Ήταν ένα σχετικά ήσυχο βράδυ, όπως προδιαγραφόταν μέχρι και τις 8:30 περίπου.
Οι ελάχιστοι πιστοί, πιτσιρικάδες και μη, άρχισαν να καταφθάνουν περίπου εκείνη την ώρα για να δούνε τους Γερμανούς headliners εν δράσει, παραβλέποντας το event της βραδιάς που λάμβανε χώρο ελάχιστα χιλιόμετρα πιο κάτω (δεν υπάρχει περίπτωση καν να προφέρω τις λέξεις).
Τυπική στο πρόγραμμα της βραδιάς, η διοργανώτρια ανεβάζει λίγα λεπτά μετά τις 9:30 τους ανερχόμενους North Shore Lioness. Δε θα μπω στη διαδικασία να βάλω ταμπέλα στον ήχο τον παιδιών, αλλά τολμώ να πω ότι το κουιντέτο έχει καταβολές στον πρώιμο ήχο των Alexisonfire και των Funeral for A Friend, με όλα τα μελωδικά περάσματα που συνεπάγεται αυτό, αλλά έχοντας μία λίγο πιο επιθετική προσέγγιση, προς τιμήν τους. Συγκεκριμένα, μετά τα μισά του set τους, που ανέλαβε τα ηνία των φωνητικών σχεδόν αποκλειστικά ο μαλλιαρός και δραστήριος frontman τους και τα χαμηλοκουρδισμένα riff άρχισαν να γκρουβάρουν λίγο παραπάνω, μπορώ να πω ότι ψιλοπορώθηκα. Ομολογουμένως, είδα λίγο από τον εαυτό μου σε αυτά τα riff. Ίσως το μέλλον να επιφυλάσσει κάτι παραπάνω για τους NSL σε σχέση με τα αντίστοιχα αθηναϊκά γκρουπ , αν διαχειριστούν σοφά τη μουσική τους. Ο χρόνος θα δείξει.
Οι Against All Odds, που ακολουθούν λίγα λεπτά αργότερα έχουν πιο άμεση προσέγγιση στη μουσική τους. Με κάμποσα χρονάκια στην πλάτη τους και δύο LP στα μπαγκάζια τους, οι πέντε Αθηναίοι, δείχνουν προτίμηση σε πιο πρωτόλειες μορφές του ήχου που καθιέρωσαν μπάντες όπως οι Agnostic Front, Slapshot και λοιποί πάλαι ποτέ πρωταγωνιστές του punk/ hardcore. Η μπάντα δείχνει να ζεσταίνεται σταδιακά επί σκηνής, καθώς στα πρώτα κομμάτια φαίνεται κάπως συγκρατημένη και όχι ιδιαίτερα κινητική, όσο βέβαια επιτρέπει και η μικροσκοπική σκηνή του μαγαζιού για πέντε άτομα. Ανάμεσα στις ευθυτενείς συνθέσεις του γκρουπ και τα διάσπαρτα, εντούτοις χαρακτηριστικά για τον ήχο τους, gang vocals, το μικρό κοινό δείχνει δειλά-δειλά κάποια ανταπόκριση στα καλέσματα της χαρακτηριστικής φυσιογνωμίας του τραγουδιστή, Νίκου. Με μόνη ένσταση το γεγονός ότι ο drummer τους δεν έδειχνε ιδιαίτερα ενθουσιασμένος με την όλη κατάσταση, είναι μια αρκετά καλή νύχτα για τους AAO…
Και μια ακόμη καλύτερη για τους Βολιώτες My Turn, που παίζουν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα εντός των τοίχων του ΑΝ, καθώς συμμετείχαν και στο φιλανθρωπικό Slap ‘n’ Panic κάποιες μέρες πριν. Έχω μετρήσει ήδη αρκετά t-shirt του γκρουπ στους ίδιους και ίδιους πιτσιρικάδες που εμφανίζονται σε τέτοιου είδους χοροεσπερίδες. Την προηγούμενη φορά που είδα το γκρουπ να παίζει, ο frontman του δήλωνε ότι δεν επρόκειτο να επανέλθουν ζωντανά. Ίσως η νεκρανάσταση να τους πάει πολύ, ίσως να ήταν διαφημιστικό τρικ. Το σίγουρο είναι ότι έχουν πλέον διανύσει άπειρα χιλιόμετρα και αυτό είναι αρκετά εξόφθαλμο, τόσο από τεχνικής απόψεως, όσο και από πλευράς σκηνικής παρουσίας.
