Fear Factory. Ένα όνομα που αντιπροσώπευσε για μια 25ετία ένα από τα πιο ρηξικέλευθα σχήματα που εμφανίστηκαν στο χώρο του death metal, επιδραστικότατο για έναν πολύ μεγάλο αριθμό μουσικών οι οποίοι ακολούθησαν τις industrialίζουσες metal τάσεις τους, που ψήγματά τους φέρει το σύνολο του μοντέρνου metal ήχου (πες τον core-οτιδήποτε, nu, for the peonta) στην αντίπερα του Ατλαντικού, όχθη.
Η ιστορία τους, ενδεικτική των ηγετικών φυσιογνωμιών που απάρτιζαν το εκάστοτε line up, εξίσου πολυτάραχη. Από την καθολική αποδοχή του “Soul Of A New Machine” και φυσικά του επαναστατικού “Demanufacture” μέχρι την αποχώρηση του κιθαρίστα Dino Cazares λίγο μετά το “Digimortal” το 2001, κι από την επανένωση του “Archetype” το 2004, με τον μπασίστα Christian Olde Wolbers να αναλαμβάνει τις κιθάρες, μέχρι την επαναφορά του Cazares στο “Mechanize” του 2010, την αποπομπή των Wolbers / Raymond Herrera (του original drummer), τα πλακώματα και τις νομικές διαμάχες που προέκυψαν σχετικά με τα δικαιώματα του ονόματος, οι Fear Factory δεν έπαψαν ποτέ να απολαμβάνουν την αίγλη που τους προσέδωσε το πανάξια κερδισμένο status τους στο χώρο της ακραίας μουσικής (τουλάχιστον στο βαθμό που η σύγχρονη αμερικανική κουλτούρα καθορίζει το απόβαρο της ακρότητας), παραμένοντας δημοφιλής και αποσπώντας το ενδιαφέρον του κόσμου για τα τεκταινόμενα αυτής της μπάντας.
To “Industrialist” που κυκλοφόρησε πριν τρία περίπου χρόνια, ήταν πολύ καλό, αν και μάλλον προσκείμενο σε αυτούς που λάτρεψαν το 90’s style των Fear Factory, χωρίς να έχει κάτι πρωτοποριακό να δώσει σε κάποιους που ήθελαν να είναι διαφορετικό σε σχέση με το ηχητικό παρελθόν. Ακούστηκαν πολλά, το παγκόσμιο διαδικτυακό feedback ήταν μεν θετικό, όχι βέβαια σε παρελθοντικά επίπεδα, αλλά όπως συμβαίνει σε όλα τα σχήματα που μεγαλούργησαν εμπορικά εκείνες τις εποχές, αυτό δεν θα μπορούσε να υποβιβάσει το βαθμό αναγνωρισιμότητάς τους.
Και να ‘μαστε στο σήμερα, με τους Burton C. Bell στα φωνητικά, τον Cazares να αναλαμβάνει όλα τα έγχορδα και τον sessionά Mike Heller στα drums (με τον Deen Castronovo στην εκτέλεση του φοβερά groovάτου “Soul Hacker”) , να κυκλοφορούν το ένατο studio album τους, το πολύ καλό “Genexus”, μια πνευματική μίξη του “Transgression”, του “Digimortal” και του “Archetype”, κάτω από τις industrial πολυαγαπημένες ατμόσφαιρες του “Demanufacture”.
Τα στοιχεία που με εντυπωσίασαν από την πρώτη αυτιά στο νέο υλικό είναι η αμεσότητά που αυτό παρουσιάζεται και η καθαρότητα στον ήχο – αξίζουν πραγματικά συγχαρητήρια στην ομάδα των Andy Sneap / Rhys Fulber (καλά, αν αρχίσω να γράφω ονόματα σχημάτων που συνεργάστηκαν, θα τελειώσουμε τον Σεπτέμβριο) για το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα του “Genexus”.
