Δυόμιση περίπου δεκαετίες παλαιότερα, η rock ξαναγεννιέται από τις στάχτες της κυρίως με την έκρηξη τοπικών σκηνών από όπου ξεπηδούν alternative, indie, grunge “παρέες” που θα αφήσουν το στίγμα τους εμφανές στο πετσί της παγκόσμιας μοντέρνας μουσικής μέχρι σήμερα.
Τότε, λίγο πριν τα μέσα των ‘90s, σε μία παλιά, τυπικά γραφική πόλη των παγωμένων βορειοανατολικών αμερικανικών πολιτειών (Duluth/ Minnesota) εμφανίζεται ένα από τα πλέον παραγνωρισμένα και ταυτόχρονα πλέον ιδιαίτερα συγκροτήματα της περιόδου. Η εν λόγω μπάντα αποτελείται από τον Alan Sparhawk στις φωνές και τις κιθάρες, την σύζυγο του (Mimi Parker) που επίσης κάνει φωνητικά ενώ χαϊδεύει με brush-sticks ένα πολύ βασικό drum-set και τον John Nichols στο μπάσο.
Το trio διατηρεί κάποια από τα χαρακτηριστικά του νέου τότε ήχου, παραμένοντας απόλυτα ηλεκτρικό, με αρκετή παραμόρφωση στις κιθάρες και συναισθηματικά φορτισμένα ξεσπάσματα στις συνθέσεις του. Από την άλλη μεριά ο τρόπος με τον οποίο διοχετεύουν στα ηχεία την συντεθλιμμένη ψυχολογία του ανθρώπου της πόλης απέχει παρασάγγας από την συνήθη έκφραση των συγχρόνων τους. Χαμηλόφωνοι όσο δεν παίρνει, σχεδόν υποτονικοί, μελωδικοί, με μία λανθάνουσα ένταση να υποφώσκει διαρκώς χωρίς όμως να μετουσιώνεται σχεδόν ποτέ σε έκρηξη, αναγκάζουν (μαζί με κάποια, λίγα ακόμα συγκροτήματα) τους κριτικούς της εποχής να εφεύρουν τον όρο slow-core για να τους κατατάξουν.
Αυτήν την μπάντα μας χάρισε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ζωντανά η Fuzz Club Productions το Σάββατο της 24ης Ιανουαρίου. Ωστόσο, λίγο λόγω των εκλογών της επομένης που οδήγησαν αρκετό κόσμο μακριά από το κλεινόν άστυ, λίγο λόγω σημαντικών ταυτόχρονων συναυλιακών εκδηλώσεων σε άλλες μουσικές σκηνές, στις εννέα και τέταρτο η προσέλευση του κοινού στο Fuzz Live Music Club παραμένει μάλλον απογοητευτική. Γύρω στα διακόσια άτομα βρίσκονται στον χώρο παρά την επικείμενη εμφάνιση των Low.
Το πρόγραμμα ωστόσο τηρείται όπως ακριβώς έχει ανακοινωθεί από τους διοργανωτές και χωρίς περιττή αναμονή στις εννέα και εικοσιπέντε στην σκηνή βρίσκονται οι Kenny Freq. Πρόκειται για ένα κουαρτέτο (Ted Σουρβίνος, Κώστας Συνοδινός, Theo Παπ, Λεωνίδας Λαμπρόπουλος) με κιθάρες, ηλεκτρικό πιάνο/synths, μπάσο, τύμπανα και αγγλόφωνα φωνητικά το οποίο έχει συσταθεί αρκετά πρόσφατα, στα μέσα της περασμένης χρονιάς.
Το πρώτο άκουσμα του ήχου τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μία πολύ ταιριαστή επιλογή για την συγκεκριμένη συναυλία. Εμφανείς επιρροές από αμερικάνικες folk/blues μουσικές, vintage ηχόχρωμα με αρκετό reverb και overdrive , όμορφα φωνητικά. Κινούνται μεταξύ pop και alternative rock, κλίνοντας όμως ελαφρώς προς το δεύτερο. Αν θελήσουμε να δώσουμε μία αναφορά στον ακροατή που δεν τους γνωρίζει ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι φέρνουν στο νου τις πρόσφατες δουλειές του Sivert Hoyem και κατά την άποψη του γράφοντος αυτό μόνο θετικό μπορεί να είναι.
Η παρουσία τους είναι ιδιαιτέρως ευχάριστη με μόνη παρατήρηση ότι αν και ένας προς ένας δείχνουν να έχουν απόλυτο έλεγχο των μουσικών οργάνων τους και παρά τα όμορφα χρωματικά φωνητικά, ίσως η μπάντα χρειάζεται περισσότερο δέσιμο – λογικό δεδομένης της σύντομης συνεργασίας – και κάποια δουλειά στον ήχο ο οποίος “θολώνει” μην αφήνοντας να ακουστούν ξεκάθαρα παρά ελάχιστοι από τους στίχους τους. Στα σαράντα περίπου λεπτά της εμφάνισης τους εκτελούν έξι κομμάτια – μεταξύ των οποίων μία διασκευή των Velvet Underground (who loves the sun?)– και αποσπούν θετικότατες αντιδράσεις από τους παρευρισκόμενους, αφήνοντας μας να περιμένουμε ανυπόμονα μία νέα “συνάντηση”.
