SONS OF APOLLO: “MMXX”

ALBUM

Λένε πως η έμπνευση φαίνεται παντού, όταν υπάρχει, και χαρακτηρίζει την κάθε λεπτομέρεια. Αν το δεχτούμε αυτό, η πρόχειρη απόφαση να ονομάσεις το δίσκο σου με τη χρονιά της κυκλοφορίας του, μπορεί να σε βάλει σε σκέψεις. Ένας τίτλος βέβαια δεν σημαίνει μόνος του κάτι, οι προσδοκίες όμως από μια dream team μουσικών, όπως αυτοί που αποτελούν τους Γιους του Απόλλωνα είναι πάντα μεγάλες.

Μετά την θερμή υποδοχή στο “Psychotic Symphony” του 2017, και την τονωτική ένεση του περσινού live, το δίδυμο των “The Del Fuvio Brothers” κάθισε πάλι πίσω από την κονσόλα να τιθασεύει τον ήχο στη δεύτερη δουλειά τους: οι Portnoy και Sherinian συνοδεύονται από αυτό το παρατσούκλι από την εποχή της κοινής τους παρουσίας στους Dream Theater. Με μια καθόλου ευκαταφρόνητη βοήθεια στη μίξη από τον Jay Ruston (ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει), έχουμε ένα αληθινά επιβλητικό αποτέλεσμα στον ήχο του.

83 ζωντανές εμφανίσεις αργότερα, μπορούν πια να καμώνονται πως είναι μια πολύ δεμένη ομάδα μουσικών και ανθρώπων, που επικοινωνούν ευκολότερα μεταξύ τους. Οχτώ τραγούδια με περίπου μια ώρα μουσικής καλούνται πια να το αποδείξουν.
Η κατεύθυνση είναι αυτή που έχει διαγραφεί ήδη από το πρώτο άλμπουμ, με το progressive υπόβαθρο των Portnoy, Sherinian να ισορροπεί και να αντιδρά με το hard rock ύφος των υπόλοιπων. Με την σφραγίδα και των Sheehan, Bumblefoot και Soto, λοιπόν, ακούς τελικά την σύμπραξη μιας πεντάδας που θυμίζει Purple, Van Halen, Aerosmith, Rainbow με στεροειδή. Ο στόχος είναι ξεκάθαρα μοντέρνο, απαιτητικό, βιρτουόζο hard rock που δεν διστάζει να απλωθεί χρονικά.

Με το ήδη γνωστό promo video “Goodbye Divinity”, η έναρξη είναι αφοπλιστική, με ένα τραγούδι που κουβαλάει τις ιδανικές ισορροπίες όλων αυτών που επιχειρούν να πετύχουν και φέρει και την σφραγίδα των καλών μελωδιών του. Με περισσότερο “Purple” διαθέσεις, μάλιστα στο μεταίχμιο της μεταστροφής τους σε πιο funky ήχους, και με την ενίσχυση του Hammond, το “Wither to Black” αλλάζει σελίδα και υποστηρίζεται σθεναρά από τις μελωδίες στη φωνή του Soto, που πραγματικά ακούγεται στο στοιχείο του. Με το δύστροπο “Asphyxiation” αρχίζει να μοιάζει πως η εκτελεστική ευχέρεια των πρωταγωνιστών υποβαθμίζει τη δουλειά στη σύνθεση, με μάλλον μέτρια θέματα. Και οι SoA το επαναλαμβάνουν συχνά αυτό. Ακόμα και στα δυνατά συνθετικά χαρτιά του άλμπουμ όπως τα μεγαλύτερα σε διάρκεια “King of Delusion” (μια υποβλητική σύνθεση με όμορφη ροή), και “New World Today” (ένα σχεδόν 16λεπτο φιλόδοξο ψηφιδωτό με κάποια πανέμορφα μέρη), παθαίνουν συχνά “Dream Theater” και πραγματικά κάποια μέρη κλισαρισμένου, μάλλον πια, shredding αποδυναμώνουν το αποτέλεσμα. Μια ανάλογη φιλοσοφία διατηρεί τα “Fall to Ascent” και “Ressurection Day” μάλλον σε μέτρια επίπεδα, καθώς συχνά τα θέματα θυμίζουν ασκήσεις ή αντηχήσεις από το παρελθόν τους σε άλλα σχήματα. Το όμορφο και πιο άμεσο “Desolate July” θα μπορούσε να υποστηριχτεί από πιο εμπνευσμένες φωνητικές μελωδίες, που μάλλον ακούγονται να χωλαίνουν και να του στερούν την υπέρβαση.

Το “MMXX” δεν είναι σε καμιά περίπτωση κακό άλμπουμ, ειδικά σε έναν χώρο που μοιάζει να έχει προσδιοριστεί από αυτούς. Έχει όμως παθογένειες, συγκριτικά με τα μουσικά μεγέθη που το δημιούργησαν. Ο κατακερματισμός του καθένα τους σε διαφορετικά σχήματα και projects φαίνεται να περιορίζει ανάλογα την αφοσίωση και την κατάθεση ψυχής. Ο ακροατής θα πάρει ένα εντυπωσιακό ηχητικό αποτέλεσμα, ο ακροατής/μουσικός θα μελετήσει και θα ανιχνεύει λεπτομερώς κάποιους από τους κορυφαίους εκτελεστές του χώρου. Πέρα όμως από όλα αυτά, υπάρχουν αρκετά κλισέ μέρη μουσικής φλυαρίας και επαναλήψεις που, με βάση πρώτα το προσωπικό παρελθόν του καθένα, θεωρούνται ήδη ξεπερασμένα.

593
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…