Αυτό το κουιντέτο από το Reading του Ηνωμένου Βασιλείου έχει δεχτεί μάλλον την άχαρη ταμπέλα του metalcore, στη μελωδική του έκφανση μάλιστα.
Ίσως να υποθέσατε ήδη ότι πρόκειται να ακούσω 5 “chavvies” με γυρισμένα swag καπέλα να τραγουδάνε ύμνους των αντρικών αποδυτηρίων σε λα ματζόρε.
Κι εγώ αυτό περίμενα αλλά πιάστηκα απροετοίμαστος, καθώς ο frontman της μπάντας, Nick Brooks, δε μασάει τα αρχίδια του ούτε για λίγα δέκατα του δευτερολέπτου καθ’ όλη τη διάρκεια του σχετικά σύντομου δεύτερου άλμπουμ τους. Αν περιμένατε να ακούσετε μελωδικές φωνούλες να πιάνουν υψηλές νότες, παίξατε και χάσατε αγαπητοί αναγνώστες, γιατί αυτές είναι σχεδόν ανύπαρκτες προς τιμήν των αγριεμένων τούτων Βρετανών. Η φωνή του Brooks, για να επιστρέψουμε στο επίμαχο θέμα, είναι ένας ασταμάτητος hardcore βρυχηθμός και το μελωδικό στοιχείο του συνόλου είναι τα trippy lead που κάνουν συχνότατα την παρουσία τους πάνω από κοφτά και beat-down riff, χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι λείπουν οι καλπάζοντες punk ρυθμοί.
Το άκρως ενδιαφέρον είναι το πόσο εύκολα παντρεύουν τις μελωδίες με τα γκάζια και το πως πειραματίζονται με άνεση παραπαίοντας ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία, με σαφέστατη αναφορά στους Καναδούς θεούς Alexisonfire (“The Greater Plan”), το σύγχρονο post rock στο ομώνυμο κομμάτι του δίσκου και ακούστε ακόμη την a-la “Damage Inc” ατμόσφαιρα του εμβόλιμου, “Nostaligc Thoughts” κι όλα αυτά σε 10 σύντομες συνθέσεις.
Δεν είναι κάτι κοσμογονικό, αλλά αρκετά εύστοχο.