Kenny Freq setlist
Goodbye
Heart
Cuisine
Who loves the sun?
Half
Real Love
Στις δέκα και είκοσι ένα χρονόμετρο που μετρά αντίστροφα δέκα λεπτά προβάλλεται στην “πλάτη” της σκηνής του Fuzz. Με τον μηδενισμό του ξεκινάει ένα υπέροχο μουσικό ταξίδι με πρώτο κομμάτι το “No Comprende” ενώ τώρα στην οθόνη εμφανίζονται ασπρόμαυρες κινηματογραφήσεις πτήσεων από τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα που εντείνουν το νοσταλγικό συναίσθημα της μουσικής των Low. Το ακροατήριο δείχνει να αιχμαλωτίζεται άμεσα από τις όμορφες κιθάρες, τους αργόσυρτους ρυθμούς και τις γλυκές χαμηλόφωνες διφωνίες των Sparhawk και Parker. Ο Steve Garrington συνεισφέρει κυρίως στο μπάσο και ενίοτε στα πλήκτρα δένοντας άψογα το μουσικό σύνολο.
Οι Low εκτελούν κομμάτια από όλη σχεδόν την δισκογραφία τους χωρίς να εμμένουν σε κάποια συγκεκριμένη περίοδο. Κοιτώντας γύρω βλέπεις πρόσωπα που σιγοτραγουδούν τους στίχους ή να αναγνωρίζουν από τις πρώτες νότες τις μελωδίες των αμερικανών μουσικών, δείγμα ότι αν και ολιγάριθμο το σημερινό κοινό αποτελείται από ένθερμους, “διαβασμένους” fans, κάτι που κάνει την ατμόσφαιρα ζεστή και οικεία.
Δεν ξέρω πως θα μπορούσα χωρίς χρήση εικόνων να περιγράψω το συναίσθημα που η υποβλητική μουσική των Low υπαγορεύει κατά την ζωντανή τους εμφάνιση. Κάθε τους τραγούδι είναι ένας ουρανός βαρύς από γκρίζα σύννεφα που πλησιάζουν αργά κι απειλητικά. Ο ακροατής τα παρακολουθεί να συσσωρεύονται ψηλά, υπνωτισμένος. Κάποιες φορές τα σύννεφα θα περάσουν αφήνοντας τον να αιωρείται σαστισμένος –όπως στο Death of a salesman–, κάποιες θα φέρουν την καταιγίδα –όπως στο “Pissing”, όταν ο Sparhawk θα εκτελέσει ένα ανατριχιαστικό σόλο παίζοντας κιθάρα με τα δόντια του–, τις περισσότερες θα αδειάσουν πάνω μας μία λυτρωτική βροχή –όπως στο “Lullaby”.
Συμβάλλει σε αυτό και η δύναμη του κειμένου των στίχων τους που αν και λίγοι, πολλές φορές όχι πάνω από πέντε-έξι, έχουν την ιδιότητα να χαράζουν με την κοφτερή ακμή τους τον δρόμο προς την ψυχή μας. Όλα αυτά συμβαίνουν μπροστά σε ένα ακροατήριο που παρακολουθεί άφωνο, κατανυκτικά ήσυχο, σχεδόν αμίλητο, ψιθυρίζοντας μόνο και χειροκροτώντας με θέρμη μετά το τέλος κάθε τραγουδιού.
Δεκατέσσερα κομμάτια μετά της εμφάνιση τους στην σκηνή – μην ρωτήσετε σε πόσο χρόνο αντιστοιχεί, η μπάντα κατορθώνει προσωρινά να τον καταργήσει – οι Low κλείνουν το set, το ακροατήριο βγαίνει προς στιγμήν από την λήθη και καλεί με παρατεταμένο χειροκρότημα τους μουσικούς σε ένα encore. Εκείνοι κάπως αμήχανα, σαν να μην μπορούν να αρνηθούν επανέρχονται και παίζουν το πιο δυνατό κομμάτι της βραδιάς (“Canada”) ανεβάζοντας τις εντάσεις και αποδεικνύοντας ότι είναι σε θέση όποτε θέλουν να ελευθερώσουν περισσότερα decibel αλλά προτιμούν να χτίζουν την ένταση των τραγουδιών τους χρησιμοποιώντας συνειδητά τα λιτά τους, αφαιρετικά εργαλεία.
Κλείνουν με το Sunflower. O Sparhawk πλησιάζει όσο μπορεί τους θεατές, στην προέκταση της σκηνής. Περιορίζεται σε μερικά συνεσταλμένα λόγια, σχεδόν τραυλίζοντας κάποιες λέξεις, ευχαριστεί σεμνά και κυρίως σημειώνει ότι πολλοί άνθρωποι στον κόσμο έχουν στραμμένο το βλέμμα στην χώρα μας αυτή την στιγμή, ενόψει των εκλογών της επομένης, ελπίζει να νικήσουμε και εύχεται καλή τύχη. Άλλο ένα ζεστό χειροκρότημα. Υπέροχη συναυλία, υπέροχο κοινό, υπέροχοι Low.
Low setlist
No Comprende
Plastic Cup
On my own
Holy ghost
Monkey
Death of a salesman
Pissing
Words
Spanish translation
Lullaby
Point of disgust
Murderer
Especially me
Landslide
Canada
Sunflower
Photos: Βασιλική Παναγοπούλου
610