Θα μπορούσε κάποιος να εγείρει ενστάσεις με κυριότερο επιχείρημα ότι από το μυαλό θα σου περάσουν πολύ γνωστές εικόνες, οι Fear Factory δεν έχουν παραλλάξει το ύφος τους κατά πολύ. Και γιατί να το κάνουν άραγε; Από τη στιγμή που η συνταγή “αυτό ξέρω να κάνω ρε παιδιά, τι να σας παίξω; Grunge;” λειτουργεί πολύ καλά, θεωρώ ότι οι αρνητισμοί σε τομείς πέρα από τους καθαρά μουσικούς και η κριτική ματιά στα κίνητρα των δημιουργών αυτής της κυκλοφορίας, πρέπει να κάνουν στην άκρη. Για δυο λόγους. Και ως οπαδός της αυτονομίας της μουσικής, αποκομμένης από “παρελθόντα”, “φήμη”, “εμπορική απήχηση” αλλά κυρίως γιατί κανένας δεν έχει δικαίωμα να περιχαρακώσει το ευρύτερο ακροατήριο υπέρ των γευσικριτικών της πρωτοπορίας και της διαφορετικότητας.
Οι Fear Factory δεν προσπαθούν στο παραμικρό να κρύψουν τον εγκάρδιο δεσμό που συνδέει το “Genexus” με το “Demanufacture”. Στον αποκαλύπτουν οι ίδιοι, θέτοντας εαυτόν στο δίλημμα που περιγράφηκε στην ανωτέρω παράγραφο, κάτι που δείχνει τόλμη. Φυσικά diablo advocati, δείχνει συνάμα και ασφάλεια, απομακρυσμένης όμως πλήρως από έννοιες όπως “μιζέρια” ή “αντιγραφή”. Σε κομμάτια όπως το προλογικό opening track “Autonomous Combat System”, το “Soul Hacker”, το “Dielectric”, το “Protomech”, το “ Battle For Utopia” ή το εκπληκτικό 9λεπτο “Expiration Date”, την κατ’ εμέ φυσική συνέχεια του μνημειώδους “A Therapy for Pain” 20 ολόκληρα χρόνια μετά, αναδύεται μια αίσθηση προσπάθειας ολοκλήρωσης του “Demanufacture”, κάτι που επιτυγχάνεται απόλυτα και ισχυροποιεί τη λογική βάση αυτής της δουλειάς.
Αλλά οι Fear Factory στελεχώνονται από πραγματικά μεγάλους μουσικούς. Και σαν τέτοιος ο Cazares, δεν θα ήταν δυνατόν να αποκόψει τις παραπομπές σε υλικό που δημιούργησαν οι πρώην συνεργάτες του. Αντίθετα προσπάθησε να μηδενίσει την όποια εξωμουσική “απειλή” θα μπορούσε να έχει η άσχημη κατάσταση των μεταξύ τους σχέσεων, τιμώντας εξίσου την περίοδο που ο Wolbers κρατούσε τα συνθετικά ηνία, με αποτέλεσμα τα συγκλονιστικά “Anodized”, “Regenerate” και “Enhanced Reality” (bonus) (θα τα ακούω λογικά μέχρι το Αϊζενχάουερ να με χωρίσει από τα νοητικά εγκόσμια, πολύ σύντομα δηλαδή με σένα που έμπλεξα μανάρι μου), με προφανείς αναφορές στα “Transgression” και “Archetype”.
Τελικώς: πάρα πολύ καλός δίσκος, κοιτάει στα μάτια το παρελθόν και το επίπεδο της μπάντας, έχει καταπληκτικό ήχο, φυσικότατη ροή, παρέχει άνετη, απροβλημάτιστη ακρόαση, φοβερή απόδοση από τους μουσικούς, σε σημεία εμφανίζει απίστευτες μελωδικές αρετές, πολλά κομμάτια που αυτεπάγγελτα τα ορίζεις “τραγουδάρες” και είναι τρομερά εθιστικό. Τα συγχαρητήρια μου στους κυρίους Bell και Canizares… εεε, sorry αυτός ήταν τερματοφύλακας, Cazares και σας εύχομαι να βγάλουν κερί τ’ αυτιά σας από το repeat. Άνετα στην 20άδα, πολύ ψηλά.
708