Μακριά από ιερόσυλες ροκ αναλογίες, αλλά όσο ακούει κανείς το “Πολύτιμο Μέταλλο”, πείθεται ότι με κάθε άλμπουμ της δεύτερης φάσης της καρριέρας τους (2004 έως και σήμερα) οι House Of Lords απομακρύνονται από την βαριά, μυθική σκιά του –ίσως πιο μουσικού όλων- συγκροτήματος της κύκνειας εποχής του hair metal, οδεύοντας προς το να γίνουν για τη σημερινή αχανή σκηνή του σκληρού ήχου το ηχητικό ισοδύναμο των Rainbow της περιόδου ’79-’83. Δίνουν αυτό που δεν γίνεται να μην αρέσει, τόσο σε “ηλικιωμένα” και όσο και σε “παρθένα” hard rock αυτιά.
Δουλεμένες συνθέσεις, συμφωνικοφανείς ασκήσεις στη μελωδία, ευπρόσδεκτα λίγες παραλλαγές σε ρυθμούς και δομές τραγουδιών, με στρώματα κήμπορντς να γεφυρώνουν και να υπογραμμίζουν. Πάνω απ’ το μπαρόκ αυτό χαλί κυριαρχεί αυτή η τόσο μεστή σε συναίσθημα, εύκαμπτη αλλά και γεμάτη δύναμη φωνή του James Christian. Μπορεί η μέση να έχει φαρδύνει και η κώμη να μην έχει καμία συγγένεια αυτή του frontman που στην περιοδεία με τους Nelson το ’91 έκανε συλλογή από γυναικεία εσώρουχα στη σκηνή, αλλά η φωνή εξακολουθεί να έχει όλα όσα χρειάζεται για μεταμορφώνει σχεδόν κάθε κουπλέ και ρεφρέν σε βατήρα προς την hard rock ευφορία.
Με πεισματικά υψηλά στάνταρ στην παραγωγή (ο Christian από το 2007 έχει αναλάβει και αυτό έργο) το άλμπουμ είναι το ένατο συνολικά των Lords, το πέμπτο συνεχόμενο με την ίδια σύνθεση (Cristian/ Bell/ Zampa/ McCarville) και –απροσδόκητα- το πλέον βαρύ τους. Οι κιθάρες του Jimi Bell έχουν τον ρυθμικό όγκο που χρειάζεται για να ακούγονται οι Lords ακόμη και σαν κλασσικό μέταλλο (“Battle”, “Permission To Die”, “Swimming With The Sharks”, “Raw”, “Action”), ενώ τα “Live Every Day (Like It’s the Last)” (άλλοτε θα ήταν το πρώτο βίντεο κλιπ) και “Breaking Free” μεταφέρουν ευδιάκριτα αρπίσματα από το ’88 στο παρόν. Τα “Precious Metal” και το “Enemy Of Mine” (ντουέτο, μαντέψτε με ποιά) αποδεικνύουν ότι το γκρουπ δεν αντιγράφει ψευδοαισθαντικές φόρμουλες όταν θέλει να ρίξει τους τόνους με mid-tempo κομμάτια και μπαλάντες.
Το να διαδεχθούν το γεμάτο χαρακτηριστικά κομμάτια και επιτυχημένο “Big Money” δεν είναι εύκολη αποστολή, καθώς δεν υπάρχει εδώ κομμάτι με την άμεση επίδραση του “Someday When”, αλλά η ποικιλία, το επίπεδο της παραγωγής και η αυτοπεποίθηση του γκρουπ αποζημιώνουν. Τα “Live Everyday (Like It’s The Last)”, “Swimming With The Sharks”, “Action” κερδίζουν επάξια θέση σε μια περιεκτική ανθολογία με τα καλύτερά τους, με τα “Battle” και το ομώνυμο να πλησιάζουν ικανοποιητικά. Στο επερχόμενο live τα κομμάτια θα έχουν την τύχη να αποδείξουν αν έχουν όντως την ευγενή καταγωγή με την οποία τα περιβάλλει το όνομα του γκρουπ.
609