Πέρυσι περάσαμε τόσο καλά που χρειαστήκαμε επαγγελματική βοήθεια για αποτοξινωθούμε συναυλιακά.
Σύνδρομο φεστιβαλικής στέρησης
Το 2018 απολαύσαμε τους Therapy, Marky Ramone, Dog Eat Dog, Electric Six μεταξύ άλλων και πίνοντας σημαντικές ποσότητες μπίρας, περάσαμε τέλεια εντός και εκτός φεστιβάλ στην πολύ φιλόξενη Θεσσαλονίκη. Έτσι, όταν κυκλοφόρησαν τα 3-ημερα εισιτήρια για το 2019, έσπευσα να κάνω την αγορά μου γνωρίζοντας πως η διασκέδαση είναι εγγυημένη, αφού εκτός αγαπημένα συγκροτήματα, θα δούμε σίγουρα κάποια άλλα που δεν θα γίνουν αγαπημένα.
Η 11η εκδοχή του Street Mode Festival μας έκανε έκπληξη όμως, ξεκινώντας μια μέρα νωρίτερα, την 26η Σεπτεμβρίου, με τους VIC (να παρουσιάζουν το νέο τους “The Age of Aquarius”), τους Tuber και τους Halocraft. Εμείς όμως, δεν μπορούσαμε να βρεθούμε νωρίτερα από την ήδη αναφερόμενη στα εισιτήρια μας λόγω εργασιακών υποχρεώσεων και έτσι δεν μπορώ να μεταφέρω προσωπικές εμπειρίες από την βουκολική εκείνη, rock νύχτα. Ας πάμε λοιπόν, στην Παρασκευή και στις πρώτες εντυπώσεις μας για τον νέο χώρο, ο οποίος είναι μεγαλύτερος και εν απουσία πολλών κτιρίων τριγύρω, μοιάζει και πιο φιλικός στο μάτι.
Φτάνουμε λοιπόν, μετά από την Οδύσσεια στην Εθνική Οδό Αθηνών-Θεσσαλονίκης και αφού αποθέτουμε τα ιμάτια μας στον ενοικιαζόμενο χώρο μας, βουρ στον πατσά. Πολύς κόσμος δεν είχε φτάσει ακόμη στο φεστιβάλ και έτσι, η είσοδος μας ήταν αστραπιαία και έτσι, είχαμε τον χρόνο να χαρτογραφήσουμε τις τέντες με τα μπλουζάκια, τις καντίνες με τα φαγητά και τις τουαλέτες, πράγματα που είναι όσο χρήσιμα και τα βασικά συστατικά ενός επιτυχημένου φεστιβάλ. Τα αλκοολούχα! Η μπίρα φέτος είχε αναβαθμιστεί και η γεύση της Νύμφης είναι εξαιρετική και η κατάποση της γινόταν με ευχαρίστηση ακόμη και όταν δεν ήταν πια παγωμένη.
Ο καιρός καλοκαιρινός κατά τη διάρκεια όλου του 3ημέρου και η διάθεση μας αστρονομική. Χορεύοντας τους ρεμπετοσέρφ ρυθμούς των εξαιρετικών Dirty Fuse (εμφανίστηκαν στην CU σκηνή) ξεναγηθήκαμε λοιπόν στον χώρο του φεστιβάλ και αφού τα είχαμε όλα δει και όλους τους είχαμε χαιρετήσει, οι νεαροί instrumental heavy rockers Embargo είχαν βγει στην κόκκινη σκηνή. Στον ίδιο χώρο, υπήρχαν άλλες δυο σκηνές, η Μπλε και η σκηνή Νύμφη, οι οποίες δεν έπαιζαν ποτέ ταυτόχρονα, με τα σχήματα να βγαίνουν εναλλάξ σε ταχύτητα πινγκ-πονγκ. Αφού ήπιαμε την πρώτη μας μπίρα με τη μουσική των ελπιδοφόρων Embargo (τσεκάρετε, μάγκες!), κάναμε μεταβολή για να παρακολουθήσουμε τους παλαίμαχος Ιταλούς punks, Punkreas, που ανέβασαν αρκετά τον κόσμο που άρχισε τα πρώτα σπρωξίδια και τους πρώτους χορούς.
