Οι Αμερικανοί Chimaira δεν είναι και το παράδειγμα προς μίμηση, όταν μιλάμε για σταθερότητα. Αφού άλλαξε το μισό line-up από το “The Infection” στο “Age of Hell” (το οποίο έλαβε διθυραμβικές κριτικές), τώρα εκτός του τραγουδιστή Mark Hunter, κανένας δεν είναι ίδιος.
Ο Hunter προσπάθησε να βρει τους κατάλληλους μουσικούς να τον πλαισιώσουν και να πάνε τον ήχο των Chimaira σε άλλο επίπεδο. To groove δεν χάνεται, αλλά υπάρχει μια προσπάθεια μουσικού προοδευτισμού με djent προορισμό, που ίσως να ξενίσει του in-your-face metalcore οπαδούς.
Η αρχή γίνεται με το “The Machine” με τον κλασικώς εννοούμενο ήχο των Chimaira να δίνει ένα hit για να χοροπηδά κανείς επιδιδόμενος σε violent dancing. Στο “No Mercy” γίνονται οι πρώτες προσπάθειες εμπλουτισμού με πιο ανεπτυγμένες “τεχνικά” κιθάρες και το solo στα μισά του “All that’s left is blood” δείχνει το τι θέλει το συγκρότημα να πετύχει, να κάνει κάτι πιο περίπλοκο.
Η περιπλοκότητα προσπαθεί ακόμα περισσότερο να γίνει εμφανής στο “Ι Despise” με ρυθμό πιο Korn, αλλά σε πιο Meshuggah μονοπάτια.
Οι παλαιοί να κάνουν υπομονή αν δεν γουστάρουν τις “δύσκολες” μποασογραμμές και οι πιο ανοικτόμυαλοι να εύχονται να μη χαλάσει πάλι η μαγιά του Line-up.
Το ξεκίνημα του “Plastic Wonderland” είναι μνημειώδες και τα τύμπανα στο κομμάτι μοναδικά δίνοντας ένα πιο death metal-ικό ύφος.
Το ομώνυμο κομμάτι είναι κάτι το δυνατό και δένει με το παρελθόν με τα ελάχιστα ήρεμα φωνητικά του Hunter να το κάνουν ακόμα πιο όμορφο.
Νέοι Chimaira και ίσως να κάνουν ένα μεγάλο μπραφ με το επόμενο album.
Και δεν εννοώ πως αυτό δεν είναι αρκετά καλό. Είναι!
618