις μόνον έτσι) προκαλείται αβίαστα. Το μαλλί έγινε κατάλευκο, η κορμοστασιά βάρυνε, αλλά το υπαινικτικό χαμόγελο και το μπλουζάκι με το μήνυμα (αυτή τη φορά η μορφή του Τσε) είναι πάντα εκεί. Και αυτή η φωνή, κι αυτή εκεί. Βαθιά και πλατιά. Τέτοια που αντηχεί τα απογεύματα με τον Τζίμι Χέντριξ, τα μεσημέρια με τον Στηβ Μακ Κουήν και τις βόλτες με τις μηχανές στην έρημο, τα ψυχρά βράδια στις ανήλιαγες φυλακές της Δυτικής Γερμανίας. Μια φωνή που προξενεί ρίγη με την έκφραση, την οικονομία, τον τονισμό της.
Το μυσταγωγικό όπως πάντα “When I Was Young” υγραίνει τον αμφιβληστροειδή και το “Don’t Let Me Be Misunderstood”, σε χορταστική εκτέλεση με λευκά ρέγκε περάσματα, εισπράττει ενδυναμωμένο ρεφραίν από τους 300 της Μαλακάσας. Το συγκλονιστικό “Water” (απ΄το τελευταίο του άλμπουμ) δίνει χώρο στο “Spill The Wine” που πάντα μεταμορφώνει τον Burdon στο παιδαρέλι το χαμένο σ’ ένα όνειρο λαγνείας και μέθης, αυτό που αφηγούνται οι στίχοι. Κάποιος από πίσω φωνάζει “Woman Of The Rings”, αλλά τέτοια όνειρα είναι δύσκολο να υλοποιηθούν.
Το Hammond και οι δύο “κρουστοί” του σχήματος δίνουν ανανεωτική αύρα στα κομμάτια και ο Billy Watts στην κιθάρα γεμίζει όλα τα κλασσικά με ζεστές φράσεις. Το αρχετυπικό μπλουζ του “Before You Accuse Me” ταιριάζει γάντι στον Burdon και το τριπλό χτύπημα “We Gotta Get Out Of This Place/ River Is Rising” – “The House Of The Rising Sun” ανεβάζει το κοινό στο peak.
Για τα encore, έχει ψιθυριστεί ότι επίκειται συνεύρεση με τον Γιάννη Χαρούλη επί σκηνής. Θα μου επιτρέψετε να μην εκφράσω άποψη. Μουσικά, αν δεν είχα ιδέα τί εστί ο τελευταίος και δεν είχα επηρεαστεί από το hype που τον περιβάλλει, θα έλεγα ότι απέβη μετρίως μόνον ενδιαφέρουσα, ελαφρώς προβαρισμένη και βαρέως προβλέψιμη. Όλοι οι “νέοι” έλληνες και ξένοι “τοπικοί” ανά τον κόσμο καλλιτέχνες θέλουν να γράψουν στο βιογραφικό τους τέτοια απολύτως προσχεδιασμένα “τακίμια” με τα ιερά τέρατα. Ίσως να σας δίνει μια ιδέα το ότι όταν είχα έρθει αντιμέτωπος με αντίστοιχο ντουέτο Sting/ Νταλάρα to 2001 είχα προτιμήσει να την κάνω απ΄το O.A.K.A., έχοντας παρακολουθήσει πριν συγκλονιστικό Robert Plant, υπό βροχή.
Ο παππούς Burdon ολοκληρώνει τα 90 και κάτι λεπτά του και υποκλίνεται στο κοινό χαμογελώντας σαν πραγματικός παππούς προς εγγόνια. Είναι 73 κλεισμένα και σίγουρα δεν έχει εκχωρήσει τίποτε από την αξία του, δεν έχει διαγράψει τίποτε από το παρελθόν του, δεν έχει ανταλλάξει την αξιοπρέπειά του για τίποτε. Αυτοί που βιάστηκαν να μπουν στο club των “νεκρών εικοσιεφτάρηδων” (βλ. “27 Forever” από τον τελευταίο του δίσκο) μπορούν να είναι ήσυχοι εκεί ψηλά. Άφησαν πίσω τους τον καλύτερο. Αυτόν που θ΄αργήσει πολύ να κλείσει την κουρτίνα.
Eric Burdon setlist
Don’t Bring Me Down
When I Was Young
Inside-Looking Out
Don’t Let Me Be Misunderstood
Water
Spill The Wine
Monterey
Before You Accuse Me
Bo Diddley Special
I Believe To My Soul
We Gotta Get Out Of This Place / River Is Rising
The House Of The Rising Sun
Black Dog / Εκατόφυλλα (με Γιάννη Χαρούλη)
Μαύρη Πεταλούδα / Paint It Black (με Γιάννη Χαρούλη)
It’s My Life
Photos: Χριστίνα Αλώση
896