Διάλειμμα για Hip-hop και αμέσως μετά οι Σουηδές Thundermother, με τον AC/DC-ικό τους ενθουσιασμό και την 70s φωνή, ήταν το πρώτο highlight του Street Mode, με την κιθαρίστρια να παίζει περιφερόμενη ανάμεσα στο κοινό, σκαρφαλωμένη στις πλάτες ενός δίμετρου συνεργάτη της.
Έχοντας δει λοιπόν, τους Algiers στο παρελθόν (είμαι σίγουρος ότι ήταν υπέροχοι), πήγα να συνεχίσω το punk rock party με τους Σουηδούς Satanic Surfers, που ήταν ένα από τα απωθημένα μου. Έκανα τα circle pit μου (σύντομης διάρκειας όμως, γεράσαμε!) και ήπια να δροσιστώ με μια μπιρίτσα ακούγοντας τον Παύλο Παυλίδη & τους B-Movies.
Λίγη ώρα μετά, οι punk ακτιβίστριες Pussy Riot εμφανίστηκαν με μια μουσικοθεατρική παράσταση, που είχε κοινωνικο-πολιτικό ενδιαφέρον, αλλά μουσικό όχι, ιδιαίτερα. Ηλεκτρονικοί ήχοι, με πρόζα να εξιστορεί την ιστορία της κόντρας των Pussy Riot με το ρώσικο καθεστώς, με εικόνες να προβάλλονται και με υπέρτιτλους να μεταφράζουν τα ρώσικα.
Οι ένδοξοι garage rockers The Fuzztones, με τον Rudi Protrudi στο μικρόφωνο, μας μετέφεραν σε παλιές δεκαετίες σε μια από τις πιο ατόφιες εμφανίσεις του φεστιβάλ και με τεράστιες επιτυχίες σαν το “She’s Wicked”. Η σκυτάλη δόθηκε στους Nightstalker, που επανήλθαν και φέτος με νέο υλικό αυτή τη φορά. Στην αρχή, ακούγονταν λίγο κουρασμένοι, αλλά σύντομα πήραν φόρα και ικανοποίησαν αρκετούς από τους ορκισμένους τους fans.
Τελευταίο πιάτο της ημέρας, ήταν οι Ισπανοί Ska-P και το πολιτικό τους ska-punk, με την τόσο χαρούμενη μουσική χροιά να κάνει αντίθεση με τον επαναστατικό τους στίχο.
Έτσι, έκλεισε για εμάς η πρώτη ημέρα του Street Mode Festival!
Η δεύτερη μέρα ξεκίνησε λίγο πιο αργά, ένεκα ξενυχτιών και βολτάδας στην παραλία, και έτσι με τους Despite Everything να τα σπάνε ξεκινήσαμε στη CU σκηνή, που είναι η πρώτη μετά την είσοδο. Οι Αθηναίοι, γνωστοί πλέον στον underground punk rock χώρο και με εξαιρετική παρουσία και νέο μέλος στην κιθάρα, τα έδωσαν όλα, ενώ την ίδια ώρα έπαιζαν από πίσω οι Deaf Radio. Λίγο μετά οι (ενδιαφέροντες) hip-hopers Social Waste είχαν την τιμητική τους στον μεγάλο χώρο, ενώ η μπίρα μας προετοίμαζε για τους Art Brut. Οι Αγγλο-γερμανική κολεκτίβα με τον frontman της να πειράζει το κοινό, καθυστερώντας τα τραγούδια με τις κουβέντες του, εκνεύρισε κάποιους και ίσως και να μην τους θυμόμασταν την επόμενη ημέρα, χωρίς τη βοήθεια του προγράμματος.
Οι Dwarves (τους είχα απολαύσει λίγους μήνες νωρίτερα στο AN club) βγήκαν με φόρα στην κόκκινη σκηνή και κέρδισαν όλους τους παρευρισκόμενους με την ενέργεια τους και τα σύντομα, δυνατά και γρήγορα κομμάτια τους. Οι Αμερικανοί ήταν και αυτοί μια από τις πιο εκρηκτικές εμφανίσεις του φετινού Street Mode.
