Οι Pink Cream 69 ήταν την Άνοιξη του ‘90 οι πρώτοι (αν ξεχάσεις τους ερασιτέχνες “Killer” του ‘86) παραπάνω από αξιοπρεπείς Γερμανοί sleazy hard rockers που σε μπέρδευαν για την καταγωγή τους. Ήχος βγαλμένος από το sunset strip, ρυθμικά κομμάτια με φωναχτά ρεφρέν και διονυσιακά σόλο να ρέουν. Στο μυαλό έρχονταν κατευθείαν φοινικόδεντρα, τζην σκισμένα στα γόνατα, μαντήλια, φουλάρια και ξανθιές με λίγα ρούχα να ποζάρουν ηδυπαθώς πάνω σε Harley.
Τα τελευταία πέντε χρόνια, οι Steel Panther έχουν έδεσαν μια πέτρα δύο τόνων στο πόδι των μουσικών αναστολών όλων όσων θα ήθελαν (παραφράζοντας τον John Cuzack στο “High Fidelity”) να είναι “μέλη hair metal μπάντας στο L.A., την περίοδο 1988-1991”. Ίσως και ως ενστικτώδες αντίδοτο στην όλη δυσοίωνη μουσική -και όχι αποκλειστικά- κατάσταση, οι εμμονές με τις ανεπανάληπτες τελευταίες μέρες των πάρτυ της δεκαετίας του ’80 και των sleaze ήχων που τις συνόδευαν ξαναγύρισαν.
Τέτοια περίπτωση είναι και οι τύποι αυτοί. Γερμανοί, με ονειρώξεις μεγαλείου Motley Crue. Το ύφος και το νεύρο είναι σωστό, σα να λέμε ο απροκάλυπτα γερμανικής κατατομής (παρά τις μπαντάνες) Julian Angel έχει μάθει καλά το μάθημα και πράγματι του αρέσει να παίζει και να ντύνεται σαν να είναι Άνοιξη του 1990 και να ετοιμάζεται να κατέβει στο Rainbow Bar & Grill. Βέβαια, ο όγκος του ήχου, το πρόχειρο computerized εξώφυλλο και οι αδρές και όχι φινιρισμένες μελωδίες προδίδουν (για όλα τα σχετικά σχήματα, τα περισσότερα βορειοευρωπαϊκά) ότι έχουν περάσει 25 χρόνια από τον πραγματικό χρόνο του μουσικού φαινομένου που λατρεύουν και επιχειρούν να αναπαράξουν. Δεν υπάρχουν πια παραγωγοί που να κρυφολουστράρουν τον hard rock ήχο μήπως και πετύχουν να περάσουν το πρώτο (το “δυνατό”) single σε ένα ραδιόφωνο στο οποίο κυριαρχούσαν (ακόμη) ο Phil Collins, η Alannah Myles, οι Nelson και οι Wilson Philips. Δεν υπάρχει τέτοια “κάψα”, ούτε των δισκογραφικών να πιάσουν το mainstream, ούτε των A&R (αν υπάρχει τέτοιο πράγμα) να βγάλουν τον επόμενο σταρ, ουτε και των μουσικών εν τέλει.
Στο άλμπουμ αυτό, όλα τα έχει υπό μάλης ο Julian Angel, ο οποίος, όπως και στα δύο προηγούμενα άλμπουμ του (με τους ξεδιάντροπους τίτλους “Adult Oriented Candy” [2011] και “California Suntan” [2012]), ναρκισσεύεται χωρίς αύριο. Παίζει ο ίδιος όση κιθάρα γουστάρει (χορταστική για το είδος), έχει γράψει τα κομμάτια, έχει ενορχηστρώσει ξεπατικώνοντας Poison/ Skid Row/ L.A. Guns/ Kix, ποζάρει μαυρισμένος από λάμπα και με φωνή Vince Neil β’ εθνικής και μακρινού ξαδέρφου του Taime Down των Faster Pussycat μας κερνάει φτηνή “αλητεία δρόμου” βγαλμένη θά’λεγες από τσαλακωμένες σημειώσεις στίχων των Motley Crue που δεν χρησιμοποιήθηκαν στο Dr. Feelgood.
Το εισαγωγικό κομμάτι “Bad Boys Don’t Dance” φωνάζει 1990 και έχει αυτή την “εθιστική” ποιότητα που είχαν τα κομμάτια τότε. Το “Unsexy Love” μοιάζει με βιαστική διασκευή του “Unskinny Bop”. Το “The Night Cries For You” είναι μια απόπειρα μπαλάντας στο στυλ “The Ballad Of Jayne”. Το “High On Love” και το “Six In The Red” θα μπορούσαν να βρίσκονται σε οποιοδήποτε άλμπουμ της διετίας 1989-1990 όλων των πιο πάνω sleaze σχημάτων, και άλλων τόσων που δεν τα κατάφεραν και σήμερα περνιούνται ως cult σε όσους είναι κάτω των 30.
Όσοι ήθελαν να ξεθάψουν τις μπότες και τα φουλάρια τους το έχουν ήδη με τους Steel Panther και μπορούν να πάρουν μια ακόμη δόση με το “Όμορφο Κτήνος” του Julian Angel.
Kατά τ’ άλλα, “End Of the eighties, end of the century” για την ουσία του hard rock. Γνωστά πράγματα αυτά.
607