Τελευταία απόπειρα προλόγου, όπως και να ‘χει, μετά από πενήντα περίπου προσπάθειες να γράψω μια εισαγωγική παράγραφο της προκοπής.
Φυσιολογικό θα μου πεις, κείμενο για τους Slayer πας να γράψεις, όχι porn preview στο πολυαγαπημένο hub. Από την άλλη, τι να πρωτογράψεις γι’ αυτούς που δεν έχει αναγραφεί εδώ και 32 χρόνια που αυτή η μπάντα συγκλονίζει δισκογραφικώς το παγκοσμίνιο;
Θεωρώντας ότι τουλάχιστον γνωρίζεις την ύπαρξή τους (αν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, μάλλον σε λάθος site μπήκες φίλε αναγνώστη), ορθά – κοφτά, οι Slayer είναι οι φυσικοί ηγέτες του πιο τσατισμένου μουσικού κινήματος που εμφανίστηκε στον όμορφο γαλάζιο πλανήτη μας, του fakkin’ thrash metal και βασική επιρροή όλων των ακραίων μουσικών τάσεων στο χώρο της μεταλλικής Τέχνης εδώ και τρείς και κάτι δεκαετίες. Αναμφιβόλως, η θέση τους στην ιστορία είναι εξασφαλισμένη εδώ και αρκετό καιρό, παρά την πολυγνωμία που εμφανίστηκε κατά την κυκλοφορία των δίσκων τους, μετά τους πέντε πρώτους φυσικά, οι οποίοι και καθιέρωσαν άπαξ και δια παντός το όνομά τους.
Η αναγνωρισιμότητά τους, επίσης τεράστια. Οι ιδιόρρυθμοι χαρακτήρες των ανθρώπων που απάρτιζαν τους Slayer, απασχόλησαν άπειρες φορές τα μέσα ενημέρωσης κρατώντας τη δημοτικότητά τους σε υψηλά επίπεδα. Οι λογομαχίες του κιθαρίστα Kerry King με άλλους διάσημους star του κυκλώματος έχουν αφήσει εποχή, οι συχνές αποχωρήσεις – επαναπροσλήψεις του ημίθεου drummer Dave Lombardo εν μέσω αλληλοκατηγοριών, το ίδιο, ενώ ο θάνατος του έτερου κιθαρίστα Jeff Hanneman το 2013 συγκλόνισε την metal κοινότητα, αποτελώντας το πιο τραγικό σημείο σ’ αυτήν την ένδοξη καριέρα.
Και φτάνουμε στο φθινόπωρο 2015, έτος που οι Slayer κυκλοφορούν ένα νέο album, το “Repentless”, έξι ολόκληρα χρόνια μετά το “World Painted Blood”, με τον Paul Bostaph πίσω από το drum kit (τον οποίον πάντα θα θεωρώ φαινόμενο αυτοσυγκράτησης – πώς γίνεται να μην τους έχει πει ένα “ρε άει στο διάολο, είστε τελείως μαλάκες λέμε” όλα αυτά τα χρόνια που τον πηγαινοφέρνουν στη μπάντα, είναι απορίας άξιο) και τον Gary Holt, ηγέτη των ομογάλακτων Exodus, στις lead κιθάρες ως έτερον ήμισυ του King.
Από την αρχή και ξεκάθαρα. Το νέο album είναι εξαιρετικό. Χωρίς καμιά προσπάθεια να κρύψουν την άμεση επιρροή τους η οποία είναι η πρώτη τους εποχή, οι Slayer παρουσιάζουν έναν πολύ ενδιαφέρον, ώριμο δίσκο, ίσως η πιο τεχνική δουλειά υπό αυτό το όνομα εδώ και πάαααρα πολύ καιρό (αν και ο Holt σέβεται και με το παραπάνω τις λατρεμένες πριμαριστές κουλαμάρες του εκλιπόντος προκατόχου του στα solo), πιο μπασάτο, με τρομερές ιδέες, καλοδουλεμένο και με την πόρωση σε υψηλά επίπεδα.