Επιλέξαμε να δούμε τις Nova Twins στη συνέχεια, αφήνοντας προς στιγμή την punk και τους Che Sudaka στην άκρη. Οι Λονδρέζες με ήχο κοντινό στους Rage Against The Machine και Beastie Boys, με εθιστική φωνή και εκρηκτική παρουσία επί σκηνής, έκαναν πολλούς να τις θεωρήσουν ως την αποκάλυψη του Street Mode.
Στη σκηνή της Νύμφης, είχαν στηθεί οι Nick Oliveri’s Death Electric Band που ήταν ουσιαστικά τα 3/4 των Dwarves, με τον θρυλικό μπασίστα Nick Oliveri να τραγουδάει επίσης. Ο Nick ούρλιαζε τα άντερα του, ο Blag (frontman των Dwarves) πήρε το μπάσο του φίλου του για ένα κομμάτι και βέβαια, ακούσαμε Mondo Generator και Kyuss (ο σύντροφος Στέφανος Σ. Έπαθε κάταγμα στο green Machine), με το group να δημιουργεί φρενίτιδα στο pit.
Οι Looptroop Rockers που πήραν τη σκυτάλη, θεωρούνται ένα από τα σημαντικότερα hip-hop συγκροτήματα των 90s στην Ευρώπη και ότι είχαμε την ευκαιρία να τους δούμε ήταν από μόνο του μια εμπειρία.
Οι γνωστοί για τις τρελές τους συναυλίες, Vodka Juniors ήταν και πάλι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για το Street Mode, με τα φουσκωτά (βάρκες, κουλούρες κτλ) και τα καπνογόνα να εμφανίζονται. Αλλεπάλληλα stage dives , χορός και ενθουσιασμός από το τεράστιο κοινό, που χειροκροτούσε μια από τις καλύτερες live μπάντες στη χώρα μας.
Οι Αυστραλο-Κέλτες Rumjacks ξέροντας από μπάλα, πήρα την πάσα από τους προηγούμενους και σκόραραν πολλά γκολ με το φοβερό τους celtic punk. Μαντολίνο, σφυρίχτρα και άφθονο αλκοολούχο rock ‘n’ roll, σε μια ακόμη καλή εμφάνιση για τη δεύτερη ημέρα του φεστιβάλ.
Λίγο πριν βέβαια, λόγω συνωστισμού (αν κατάλαβα καλά), κάποια τζαμαρία στον χώρο που έπαιζαν τα hip-hop σχήματα υποχώρησε και τραυμάτισε κάποιον νεαρό, αναγκάζοντας την διοργάνωση να μεταφέρει το ασφυκτικό live των Λόγο Τιμής στον εξωτερικό χώρο, πριν τον Γιάννη Αγγελάκα, πηγαίνοντας λίγο πίσω το πρόγραμμα.
Αφού ακούσαμε και λίγο Γιάνναρο, μπήκαμε στην αποθήκη για να παρακολουθήσουμε τους hardcore/hip-hopers Moscow Death Brigade. Οι 3 μασκοφόροι, αντιφρονούντες/αυτοεξόριστοι, Ρώσοι εμφανίστηκαν γύρω στις 2 μετά τα μεσάνυχτα και μας ξύπνησαν για τα καλά. Ο έξοχος φωνητικός τους συγχρονισμός και η ένταση των λεγομένων τους , προσωπικά με έκαναν να τους προσέχω με όλες μου τις αισθήσεις, ενώ τελείωσαν τραγουδώντας “We are all Immigrants, We are all Refugees”. Σκληροπηρυνικό hip-hop με άντερα! Ημέρα Δεύτερη και μακρύτερη, τέλος!
Ακολουθώντας το επιτυχημένο πλάνο της προηγούμενης ημέρα, λίγο πριν τις 6, στεκόμασταν μπροστά στην CU σκηνή για να απολαύσουμε τους Nebula, οι οποίοι μας κράτησαν φοβερή παρέα με τον εμβληματικό τους desert rock, υπό την ηγεσία του εξαιρετικοί κιθαρίστα/τραγουδιστή Eddie Glass.
