Ένα album που μπορείς να αποκαλέσεις “χρυσή μετριότητα” έπεσε στα χέρια μου, η τρίτη κυκλοφορία των Άγγλων Northern Oak, μιας μπάντας που κινείται σε έναν αρκετά περίεργο χώρο.
Κάπου μεταξύ heavy metal με θεόσκληρο riffing, πολλές folk τάσεις, που άλλοτε είναι συνθετική απόρροια και άλλοτε είναι “άρωμα” εξ αιτίας του φλάουτου της Catie Williams (η χρήση του οποίου μάλλον ακούγεται πολύ επιτηδευμένη, λες και με το ζόρι έπρεπε να μπει φλάουτο, θεωρώ ότι αφαιρεί πολλούς πόντους από τις αρκετά δυναμικές συνθέσεις) και black metal (λόγω κυρίως των growl φωνητικών του Martin Collins, αρκετά καλά, στο ύφος των Borknagar, Turisas), οι Northern Oak με έκαναν να τους συμπαθήσω, αλλά μέχρι εκεί.
Υπάρχουν μερικά όμορφα τραγούδια όπως το εναρκτήριο “The Dark of Midsummer”, το Skycladικό “The Gallows Tree” ή το ομώνυμο “Of Roots And Flesh” (αυτό είναι εξαιρετικό κομμάτι, στα χνάρια των Primordial) και γενικά οι συνθέσεις δεν είναι κακές, ούτε και ο ήχος έχει κάποια ιδιαίτερη αδυναμία εκτός από αυτό το γαμημένο (συμπάθα με, μου την έδωσε) φλάουτο, το οποίο ακούγεται τόσο gay που η ομοφοβία σου σ’ αυτήν την περίπτωση θα ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Υποβόσκει παντού, εκεί που ακούς ένα πολύ ωραίο riff από τον κιθαρίστα/ ιδρυτή Chris Mole ή μια γαμάτη μπασογραμμή από τον Richard Allan (ο μόνος που διασώζεται από τη συνολική ουδετερότητα του album, highlight αν θέλεις η απόδοσή του), έρχεται αυτό το μαραφέτι και σε προσγειώνει άμεσα. Πραγματικά δεν βλέπω κανένα λόγο που υπάρχει, θα μπορούσε να σταθεί άνετα η μουσική τους χωρίς αυτό και τότε θα μπορούσα να μιλήσω για ένα αξιολογότατο σύνολο.
Συνθετικά όπως είπα, μου άρεσαν, αλλά οπωσδήποτε πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τη χρήση εξωμεταλλικών οργάνων. Γιατί σε αυτή τη μορφή, σε αντιπαράθεση με ονόματα όπως των Equilibrium ή των Elvenking, με τα διαμάντια που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, δεν έχουν καμία απολύτως ελπίδα αναγνώρισης. Όπως πάντα, δεοντολογικώς, εύχομαι εγώ να είμαι ο κουφός. Τσέκαρε και πες μου.
647