Συνθετικά, είναι ισομοιρασμένο ανάμεσα στο καταιγιστικό, πολύ γρήγορο σύνηθες ύφος τους και στη στακάτη mid tempo δεύτερη φύση τους, κατά την οποία ακούγονται ογκώδης και βαρύτατοι, χάριν και στην πάρα πολύ καλή παραγωγή του Terry Date (πάτα στο wiki, μέχρι το επόμενο album τους θα γράφω αν σου αραδιάσω τις δουλειές του). Τα μέλη βρίσκονται σε πολύ μεγάλη φόρμα. Ένας καταπληκτικός ερμηνευτικά (και εντομολογικά, διότι για ένα τέτοιο μούσι – εργαστήριο αγωνίζονται όλοι οι εντομολόγοι του κόσμου) Tom Araya, ο οποίος δίνει τα ρέστα και τα σωθικά του, δυο κιθαρίστες που riffολογικώς προσφέρουν μια πανσπερμία απολαυστικών κάργα thrash φράσεων και ένας Bostaph απόλυτος μετρονόμος, ένας ακριβέστατος κρουστικός ελεγκτής της δυσαρμονικής γλύκας που εκχέει η παρέα του.
Τι; Θέλεις highlights; Πιστεύω ότι highlight είναι ολόκληρος ο δίσκος. Από τον intro αμανέ του “Delusions Of Saviour” και τον ομώνυμο in your mapa thrash καταιγισμό, τα θυελλώδη “Take Control” (με τις κιθάρες να θυμίζουν κοπάδι από μύγες πάνω από το κεφάλι σου), “Implode”, “You Against You” (έπη δομημένου hooliganισμού) και “Atrocity Vendor” (με τον Holt να ξεδιπλώνει το μεγάλο ταλέντο του σε ένα κομμάτι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του), κι από εκεί στα δεινοσαυροειδή, στακάτα “Vices” (με τον Araya να κραυγάζει σαν να μην υπάρχει αύριο – που δεν υπάρχει, μεταξύ μας, κακά τα ψέματα), τη φυσική συνέχειά του “Cast The First Stone” και τις doomίλες εποχής “South Of Heaven” των “When The Stillness Comes” και “ Pride In Prejudice”, οι Slayer δεν απογοητεύουν σε καμία περίπτωση, αντίθετα επανέρχονται με σφοδρότητα, αποδεικνύοντας τη μεγάλη τους κλάση, διαλύοντας κάθε ίχνος αμφιβολίας για τη δυναμική τους στο σήμερα.
Να σημειώσω ότι στη limited boxset edition του album, συμπεριλαμβάνεται ένα CD από την εμφάνιση τους στο Wacken το 2014 ,κατά την οποία οι Slayer ισοπεδώνουν το μέρος, έχοντας ένα setlist που κάλλιστα το λες best of. “Hell Awaits”, “Mandatory Suicide”, “Postmortem”, “Disciple”, “Dead Skin Mask” και όλα τα ομώνυμα που γνωρίζεις (μα που είναι η σαλιάρα μου;).
Αν και είμαι σίγουρος ότι θα υπάρξει διχογνωμία μεταξύ των φίλων της μπάντας και σ’ αυτό το album, προσωπικώς το βρήκα απολαυστικό. Πολύ καλύτερο από το προηγούμενο και απείρως καλύτερο από το προπροηγούμενό τους (“Christ Illusion”), το “Repentless” μου έφερε ένα πλατύ χαμόγελο ευεξίας, ισοδύναμο με το να αλλάζεις σλιπάκι ενθυμούμενος εν συγκινήσει αιδοία που λάτρεψες κατά την πορεία σου στο χρόνο.
Άνευ του λογοτεχνικού αρώματος που αναδύεται καμιά φορά στο γραπτό λόγο μου (μια φορά ανα πενταετία), η γνώμη μου είναι: “1. Πάρ’ το, 2. Λιώσ’ το, 3. Επανέλαβε ομοίως και πολλαπλώς”. Αυτά.
739