Αφού “ξυπνήσαμε” με τον καλύτερο τρόπο από τις μελωδίες των Nebula, καμαρώσαμε και πάλι τους Warrior Soul του Kory Clarke στην κόκκινη σκηνή. Φρέσκος, με την χαρακτηριστική γδαρμένη φωνή του και την δυνατή παρουσία του στη σκηνή μας γύρισε για λίγη ώρα πίσω στα αγαπημένα 90s. Στάση στο μπαρ για ανανέωση καυσίμων ώσπου ο 12ος Πίθηκος να μας καληνυχτίσει και να επιστρέψουμε στη CU για τους Βέλγους Raketkanon. Χαίρομαι πάρα πολύ που επέλεξα να παρακολουθήσω εκείνους και όχι τους Naxatras στη Μπλε σκηνή, αφού κατά τη γνώμη μου η αποκάλυψη του φεστιβάλ ήταν οι Raketkanon.
To κουαρτέτο από τη Γάνδη με έναn ιδιότυπο ηλεκτρονικό post ήχο, με μαθηματικές μουσικές δομές και punk ξεπάσματα, μας πήρε τα σώβρακα χωρίς καν να καταλάβουμε πως τα χάσαμε. Δυστυχώς, μάθαμε από τον frontman τους πως φέτος αφού ολοκληρωθεί η περιοδεία τους διαλύονται, αλλά ευτυχώς θα έχουμε την ευκαιρία να τους δούμε στην Αθήνα τον Νοέμβριο σε ένα ολοκληρωμένο set.
Οι Χατζηφραγκέτα μας έκαναν να γελάσουμε πολύ, αστείες ατάκες ακούγονταν παντού και ένα μεγάλο κοινό τους παρακολουθούσε στην Νύμφη, ώσπου ακούστηκαν τα πρώτα σκρατσαρίσματα των Γάλλων L’entourloop. Πολύ διασκεδαστικοί, αλλά δύσκολο στο να τους περιγράψω μιας που δεν έχω καν ιδέα πως ακριβώς κάνουν ό,τι κάνουν.
Η στιγμή που οι περισσότεροι περίμεναν είχε έρθει και οι Νορβηγοί Turbonegro βγήκαν στη σκηνή, δημιουργώντας μια τεράστια ροή κόσμου στην απέναντι ακριβώς Μπλε σκηνή. Παίζοντας αρκετά από τα σημαντικότερα κομμάτια τους, με την φημισμένη σκηνική τους παρουσία και με ορκισμένα fan club από κάτω, οι Turbonegro μας έδωσαν εκείνο που ζητούσαμε. Ιδρωμένο, ξεσηκωτικό σκληρό rock που όλοι μας θα θυμόμαστε για πάντα. Τα Turbojugend Fan Clubs από Αθήνα, Πειραιά, Σέρρες και Θεσσαλονίκη είχαν σημαντική παρουσία, ενώ εθεάθησαν, μέλη από Κωνσταντινούπολη και τη μακρινή Atlanta των ΗΠΑ (Christopher, thank you for the buttons)!
Το πανηγύρι συνεχίστηκε με τους Βόσνιους Dubioza Kolektiv που μπλέκουν τους βαλκανικούς folk ήχους με hip-hop, rock, reggae dub και δεν συμμαζεύεται κάνοντας το κοινό να χορεύει ασταμάτητα για περίπου μια ώρα.
Ο Max Romeo βγήκε στη σκηνή γύρω στις 00:30 κουβαλώντας μεγάλη μουσική ιστορία στις πλάτες τους, όντας ένας από τους γνωστότερους Τζαμαϊκανούς reggae καλλιτέχνες. Η παρέα όμως, ήθελε να φύγει και απλά άκουσα τον σεβαστό γέροντα για λίγα λεπτά μέχρι να βγω από το λιμάνι Θεσσαλονίκης.
Ένα ακόμη εξαιρετικό Street Mode Festival είχε τελειώσει. Σίγουρα, υπήρχαν παράπονα και παρεξηγήσεις, όμως οι ιθύνοντες του φεστιβάλ είμαι σίγουρος πως έχουν την όρεξη να τα διορθώσουν και να καλυτερεύσουν. Χρειαζόμαστε τέτοιου είδους εκδηλώσεις που μαζεύουν κόσμο διαφορετικών ιδιωμάτων και σχηματίζουν ένα εξαιρετικό μωσαϊκό που σε γεμίζει αισιοδοξία για το μέλλον αυτού του κόσμου! Ραντεβού το 2020!
Φωτογραφίες: Χριστίνα Αλώση
653