Προσωπικά, η βρετανική indie rock, με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις, δεν με συγκίνησε και ποτέ. Όταν βέβαια έγινε το μεγάλο ξέσπασμα της σκηνή, όφειλα να ακούσω και να ενημερωθώ καταλ- λήλως για το τι ακριβώς συνέβαινε.
Τότε ήταν η εποχή που όλοι μιλούσαν για τους Arctic Monkeys, το next best thing της Βρετανίας στη μουσική οι οποίοι είχαν καταφέρει να κερδίσουν τον κόσμο πριν καν βρουν δισκογραφική εταιρεία, χρησιμοποιώντας απλούστατα το internet. Όταν τελικά κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους με τίτλο “Whatever People Say I Am, That’s What I’m Not“ και οι Monkeys άρχισαν να γεμίζουν τα αγγλικά φεστιβάλ, το άκουσα προσεκτικά και ομολογώ πως στ’ αλήθεια με είχε κερδίσει για αρκετούς μήνες μόνο όχι αρκετά για να με κάνει γενικά fan του είδους. Έκτοτε κράτησα μια στοιχειώδη επαφή μέσω των singles του δεύτερου δίσκου τους, “Favourite Worst Nightmare” τα οποία δεν με ενθουσίασαν (παρόλο που έδειχναν πως οι Βρετανοί προόδευαν) και κάποιων τυχαίων άρθρων από τα πολλά που τους είχαν ως θέμα σε webzines και περιοδικά. Για την κυκλοφορία του τρίτου δισκογραφικού τους χτυπήματος, ενημερώθηκα μάλλον εκ των υστέρων, ακούγοντας στο ραδιόφωνο το πρώτο single “Crying Lightning“ το οποίο μου κίνησε την περιέργεια. Αυτό συνέβη πολύ απλά γιατί το συγκεκριμένο κομμάτι δεν ήταν κάτι που θα περίμενα από την βρετανική παρέα και για να πω την αλήθεια, αν δεν είχα συνηθίσει την χαρακτηριστική φωνή του Alex Turner από το επιτυχές του project, The Last Shadow Puppets, δεν θα πήγαινε ποτέ το μυαλό μου στους Arctic Monkeys. Όλη αυτή η περιέργεια λοιπόν στάθηκε ως αφορμή να ασχοληθώ επιμελώς με το Humbug και να δω τι ακριβώς συμβαίνει. Η πρώτη ετυμηγορία με άφησε προβληματισμένο. Η ζωηράδα και η σπιρτάδα που χαρακτήριζε αυτή τη μπάντα αντικαταστάθηκαν από μια «ταξιδιάρικη» μαγεία και μια πρωτόγνωρη σκοτεινή ατμόσφαιρα ενώ η ωμή τους ενέργεια έχει ωριμάσει μάλλον σε μια ωμή ρυθμικότητα κατά κάποιο τρόπο ψυχεδελική. Πιο απλά, η μουσική τους πλέον δεν είναι τόσο ρηχή, κατέχει πολλά επίπεδα που περιμένουν τον ίδιο τον ακροατή να τα ανακαλύψει. Μην φανταστείτε βέβαια τίποτα 10λεπτα ψυχεδελικά instrumental, απλώς όπως δήλωσαν και τα ίδια τα μέλη της μπάντας, κατά τη διάρκεια της σύνθεσης άκουγαν πολύ Cream και Jimi Hendrix(να προσθέσω ίσως και τους Doors και τον Nick Cave). Για μένα βέβαια οι εκπλήξεις δεν σταμάτησαν εκεί αφού μια ακόμα με περίμενε όταν πρόσεξα πως στα credits, δίπλα στον ρόλο του παραγωγού υπήρχε το όνομα ενός από τους αγαπημένους μου μουσικούς, του Josh Homme. Στην αρχή μου φάνηκε παράδοξη αυτή η υπερατλαντική συνεργασία γιατί πρόκειται για δύο διαφορετικές κουλτούρες (o desert rock guru συναντά τους brit rockers) όμως όταν ξανάκουσα τον δίσκο όλα ήρθαν στη θέση τους. Είναι ξεκάθαρο πως οι ίδιοι οι Monkeys ήθελαν έτσι να διευρύνουν τα όρια των συνθέσεών τους και να αποδείξουν στο κοινό ότι έχουν ωριμάσει και σκέφτονται προοδευτικά με γνώμονα καθαρά την εξέλιξη της ίδιας τους της μουσικής. Ο Josh Homme απλώς τους άφησε ελεύθερους παρέχοντάς τους τα κατάλληλα μέσα να το επιτύχουν. Η παραγωγή, κατά τη γνώμη μου, είναι και το κλειδί της επιτυχίας αυτού του δίσκου (ο Homme έχει τελικά το χέρι του Μήδα) αφού πρόκειται για ένα λαμπρό αποτέλεσμα ανάμειξης αμερικανικής με βρετανική νοοτροπία. Το Humbug είναι δύσκολο να χωριστεί σε επιμέρους καλά ή κακά κομμάτια διότι είναι συνολικά δουλεμένο και πραγματικά ακούγεται ολόκληρο σαν album όμως πάρτε ως highlights τα: Secret Door, My Propeller, Dance Little Liar και φυσικά το Crying Lightning. Η «σκοτεινή» συνεισφορά του Josh Homme θα ήταν από μόνη της αφορμή να ακούσω αυτόν τον δίσκο, όμως όπως είδατε αυτό που μου παρακίνησε πρώτο το ενδιαφέρον ήταν οι ίδιες οι συνθέσεις. Θεωρώ πως είναι από τις καλύτερες δουλειές της χρονιάς που πέρασε και σας το προτείνω ανεπιφύλακτα αν έχετε διάθεση για κάτι το διαφορές.
Μανώλης Γιαννίκιος
503