Για τους παλιούς, μια μπάντα “θρύλος”. Ένα από τα σχήματα που οριοθετούσαν την έννοια “heavy metal” αναγόμενη σε εθνικά πλαίσια, σε καλλιτεχνικές metal εποχές που το γεωλογικό ισοδύναμό τους θα ήταν αυτές των παγετώνων, μια από τις λίγες μπάντες που εκπληρώνουν στο έπακρο την έννοια “cult”.
Από το ιστορικό εκείνο demo του 1987 (με μεγάλο μερίδιο να ανήκει και στον Θανάση “Lyssa” Καζάκη, lead κιθαρίστα τότε, νυν ηγέτης των Redrum) που σκόρπισε ρίγη υπερηφάνειας στους νεαντερταλικού τύπου έλληνες “pure and classic and kane moko re!” metallers (τιμή και καμάρι μας ρε “πολιτισμένε”) μέχρι σήμερα οι θεσσαλονικείς Sarissa του μπασίστα/ ταπάνταόλα Δημήτρη Σελαλμαζίδη, είδαν τους καρπούς δουλειάς και προσπαθειών ετών (πολλών ετών όμως) να μετουσιώνονται μόλις το 1994 με την κυκλοφορία του debut LP “Sarissa” καθιερώνοντάς τους στις αντίστοιχες συνειδήσεις ως το απόλυτο Big Thing της ελληνικής μουσικής (οι εθνικοί μας blacksters – όλοι ξέρετε ποιούς εννοώ, δεν χρειάζεται να αραδιάζω τα ονόματα της Εθνικής Ανχόουλι Τριάδας μας – δεν είχαν κάνει ακόμη το μεγάλο μπαμ τους που κλόνισε τα συθέμελα τούτου του ντουνιά).
Η συνέχεια όπως κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει… σκέτη φρίκη. Δέκα ολόκληρα χρόνια πέρασαν μέχρι την επανεμφάνισή τους με το επίσης αποδεκτό από το σύνολο της κοινότητας με πληθώρα εγκωμιαστικών σχολίων και εύφημων μνειών “Μasters Of Sin” που είδε το φως της ημέρας στο τέλος του καλοκαιριού του 2004. Και για άλλη μια φορά… παύση. Σιγή ιχθύος. “Για πόσο αυτή τη φορά;”… “Μπα, δε νομίζω να το ξαναπροσπαθήσει ο τύπος, αυτό ήταν”… “Μα γιατί ρε γαμώτο, αφού το έχουν!”, κι άλλα τέτοια χαριτωμένα ερωτήματα, πλανώνταν στον αέρα γενικώς κατά καιρούς (και θα το θέσω, τεθλιμμένως αυτή τη φορά, ως ανωτέρω: από τους “παλιούς”, δυστυχώς), αλλά “στεριά πουθενά ακόμη καπετάνιο στον ορίζοντα”…
Και ξαφνικά, το περασμένο φθινόπωρο, ανακοινώνεται από τη ROAR records (που ανέρχεται με ταχύτατους ρυθμούς, φιλοξενώντας στις τάξεις τις πολλές, άκρως ταλαντούχες νέες μπάντες όλων των “αποχρώσεων”, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα πολλούς “δεινόσαυρους” στη δισκογραφική “επανένταξη” που επιχειρούν) η επανακυκλοφορία του “Demo 1987” μαζί με τη δήλωση ότι οι Sarissa ολοκληρώνουν ένα νέο album. Μια ντουζίνα χρόνια μετά!
Η επιστροφή των Sarissa είναι αξιοπρεπής. Μουσικώς καμία παρέκκλιση (κάτι τέτοιο ίσως να ισοδυναμούσε με κακούργημα). Ατόφιο ατσάλι, παραδοσιακό, με όλα τα αγαπημένα κλισέ, 100% αρσενικό “- Μα γιατί ακούς αυτά τα αρκουδίστικα μωρό μου; – Γιατί έτσι μου γουστάρει! Σύρε φέρε καμιά μπύρα τώρα!” metal. Στακάτα riffs από τον Ορέστη Ναλμπάντη που ζωγραφίζει σολιστικώς, o leader με τον Στέλιο Σιούλα (drums) εκτελούν χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ψεγάδι τα ρυθμικά καθήκοντά τους ενώ τα φωνητικά του Γιώργου Συμεωνίδη ηχούν σαν να μην πέρασαν σχεδόν 30 χρόνια από τότε που πρωτοτραγούδησε το “Macedonian Army”.
Μου άρεσαν τα Saxonικά “Daughter of the Night (Nemesis)” με το όμορφο μελωδικό solo του, το “Sacrifice” και το εξαιρετικό “Into the Night”, όπως και κομμάτια που παραπέμπουν στους Accept (κυρίως της τελευταίας περιόδου τους) όπως τα “Fallen” και “Warriors” ή στις solo δουλειές του Udo (“No Man’s Land”).
Ο ήχος είναι λιτός και απέριττος κάτι που δίνει εξ ορισμού καθαρότητα στο άκουσμα των μουσικών φράσεων σε όλη τους τη λεπτομέρεια, αλλά μου δίνει την αίσθηση ότι με μια πιο “powerίζουσα” παραγωγή θα αναδείκνυε τη “συμπαγή” συνθετική σκοπιά του “Nemesis”. Αν εξαιρέσουμε αυτήν τη λεπτομέρεια (η οποία φυσικά πιθανολογικώς να είναι και άποψη του συνθέτη ως προς το πως πρέπει να ακούγεται η μουσική του, οπότε εκεί πας πάσο, όπως και να το θέσεις το ζήτημα), στο άκουσμα του δίσκου, χαμογέλασα πολλές φορές. Θυμήθηκα τους νεώτερους εαυτούς ενός παρθένου μεταλλά τότε που γινόταν φέσι στην τρίτη μπύρα αλλά που στο άκουσμα ρεφρέν όπως του “Fight The Devil” ή της μπαλαντάρας “I’m Coming Home” από ομογάλακτους φημισμένους θρύλους της μουσικής μας, ένοιωθε τα καλλιτεχνικά παπάρια της ψυχής του να μεγαλώνουν, απίστευτο όσο και απερίγραπτο λεκτικά να περιγραφεί συναίσθημα.
Θα τελειώσω χρησιμοποιώντας (και παραλλάσσοντας κατά το προσωπικό δοκούν) τη φράση ενός σύγχρονου φιλόσοφου που εκτελεί χρέη αρχισυντάκτη στον εν λόγω εικαστικό φορέα που διαβάζεις αυτή τη στιγμή και η οποία αποτυπώθηκε στο review του τελευταίου album των Iron Maiden. Ως metaller, στην περίπτωση του “Nemesis”, το τελευταίο που με νοιάζει είναι να σου αποδείξω το όποιο καλλιτεχνικό απόβαρό του (που έχει). Αυτό που με νοιάζει είναι ότι μια σπουδαία παρελθοντικής αίγλης μπάντα 30ετίας αποδεικνύει ότι βαστάει η περδικούλα της, δισκογραφώντας αξιοπρεπέστατο υλικό χωρίς να λέει να το βάλει κάτω. Και αυτό ρε διάολε με γκαυλώνει ως γεγονός από μόνο του.
Σεβασμός και υπόκλισις.
699