STONE SOUR: "House of Gold & Bones – Part 2"

Οι Stone Sour, η μπάντα του “πολύ” Corey Taylor, επιστρέφουν με τη νέα τους δουλειά που αποτελεί το δεύτερο μέρος του “House of Gold & Bones” που κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες.

Το συγκρότημα, μετά την επανένωση του το 2002, έχει κυκλοφορήσει άλλα τρία full-length album και έχει δεχτεί αρκετές διακρίσεις στις απονομές των Grammy κατά την τελευταία δεκαετία, απολαμβάνοντας σεβαστό ποσοστό δημοτικότητας.

Στο δεύτερο ήμισυ λοιπόν του φιλόδοξου αυτού concept, είναι εμφανής η προσπάθεια να δημιουργήσουν ένα album ξεχωριστό, αποκομμένο από συνήθεις μανιέρες για προσέλκυση επιφανειακών ακροατών, δημιουργώντας τραγούδια με ουσία, υψηλού βαθμού ευφυΐας, όχι απλά αναπτύσσοντας σε ήχους την ιστορία ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε σημαντικά σταυροδρόμια της ζωής του, αλλά βάζοντάς σε μέσα σ’ αυτήν.

Το “House of Gold & Bones – Part 2”, ξεκινά με το “Red City” και με τη μία σου αποσπά την  προσοχή. Μελωδίες σε πιάνο, περιτυλίσσονται γύρω από τη φωνή του Τaylor σε ένα κλιμακούμενο track, που δανείζεται την τραγουδοποιία των Nine Inch Nails, χωρίς βέβαια να κοπιάρει μιας και το αποτέλεσμα είναι προσαρμοσμένο απόλυτα στο ύφος των Stone Sour.

To “Black John”, είναι το πρόσωπο της riffολογιας των James Root και Josh Rand. Ο φοβερός Roy Mayorga (Soulfly μεταξύ άλλων), κρατά συμπαγή τη ροη του τραγουδιού προσδίδοντας ένα λατινογενές funky groove ενώ ο Rachel Bolan ακολουθεί με το μπάσο του, γεμίζοντας το ρυθμό με τις χαμηλές συχνότητες του. Τα πράγματα ηρεμούν προς στιγμήν, φανερώνοντας μια πιο εκλεπτυσμένη και ποιητική πτυχή στο “Sadist” και τον Taylor να ερμηνεύει με θεατρικότητα τους στίχους.

Η τριάδα των “Peckinpah”, “Stalemate” και “Gravesend”, είναι μια σκληρή ηχητικά ομάδα τραγουδιών με πολύ καλά riff στις κιθάρες, μελωδίες που μπορούν να τα μετατρέψουν ως “hits” με τα πιασάρικα sing-a-long refrains και με τους tribal ρυθμούς που υποβόσκουν διάσπαρτοι στις γέφυρες που επιχειρεί η μπάντα. Αρκετά brutal για τα δεδομένα του ύφους τους, δίνουν άλλο αέρα στη ροη του album. Ένας πραγματικός τοίχος παραμόρφωσης.

Όπως κάθε μπάντα που σέβεται τον εαυτό της, το “82”, εγκαινιάζει ένα progressive τμήμα του “House of Gold & Bones – Part 2”. Διακριτική η μπασογραμμή, εμπλέκεται με τα αέρινα φωνητικά καθώς ο Taylor ξεδιπλώνει την ιστορία του, παρανοϊκά, εξωραΐζοντας συναισθήματα πόνου, φόβου, εγκατάλειψης και λοιπών συναφών. Οι ακουστικές κιθάρες του “The Uncanny Valley”, γυροφέρνουν ανάμεσα στους Alice In Chains και στους Radiohead καθώς το τραγούδι γλίστρα σε ονειρώδη ηχοτοπία. Το δίλεπτο “Blue Smoke” είναι το ιδανικό intro που ανοίγει το “Do Me a Favor”, πρώτο single track του album και το “The Conflagration” είναι ένα φλεγόμενο, μελωδικό κομμάτι που μάλλον θα αναδειχθεί ως το πιο κατάλληλο για την ανά τον κόσμο προώθηση του δίσκου, ως αντιπροσωπευτικό του ύφους της μπάντας. Και φτάνουμε στο ομώνυμο “House of Gold and Bones”. Εδώ όλα τα στοιχειά του album, κορυφώνονται. Ένα τρομερό αλισβερίσι από τους κιθαριστές συνοδευόμενο από υψηλής τεχνικής ρυθμικό μέρος από τον Mayorga και τον Bolan.

Συνολικά οι Stone Sour με το “House of Gold & Bones – Part 2” έχουν όλα τα εχέγγυα να εδραιωθούν ως ένα από τα σημαντικότερα σχήματα της σύγχρονης εποχής του rock. Ποικίλες διαθέσεις, άρτια καταρτισμένοι μουσικοί, σε εύληπτα, πιασάρικα θέματα, ένα σύνολο από καλογραμμένα τραγούδια που είναι air-friendly χωρίς όμως να πέφτουν στο επίπεδο του ευτελούς και του μεμψίμοιρου. Με έναν κολοσσό όπως η Roadrunner να τους έχει υπό την αιγίδα της και με τη σωστή προώθηση, θεωρώ ότι το “House of Gold & Bones – Part 2” είναι μια αξιοπρεπέστατη κυκλοφορία που θα κάνει το όνομα της μπάντας να μπει σε ακόμη περισσότερα στόματα στις ανά τον κόσμο μουσικές συζητήσεις. Δεν θα σου πω ότι είναι απαραίτητο. Άλλα για να περάσεις πάρα, μα πάρα πολύ ευχαρίστα μια ώρα ακρόασης rock, ιδού η πρόταση μου. Νοστιμότατο.

606
About Ιορδάνης Κιουρτσίδης 1200 Articles
Ανακατεμένος με το heavy metal εδώ και 3,5 δεκαετίες, retro computer fan, δεν αντέχει τον Μόρισον και τον Κομπέιν, πίνει διπλό γλυκύβραστο και λατρεύει τις mini σοκοφρέτες υγείας.