Ο δεύτερος δίσκος των Ισλανδών έχει πάρει τον τίτλο του από τα πολεμικά άλογα του μεσαίωνα όπως λέει ο frontman του γκρουπ Arnor Dan Arnarson και το επέλεξε γιατί προ κάποιων ετών έπεσα θύμα βίας και το θεώρησε δείγμα δύναμης και σταθερότητας.
Παπάτζες λέω εγώ και ας μπούμε στο ψητό χωρίς πολλές πολλές παπαρολογίες. Το κουαρτέτο έχει επιλέξει για μια ακόμη φορά τον προοδευτικό ήχο που ακολουθούν πλέον μπάντες όπως οι Victorian Halls, τουτέστιν o Anthony από τους Anthony and the Johnsons να τραγουδάει στους 30 Seconds to Mars (βοήθεια μας) με τους Fightstar να τους πετάνε μπίρες στα πλάγια. Πιο λιανά, είναι ένας καλοδουλεμένος και προκλητικός δίσκος μεταμοντέρνου hardcore.
Οι λούπες και τα πιανάκια καταλαμβάνουν το 50 % σχεδόν του ήχου και η artsy-fartsy ατμόσφαιρα είναι διάχυτη, από το εισαγωγικό κιόλας “Let Them See Us”. Οι συνθέσεις είναι αρκετά εγκεφαλικές και πολλές φορές παίζουν με τα νεύρα του κοσμάκη, όπως στο “The Autumn Red”. Η ίδια η φωνή του Arnarson μου θυμίζει πολλά πράγματα (ίσως τη φωνή του man από τους Stonebringer στα πιο μπάσα της) και τίποτα, αλλά σίγουρα πιάνει συχνότητες που θα έκανα τους Pavlov’s Dog να ακούγονται λιμενεργάτες .
Το hardcore riff του “Howls” είναι κολλητικό και το πιάνο me reverb στο “Let the Curtain Fall” είναι παιγμένο μέσα από σπήλαιο κρυστάλλων . Σκεφτείτε ότι αυτή μάλλον είναι η πιο pop μετεξέλιξη οποιασδήποτε metalcore μαλακίας κυριαρχεί στον πλανήτη rock, και απόδειξη αυτού το “Bemoan”. Στο αποχαιρετιστήριο, επηρεασμένο από Muse/Fightstar , “Mono no Aware” αναρωτιέμαι γιατί οι πολυαγαπημένοι Τεξανοί Fair to Midland δεν υπάρχουν. Γιατί ε;
Ένας όμορφος εν γένει και περιπετειώδης δίσκος. Αλλά θα προτιμούσα μόνο και μόνο για τη δικαιοσύνη να επανέλθουν οι FTM και να τους γαμήσουν όλους. Ευσεβείς πόθοι.
605