Το set κυλάει γρήγορα, από άποψη αφομοίωσης, και ο λιπόσαρκος κιθαρίστας της μπάντας δείχνει αρκετά ψυχωμένος με τα καθήκοντα του, όσο, βέβαια, και οι λοιποί της μπάντας, πράγμα που έχει αντίκτυπό και στον κόσμο. Όταν έρχεται η ώρα του ελληνόφωνου refrain του “Ούτε Στιγμή”, όλοι τραγουδάνε. Μία φωνούλα στα αριστερά μου, εκεί που κάθεται το διαβολάκι δηλαδή, ψιθυρίζει: “οι Έλληνες Sick of it All”. Βλάσφημο; Σίγουρα. Αλλά, όχι τελείως ανυπόστατο. Ωστόσο, τίποτα δε με προετοίμαζε για αυτό που θα ακολουθούσε…
Οι πέντε Γερμανοί καταλαμβάνουν τη σκηνή περί τις 11:30 και, παρ’ όλες τις μεταβολές που υπέστη το line-up τους, με κυριότερη την αποχώρηση της χαρακτηριστικότατης τραγουδίστριας της μπάντας, Larissa, τον περασμένο Αύγουστο, φαίνονται να μην πτοούνται για κανένα λόγο. Το ξεκίνημα του set τους έρχεται σα γροθιά στο στομάχι, καθώς όλοι, επί και κάτω από τη σκηνή, βρίσκονται στον αέρα.
Είναι ένα από εκείνα live που σκέφτομαι ότι καλύτερα να πιάσω τη γωνίτσα μου για να μην ποδοπατηθώ από τον αφηνιασμένο κόσμο, ο οποίος δείχνει να αντιδρά σε κάθε πρόσταγμα του νέου frontman,Dave, που, παρεμπιπτόντως, η φωνή του αποτελεί το ηχητικό αντίστοιχο ενός οδοστρωτήρα και σίγουρα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις το γκρουπ, πέραν του γεγονότος ότι δεν είναι γυναίκα όπως η προκάτοχος του. Ο σταθερός κιθαρίστας του γκρουπ, Tommy, στα αριστερά της σκηνής φαίνεται εξίσου ακατακάθιστος με τον frontman, καθώς όποτε κοιτάω προς το μέρος του διαπιστώνω ότι τις μισές φορές τα πόδια του δεν πατάνε καν στη σκηνή Ως είθισται σε τέτοιου είδους συνευρέσεις μπροστά στη σκηνή έχει δημιουργηθεί ένα μικρό πεδίο μάχης, με τους παρευρισκόμενους, που παραδόξως είναι κατά μεγάλο ποσοστό κοπέλες, να επιδίδονται σε κάθε λογής εκδηλώσεις εκτίμησης προς το γκρουπ.
Ειλικρινά, λυπήθηκα τους/ τις φωτογράφους που βρίσκονταν δίπλα στη σκηνή για να απαθανατίσουν το live. Ο Dave δυναμιτίζει ανά διαστήματα την ατμόσφαιρα προλογίζοντας κάποια από τα τραγούδια και όταν πλέον φτάνουν στο hit, για τα δεδομένα της μπάντας, “Stray from the Path”, η φωνούλα εξ’ αριστερών μου, μου λέει: “Το καλύτερο ξένο γκρουπ που έχω δει από το συγκεκριμένο διοργανωτή”.
Οι Wolf Down μετά από ένα συντομότατο encore και 45’ πυρακτωμένου, μεταλλίζοντος hardcore αποχαιρετούν τους 150 πιστούς παρευρισκόμενους. Εγώ πάω σπίτι να φάω το γιαουρτάκι μου και να βάλω τα πόδια μου σε μια λεκάνη ζεστό νερό, ως γνήσιο ραμολιμέντο. Αααααα, πονάω Πάντα τέτοια.
photos: Ναταλία Καλλιντέρη / Fields Have Eyes Photography
490