Πέρασαν δυο χρόνια από τότε που οι Magnolia, το trio του σουηδού μπασίστα Ronny Eriksson (συζύγου της πολυαγαπημένης μας Ελένης Λιβεράκου η οποία στην καράφλα του οραματίστηκε το μέλλον της και τον παντρεύτηκε – σμουάτς μανάρι μου!), κυκλοφόρησαν εκείνο το καταπληκτικό δισκάκι revival hard rock, το “Tank Sjalv”, πίσω στο 2013.
Από τότε, πέρασε αρκετός καιρός και κύλησε νερό στ’ αυλάκι του εν λόγω ιδιώματος, με άπειρες κυκλοφορίες ανάλογου ύφους, άλλες αριστουργηματικές και άλλες εντελώς κομπογιαννίτικες (οι Wolfmother εξαιρούνται διότι ανεξαρτήτως αξίας, θα ήθελα να τους δέρνω με μανία από το πρωΐ ως το βράδυ, έχω κι εγώ τα βίτσια μου, άνθρωπος είμαι). Όχι ότι παίζει κάποιο ρόλο αυτή η υπερπροσφορά στο κορεσμένο αυτό μονοπάτι, από τη στιγμή που το αποτέλεσμα δικαιώνει τους δημιουργούς και φυσικά τους εν δυνάμει ακροατές. Και στο “Svarta Sagor” (πάλι υπό την αιγίδα της Transubstans Records, στέγη πολλών ανάλογων συγκροτημάτων και με το artwork να είναι επιμέλεια της φίλτατης συνσυντάκτριας) αυτό συμβαίνει για ακόμη μια φορά, αποδεικνύοντας τουλάχιστον ότι μπορείς να θεωρήσεις τους Magnolia οτιδήποτε άλλο εκτός από “πυροτέχνημα”.
Η φόρμα των Magnolia δεν έχει αλλάξει. Πολύ πολύ ευχάριστο ακουστικά και γλυκύτατο, “λειασμένο” pro-metal, το οποίο βρωμάει Sabbathίλα (“Tungt Faller Regnet” ή το ομότιτλο track που μοιάζει σαν b-side του “Paranoid”) ωσάν καυλωμένο μουνί από χιλιόμετρα, με πολλές δόσεις blues / hard rock, αμερικανικής κοπής και ειδικότερα εικαστικές τάσεις που προσεγγίζουν το πνεύμα των mid 70’s ZZTOP (“Hamnar Aldrig Snett”) και των, ήδη από το debut τους, διαρκώς εμφανιζόμενων διάσπαρτων στοιχείων από Grand Funk Railroad και Mountain (“Den Dagen Den Sorgen”, “Aldrig Nοjd” ), οι οποίες τάσεις εμπλουτίζουν το κεντρικό σημείο του “Svarta Sagor”. Την groovίλα και την “γήϊνη”ψυχεδέλεια (επί παραδείγματι στο Syd Barrettικό “Tillfallig Frihet” με την άκρως μαστουρωμένη γέφυρά του).
Αναλογικός, λαμπάτος ήχος, συνθέσεις αμεσότατες, κέφι και μεράκι είναι αυτά που μου απέμειναν από τις διαδοχικές ακροάσεις των Magnolia. Πατρογονικά, φλεγόμενα riff για άλλη μια φορά από τον Jonas Andersson, φοβερό Bonhamικό παίξιμο από τον drummer Niklas Bergsland, πρωταγωνιστικό μπάσο από τον Eriksson (“Bortom Staden Av Guld”), ο οποίος διαπρέπει και στα φωνητικά καθήκοντά του, τραγουδώντας στη μητρική του (γάμησέ τα γλώσσα όμως Ελενίτσα μου, ελπίζω να μη μας βρίζει τη μάνα ο δικός σου), συνθέσεις για βραδυνές εξόδους σε “παλιακά” rock bars με Djs που δεν ντρέπονται να σου δείξουν το μεσαίο τους δάχτυλο αν τους ζητήσεις για άλλη μια φορά το “Whole Lotta Love” και τελικώς, ένα πανέμορφο σύνολο το οποίο συνεχίζει να βρίσκεται στο ίδιο υψηλό επίπεδο του προκατόχου του.
Ο Eriksson, μπορεί να μην έχει τρίχα στο κεφάλι του, αλλά αυτό που κάνει, το κάνει καλύτερα από πολλούς ονομαστούς και τριχωτούς αυνάνες που έχουν μπουκώσει τα charts με οτιδήποτε άλλο εκτός από το αυτονόητο. Τη μουσική την ίδια. Εξαιρετικός δίσκος για άλλη μια φορά. Κι εσύ μανάρι μου να πίνεις το γάλα σου, γαμώ την οστεοπόρωση μου μέσα, γαμώ και θα τα πούμε, ναι; Μου χρωστάς μια πλούσια, native milf, μην ξεχνιόμαστε μάι ντίαρ…
591