Χεχεχε, σκέφτηκα πολλά με τον τίτλο, αλλά δε μου επιτρέπει η ανατροφή μου να μιλήσω.
Και μη μου πείτε ρε γατάκια, ότι δεν ξέρετε τους επιδραστικότατους νεοϋορκέζους Prong (και ας δηλώνουν έδρα το LA), γιατί θα κρεπάρω. Το προσωπικό σχήμα του ευγενούς βάρβαρου, Tommy Victor, ανοίγει νέες κωλοτρυπίδες σε τρυφερούς πωπούς με τη σκληρή μουσική του από το 1986, τουλάχιστον.
Το συγκρότημα, με όμορο ήχο προς των White Zombie, Helmet και Pantera, που μετρούσε στις τάξεις του μέλη κάποιων εκ των προαναφερθέντων, καθώς και των Swans,Testament, Godflesh, Killing Joke, Static-X και Madonna (ναι, ρε μαλάκες, αυτή), μπορεί να έκανε μία ανάπαυλα από το 1997 έως το 2002, και ο ιθύνων νους, Victor, να έχει υπηρετήσει σε διάφορα φρενοκομεία, όπως η μπάντα του Danzig και οι Ministry του θείου Al, αλλά φαίνεται ότι τίποτα δε τον σταματάει από το να παράγει ισοπεδωτική μουσική με το προσωπικό σχήμα του και να μετράει στους οπαδούς του τους ΝΙΝ, τους Korn και τους Six Feet Under (!!!).
Εντούτοις και η μουσική των Prong έχει επηρεαστεί με τη σειρά της από ποικίλα συγκροτήματα και καλλιτέχνες, τα οποία κατά το πλείστον τείνουν στον punk και hardcore ήχο της δεκαετίας του ’80, και όχι μόνο. Και παρόλο που είμαι επιφυλακτικός, κατόπιν αντίστοιχων προσπαθειών, όπως τα Undisputed Attitude και Garage Inc. και άλλα, ομολογώ εκ των προτέρων ότι η παρούσα κυκλοφορία ήρθε ως βάλσαμο ανάμεσα σε συρφετό πολύ κακής μουσικής που φτάνει τον τελευταίο καιρό στα αυτιά μου.
Καταρχήν και μόνο το tracklist με αφήνει άναυδο, ξεκινώντας στεγνά με το “πάρ’το-στη-μάπα” “Doomsday” των crossover θεών Discharge και συνεχίζει αναίσχυντα με Sisters of Mercy (“Vision Thing”), για να αποτίσει φόρο στους ψυχασθενείς Butthole Surfers. Πραγματικά, οι επιλογές πηγαίνουν εκπληκτικά με διασκευές στους Fugazi, Black Flag, Adolescents, Bad Brains και Hüsker Dü, γιατί αγαπάμε και την ταχύτητα και τη μελωδία, κύριοι, όση, βέβαια, μελωδία κρύβει η φλεγματώδης, a-la Rottweiler με λύσσα φωνή του μικρούλη Tommy, ετών 48, παρακαλώ.
Ως αυτό το σημείο φαίνεται από πού άντλησε έμπνευση ο Victor για δίσκους όπως τα φασιαριόζικα και εύστοχα “Beg to Differ”, “Prove you Wrong” και το κορυφαίο “Cleansong”, ενώ όταν αποφασίζει να διασκευάσει με χειρουργική ακρίβεια το σχετικά πρόσφατο “Seeing Red” από το ομώνυμο album (του 2002) των προπατόρων Killing Joke, φαίνεται η στροφή που πήρε με δίσκους όπως το επεξεργασμένο και εξίσου βαρύ “Rude Awakening”, που αποτέλεσε και κύκνειο άσμα της πρώτης περιόδου του γκρουπ. Εκεί που πραγματικά φοβήθηκα ότι θα στραβοπατούσε το συγκεκριμένο δισκάκι είναι η διασκευή στο δηκτικό “Cortez the Killer” του μοναδικού Καναδού τραγουδοποιού, Neil Young, αλλά εν τέλει δε με ξένισε καθόλου, γιατί ο Victor φέρνει στα μέτρα του βαρύ ήχου του το εν λόγω τραγούδι και ταυτόχρονα το σέβεται χωρίς να επιχειρεί να το αντιγράψει νότα προς νότα.
Και ίσως οι πιο πρόσφατες κυκλοφορίες του γκρουπ να μην είναι και οι καλύτερες δυνατές, γιατί ενδεχομένως ο ήχος τους να έχει χάσει την επαφή του με τα σύγχρονα τεκταινόμενα, αλλά στην τελική μιλάμε για μια μπάντα που έχει επηρεάσει το μισό φάσμα του σύγχρονου σκληρού ήχου και η οποία έχει διανοίξει δρόμους για πάρα πολύ κόσμο. Ελπίζω μόνο να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις με την επόμενη επίσημη κυκλοφορία τους. Ποιοι Machine Head είπαμε; Ποιοι Clutch;
626