H επαφή μου με τους Αμερικανούς Algiers ήταν καθαρά εγκυκλοπαιδική, ώσπου ο καλός μου φίλος και τέως συνεργάτης του Rockway, Νίκος Ρόκας, με “έψησε” να τον ακολουθήσω τη βραδιά εκείνη, χωρίς όμως ευτυχώς, να μου κάνει κάποιο spoiler.
Άρχισα αχόρταγα να ακούω τα δυο πολύ όμορφα δισκάκια τους που φαίνεται να φέρνουν τη blues και τη soul στον 21o αιώνα, χρησιμοποιώντας post punk ρυθμούς και attitude παράλληλα με μια ηλεκτρονική trip-hop, θα έλεγα, ατμόσφαιρα. Όμως όσο και να πίστευα ότι μου αρέσει η μουσική των Algiers, τίποτα δεν μπορούσε να με προετοιμάσει κατάλληλα για αυτό που θα αντίκριζαν τα μάτια μου.
Αλλά για αρχή θα πρέπει να πούμε δυο λόγια για τη χαριτωμένη δεσποινίδα Colorgraphs. Η καλλιτέχνιδα σολάρει φωνητικά, πάνω σε προηχογραφημένες trip-hop, και άλλων ειδών ηλεκτρονικής μουσικής, λούπες με αρκετή επιτυχία θα έλεγα, αφού η ποιότητα της φωνής της βοηθάει ιδιαίτερα στο αποτέλεσμα, πράγμα που φαινόταν και σε σημεία a capella.
Η μοναξιά όμως, του solo στην σκηνή, ίσως και λίγο η έλλειψη χώρου (αφού ήταν στημένη, ανάμεσα στην πραμάτεια των Algiers), την ανάγκασε σε μια περιορισμένη σκηνική παρουσία που παράλληλα με το μονότονο ηλεκτρονικό αποτύπωμα του είδους που υπηρετεί, σε έχανε. Έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθώ να συγκεντρωθώ, αλλά δυσκολευόμουν πολύ. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν κάνει σωστά τη δουλειά της η Colorgraphs, απλά η δουλειά αυτή είναι πολύ δύσκολη και θα πρέπει να βρει δυο-τρία κόλπα στο μέλλον για εκείνους σαν και μένα που εύκολα χάνουν τη συγκέντρωση τους. Θα δοκιμάσω να την ακούσω σπίτι, με χαμηλό φωτισμό και λίγο whiskey. Χωρίς πάγο.
Στη συνέχεια, ήρθαν οι Algiers και ανανέωσαν την πίστη μου στη μουσική. Είδα επιτέλους κάτι που έστω και φαινομενικά, ακούγεται φρέσκο. Πραγματικά, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως για πρώτη φορά βλέπω τέσσερις μουσικούς να παίζουν ο καθένας τη δική του μουσική, αλλά το κάθε κομμάτι να ταιριάζει τόσο πολύ με τα άλλα που αυτό που ακούγεται σαν αποτέλεσμα είναι η μουσική αντιστοιχία της συναστρίας.
Ο drummer Matt Tong δυμανικός και με τη λύσσα thrash metal συναδέλφου του, τυραννούσε τις μεμβράνες, οι οποίες ίσως και να χρειάστηκαν αλλαγή μετά την εμφάνιση των Algiers, με τον μπασίστα Ryan Mahan να έχει άλλοτε funk ρυθμό, άλλοτε να νομίζεις πως προσπαθεί να υμνήσει τους Joy Division και τότε εκείνος άφηνε το μπάσο και μεταμορφωνόταν σε techno dj μπροστά από τα μπλιμπλίκια του, χορεύοντας και ρίχνοντας λάδι στη φωτιά της σκηνικής παρουσίας τους. Στην κιθάρα ο Lee Tesche με σαφή πειραματικό post rock προσανατολισμό, μάγευε με την κιθάρα του, την οποία έπαιζε που και που χρησιμοποιώντας δοξάρι (η κληρονομιά του Jimmy Page είναι ανεξάντλητη). Το highlight ήταν όμως, μια ευρεσιτεχνία του την οποία θα περιγράψω, αλλά δηλώνω αδυναμία να την εξηγήσω. Ένα σώμα κιθάρας (χωρίς μπράτσο δηλαδή), με ελατήρια αντί για χορδές, το οποίο κοπανούσε είτε με μπακέτες είναι με πιατίνι, γονατισμένος στη σκηνή και εκστασιασμένος, ντυμένος σε βικτωριανό στυλ (τόσο που ο τραγουδιστής τον παρουσίασε ως Κόμη Δράκουλα).
Η αιχμή του δόρατος αναμφισβήτητα ήταν και είναι ο μπροστάρης Franklin James Fisher, ο οποίος εκτός από την γεμάτη μεγάλου εύρους “μαύρη” φωνή του και με τη μοναδική του σκηνική παρουσία που θα χαιρόταν να βλέπει ο αείμνηστος James Brown, σίγουρα ύγρανε πολύ τα θηλυκά της αίθουσας. Με το μαλλί του να έχει φουσκώσει και να διακοσμείται από μια μπαντάνα, έμοιαζε πολύ με τον θεό της κιθάρας Jimi Hendrix, και άλλοτε με κιθάρα, άλλοτε με κρουστά (μαράκες, ντέφι), τα οποίο πετούσε από δω και από κει και όταν καθόταν μπροστά στο πιάνο του, μας οδηγούσε νοητά σε βαμβακοφυτείες του Αμερικάνικου Νότου, όπου φυλακισμένοι Αφρικανοί τραγουδούσαν τα gospel.
Όλες αυτές οι παράγραφοι, δένονται με τέτοια μαεστρία που αυτό που βγαίνει προς τα έξω, ξεχειλίζει συναισθήματα και μοναδικότητα και πείθει και τους πιο απαιτητικούς θεατές/ακροατές. Έχω την εντύπωση πως οι Algiers είναι από τα συγκροτήματα που είναι απείρως καλύτερα όταν τα βλέπεις ζωντανά γιατί λαμβάνεις και την ανεξάντλητη ενέργεια που έχουν να προσφέρουν.
Ο ήχος ήταν πολύ καλός ακόμα και στα πολύ μπροστινά σημεία, στα οποία όσοι ήταν έβλεπαν καθαρά και τον Franklin να κάνει πιρουέτες και να κυλιέται στο πάτωμα. Οι πίσω ενδεχομένως έχαναν ένα μικρό κομμάτι της μαγείας, η οποία σε ακολουθούσε με καθαρότητα ακόμα και όταν έκλεινες την πόρτα της τουαλέτας.
Πώς η ώρα πέρασε, δεν κατάλαβα ποτέ και ξάφνου οι Algiers γύρισαν με ένα τριπλό encore αφήνοντας κάθε κύτταρο του σχεδόν γεμάτου Temple ευτυχισμένο και σε υπερδιέγερση.
Νέοι φίλοι μου από την Atlanta, μου κλέψατε την ψυχή ανεπάντεχα και σας την δανείζω για να ξεπλύνω το έγκλημα. Μόλις αποκτήσατε έναν αληθινά πιστό ακόλουθο.
Για όσους σαν και μένα δίσταζαν να πάνε την προηγούμενη φορά, μην το κάνετε την επόμενη! Είναι μια εμπειρία που θα θυμάστε για πολλά χρόνια!
Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου
655