Για μια ακόμη νύχτα στο ΑΝ μετά από τους ισοπεδωτικούς Discharge με τελείως διαφορετικό ρεπερτόριο, καθώς όταν μπαίνω στο χώρο η μουσική υπόκρουση είναι το “Harvest Moon” του αγαπημένου Neil Young.
Ο καλλιτέχνης που ανοίγει το live στις 21:20 εμφανίζεται υπό το όνομα Pelion Rivers – το πραγματικό του όνομα είναι Άγγελος Αϊβάζης – και είναι, ενδεχομένως, η πρώτη του ζωντανή εμφάνιση υπό αυτό το ψευδώνυμο.
Το σετ του, ηχητικά, δεν απέχει πολύ από τον προαναφερθέντα θείο Neil , στις ακουστικές του δουλειές, και ό,τι έχει προηγηθεί ή ακολουθήσει αυτόν. Τα εύθυμα ακουστικά τραγούδια του αποτελούν καλό ζέσταμα και προέρχονται κυρίως από την επερχόμενη κυκλοφορία του. Κάνει εντύπωση το γεγονός ότι ακόμη και κάποιος φωτισμός επί σκηνής έχει στηθεί για την εμφάνιση ενός ατόμου με μία ακουστική κιθάρα πράγμα που προσθέτει πόντους στην εμφάνιση του.
Μετά από κάποιες ευχαριστίες αποχαιρετά με μία διασκευή στο “Don’t Think Twice” του Bob Dylan ολοκληρώνοντας το σχετικά σύντομο σετ του.
Οι Pale Oaks ανεβαίνουν στη σκηνή περί τις 22:20 μετά από σύντομο διάλειμμα και το κοινό έχει αυξηθεί και θερμανθεί αρκετά. Το σετ του κουαρτέτου, αποτελείται ως επί το πλείστον από τραγούδια του άρτι αφιχθέντος EP “I ‘ve Been Better” και κάποια επιπλέον που είναι ακυκλοφόρητα προς το παρόν. Η μπάντα είναι αεράτη όπως κάθε φορά και με τις ολοένα αυξανόμενες εμφανίσεις τους εντός και εκτός της χώρας.
Πέραν αυτού πρόκειται για μια μουσική μονάδα βετεράνων, καθώς ο frontman Άκης Βογιατζής και ο drummer Θοδωρής Βρανάς έχουν ξανασυνεργαστεί στους Satelights και τους Coastline Observatory, ενώ ο δεύτερος έπαιζε και στους No Balance. Τα υπόλοιπα μέλη, Γιάννης Λέφας και Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, έχουν εξίσου πλούσιο βιογραφικό, καθώς ο πρώτος ήταν μέλος των ανενεργών Chasing Suns ενώ ο δεύτερος παίζει στους we.own.the.sky.
Όπως και να έχει η μπάντα παίζει ένα καλοκουρδισμένο μείγμα συγκροτημάτων όπως οι Thrice και οι Jimmy Eat World – συνεχίζοντας τρόπον τινά αυτό που έκαναν παλιότερα με τις προηγούμενες μπάντες τους – αλλά με μία ισχυρή δόση ηλεκτρονικής pop της δεκαετίας του ΄80. Το αποτέλεσμα ακούγεται εκπληκτικό και παρά τα ένα – δύο, απολύτως ανεπαίσθητα λαθάκια, το κουαρτέτο υπόσχεται πολλά για το μέλλον. Το θηριώδες drumming του Βρανά, η ευαίσθητη, πλην στεντόρεια φωνή του Βογιατζή και το θριαμβευτικό tapping του Λέφα στο αποχαιρετιστήριο τραγούδι δείχνουν ίσως πρόκειται για μία από τις καλύτερες αυτήν τη στιγμή στην πρωτεύουσα.
Οι headliners καταλαμβάνουν τη σκηνή περί τις 23:00 και είναι εμφανές ότι έχουν εξελιχθεί πολύ σε σχέση με ό,τι έχω δει στο προπέρσινο Fuzztastic και το περσινό Rockwave, που, ούτως ή άλλως, στέκονταν πιο πάνω από πολλές, επαγγελματικές ή μη, μπάντες. Εν τοις πράγμασι αυτό που έχει αλλάξει είναι ένα μέλος και το δέσιμο της μπάντας που φαίνεται, πλέον, να το διασκεδάζει πλήρως που βρίσκεται επί σκηνής, γεγονός που όντως φαίνεται προς τα έξω, καθώς τα τέσσερα μέλη χορεύουν σχεδόν ακατάπαυστα καθ’ όλη τη διάρκεια του σετ. Για του μη μύστες άλλοι το αποκαλούν προοδευτικό rock, άλλοι ψυχεδελικό, αλλά αυτό που πιάνει κανείς πολύ εύκολα είναι η συγγένεια της μπάντας με τους Tame Impala και τους Beatles αλλά με πιο επίμονες και μεστές κιθάρες.
Οι βγαλμένες από άλλη εποχή, διπλές φωνές των Γιάννη Ράλλη και Βασίλη Νισσόπουλου είναι ακριβείς και μελωδικότατες σε σχεδόν υπνωτιστικό σημείο. Από την άλλη, ο σχετικά νέος στην μπάντα, κιθαρίστας Αλέκος Βουλγαράκης, στα αριστερά της σκηνής λικνίζεται σύγκορμος σε πολλά τραγούδια και με άνεση εναλλάσσει σε slide παίξιμο στην κιθάρα του, αποτελώντας σε πολλές περιπτώσεις το χορευτικό αντίβαρο – ταίρι του Νισσόπουλου που βρίσκεται στην άλλη μεριά της σκηνής, ξεσηκώνοντας και οι δυο κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες και groovy φιγούρες. Αλλά το πραγματικό θαύμα είναι ο Μανώλης Γιαννίκιος, ο οποίος στο πίσω μέρος της σκηνής βασανίζει τα drums του σε τέτοιο σημείο που πολλές φορές πιστεύω ότι κάποια μπαγκέτα θα μετατραπεί σε οδοντογλυφίδες ή κάποιο εξάρτημα των τυμπάνων θα καταρρεύσει κάτω από την βία των χτυπημάτων του. Πραγματικά θαυμαστός μουσικός και προς τιμήν του το εμβόλιμο solo του, χωρίς να σημαίνει ότι οι υπόλοιποι δεν απέδωσαν τα μάλα.
Από το σημείο που στέκομαι ορισμένες φορές χάνω την κιθάρα του frontman ,Γιάννη Ράλλη, αλλά αυτό λύνεται γρήγορα. Το σετ που αποτελείται από τραγούδια των δύο πολύ καλών δουλειών τους, “Yearling” και του φετινού “Hotshot” σίγουρα αποτελεί μια θριαμβευτική επιστροφή στα πάτρια και λήγει περί τις 12 και με πολλές ικανοποιημένες φάτσες να κινούνται προς τον πάγκο με το merch.
Μια πολύ καλή νύχτα για την εγχώρια μουσική.
Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου
617