Μου ‘χε ξανατύχει να “παίζει” συναυλία μέσα στο Πάσχα και να μην μπορώ να παρευρεθώ λόγω δουλειάς αλλά αυτή τη φορά δεν γινόταν και πάλι να μετανιώνω για κάτι που ήθελα να κάνω και το θυσίασα στον βωμό της εργασίας. Άδεια από την σημαία λοιπόν και τα 400 χλμ μου με χώριζαν από το Fuzz έμοιαζαν με απόσταση “ένα τσιγάρο δρόμος” αν αναλογιστούμε την επιθυμία μου να δω για πρώτη φορά ζωντανά τους Ufomammut.
Εννιά και πέντε εισέρχομαι σε ένα σχεδόν άδειο venue (θλίψη) και τινάζομαι μερικά βήματα πίσω από τον ηχητικό βομβαρδισμό που έβγαινε από το ηχεία. Οι Mock The Mankind ισοπέδωναν τον χώρο. Ρε, αλήθεια τώρα, τι ηχάρα ήταν αυτή; Τόσο γεμάτο rhythm session και τέτοια ισοπεδωτική κιθάρα καιρό είχα να ακούσω. Η τριάδα παρατεταγμένη σε σειρά μπροστά στην σκηνή, τα φώτα σβηστά και ένα υπέροχο ασπρόμαυρο πέπλο έντυνε τους Mock The Mankind. Τα εύστοχα visuals προσέθεταν το λιθαράκι τους επίσης και σε συνδυασμό με την επιβλητική παρουσία της μπάντας δημιουργούσαν ένα άρτιο σκηνικό για post-doom ήχους.
Έχοντας στις αποσκευές τους έναν υπέροχο δίσκο (“Ruination”), το μόνο που απέμενε ήταν η απόδοση του ζωντανά και σε αυτό το σημείο οι Mock The Mankind δεν μας απογοήτευσαν στο παραμικρό. Ο καθένας είχε το ρόλο του και πραγματικά είναι από τις στιγμές που καταλαβαίνεις ότι ένα μικρόφωνο και μερικά λόγια δεν χρειάζονται για να επικοινωνήσεις με τον κόσμο όταν εκφράζεσαι τόσο αληθινά με τις κινήσεις σου και την μουσική σου. Μοναδικό μειονέκτημα η αβεβαιότητα σε λιγοστά σημεία του drummer που έμοιαζε μη σίγουρος, με αποτέλεσμα τα χτυπήματα του στα πολύ αργά σημεία να χάνουν λίγο την σταθερότητα τους. Λεπτομέρειες για εμάς τους κομπλεξικούς είναι αυτά και το θερμό χειροκρότημα όλων μας μετά από 40 λεπτά και η ικανοποίηση στα βλέμματα της μπάντας αποδείκνυε πως η δουλειά είχε γίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Οι διαδικασίες για την είσοδο τον Ufomammut κράτησαν ελάχιστα και οι Ιταλική τριάδα εμφανίστηκε στην σκηνή 5 λεπτά πριν την προγραμματισμένη έναρξη. Και εκεί που περιμένω να εξαϋλωθώ από την ένταση και την βαρβατίλα συνειδητοποιώ ότι σε απόσταση 10 μέτρων από την σκηνή καταφέρνω και συνομιλώ με άνεση με τον κολλητό μου. Η αρχή δεν προϊδέαζε με τίποτα αυτό που περίμενα και άρχισα να αναρωτιέμαι τι δεν πάει καλά. Όπως και να το κάνουμε πάντως η παικτική ικανότητα των Ufomammut και το απαράμιλλο δέσιμο αυτής της μπάντας δεν γινόταν να κρυφτεί πίσω από έναν ανεξήγητα αδύναμο ήχο με βάση πάντα αυτό που περιμένεις από μια μπάντα που βασίζει πολλά στον ισοπεδωτικό της groove και την ένταση. Ευτυχώς ελάχιστα λεπτά μετά η ηχητική ανωμαλία διορθώνεται και τα πάντα μοιάζουν να βρίσκουν τον δρόμο τους.
Το πρώτο μέρος του live ήταν βασισμένο στην τελευταία δουλειά της μπάντας (“8”), έναν εξαιρετικό δίσκο και συνάμα αρκετά απαιτητικό για να αποτυπωθεί ζωντανά πιστεύω από την στιγμή που υπάρχουν τόσες λούπες χωρίς τίποτα να είναι προηχογραφημένο. Όπως μπορείτε να φανταστείτε, αυτό δεν αποτέλεσε κανένα πρόβλημα για του Ufomammut που με άνεση έκαναν κεφάλια να κουνιούνται πάνω κάτω και κόσμο να χειροκροτεί θερμά μετά από την λήξη κάθε κομματιού. Τα ελάχιστα φωνητικά σε ταξίδευαν, τα samples δεν κάλυπταν τα πάντα (συμβαίνει συχνά δυστυχώς), τα drums βομβάρδιζαν, η κιθάρα μοίραζε πόνο, και το μπάσο γέμιζε τα πάντα. Ισορροπημένα πράγματα δηλαδή.
Μόνιμα κόκκινος φωτισμός, χαοτικά visuals στο πίσω μέρος της σκηνής και πράσινα γομάρια (ενισχυτές) δίπλα σε έναν υπερυψωμένο drummer δημιουργούσαν ένα άψογο οπτικά θέαμα. Τα 50 λεπτά που χρειάστηκαν για να αποδοθεί το “8” πέρασαν πολύ γρήγορα και προφανώς κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Πέντε λεπτά για τις απαιτούμενες ανάσες και ανεφοδιασμό σε αλκοολούχα και ένα 30λεπτο encore ήταν υπεραρκετό για να μείνουν όλοι ικανοποιημένοι. Μάλιστα μετά το επιβλητικό “Stigma”, μπασίστας και drummer αποχωρούν από την σκηνή αφήνοντας τον κιθαρίστα να μας ψυχεδελειάζει για κανένα πεντάλεπτο σε ένα background ντυμένο με φωτιές μέχρι να επανεμφανιστούν οι έτεροι παίχτες και να μας ισοπεδώσουν με το “God” κλείνοντας το setlist με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Οι Ufomammut απόδειξαν με μεγάλη ευκολία πως ό,τι έχουν χτίσει όλα αυτά τα χρόνια δεν είναι τυχαίο. Είχαν τον αέρα μιας μεγάλης μπάντας και η συνύπαρξη των τριών για περίπου 20 χρόνια παίζει σίγουρα τον ρόλο της στο επιβλητικό “δέσιμο” τους και την άριστη επικοινωνία τους (με κλειστά μάτια) στην σκηνή. Μοναδικό μου παράπονό είναι πως λίγο παραπάνω ένταση την περίμενα και την ήθελα. Λίγο τίναγμα παραπάνω, να νιώσω αυτόν τον, κατά τα άλλα άρτιο, ήχο στο στομάχι μου ρε παιδί μου. Το μισοάδειο fuzz δυστυχώς ήταν κάτι που μας ξένισε επίσης καθώς περίμενα πως τέτοια live χρήζουν μεγαλύτερης εκτίμησης από το φιλο-sludge-doom κοινό. Το εισιτήριο ήταν σεβαστό, η μπάντα γνωστή και μη εξαιρετέα, η παραγωγή άρτια και πολλές δικαιολογίες δεν χωρούν εδώ. Αυτά για να μην υπάρχουν γκρίνιες στο μέλλον του τύπου “γιατί δεν έρχονται αυτοί στην Ελλάδα, κτλ.”.
Φωτογραφίες: Χρήστος Λεμονής
723