Οι Σουηδοί Fake Moss επιστρέφουν 10 περίπου χρόνια μετά την τελευταία τους κυκλοφορία, με νέα σύνθεση και νέο ύφος.
Σχηματίστηκαν λίγο πριν το 2000, ως μια μπάντα που επιχειρούσε να αναβιώσει την αύρα του post-punk και γενικά της σκοτεινής πλευράς των έιτιζ, στο πνεύμα της γενικότερης τάσης της εποχής, με γνωστότερα παραδείγματα τους Interpol, The Killers κλπ.
Οι προηγούμενές τους δουλειές κυμαίνονταν απ’ τον alternative rock ήχο, στις garage επιρροές και σε καταθλιπτικές μελωδίες. Δυστυχώς, παρά το συμπαθητικό αποτέλεσμα, δεν κατάφεραν να ξεχωρίσουν, αφού το άλμπουμ τους “It’s You Against the City Tonigh”t (2004) και το extended EP-συλλογή “Highway: Extended” (2005) ήταν σε γενικές γραμμές ανέμπνευστα.
Ύστερα από 3 χρόνια, το τετραμελές σχήμα διαλύεται και ο τραγουδιστής, κιθαρίστας και βασικός συνθέτης του συγκροτήματος Erik Johnsson συναντά τον D. Kaufeldt. Μαζί πορεύονται μέχρι την κυκλοφορία του Under the Great Black Sky, που θα γίνει σε λίγες μέρες.
Ξεκάθαρη αλλαγή πλεύσης στον ήχο, με το ηλεκτρονικό στοιχείο και τα συνθεσάιζερ να μπαίνουν στο προσκήνιο και με καθοριστική την επιρροή του new wave και της synthpop των έιτιζ. Ας μη βιαστούν να χαρούν όμως οι φίλοι του είδους, καθώς –δυστυχώς και πάλι– η έμπνευση λείπει περίτρανα. Σχεδόν όλα τα κομμάτια του δίσκου μοιάζουν να είναι b-sides από τις δισκογραφικές δουλειές της τελευταίας δεκαετίας των Depeche Mode. Η ομοιότητα με τους DM κάποιες στιγμές γίνεται εκνευριστική (“Wrap me in your hate girl”, “Snow”), ενώ υπήρχαν και στιγμές που νόμιζα ότι κάποιο λάθος έγινε και ακούω Editors (“More Than You”, “Les Mannequin”).
Αν και τα περισσότερα κομμάτια είναι flat κι από συνθετικής άποψης αδιάφορα, θα μπορούσα να ξεχωρίσω κάπως το “Fear and Motivation”, up-tempo και catchy τραγουδάκι, και το ψυχρό και σκοτεινό “My beautiful girl”.
Στα θετικά του δίσκου είναι ο πολύ καλός ήχος και η πανέμορφη, βαθειά φωνή του Johnsson, στοιχεία για τα οποία ίσως ο δίσκος αξίζει μια δυο ακροάσεις, δεν αρκούν όμως για κρατήσει την προσοχή του ακροατή.
Συνολικά, οι Fake Moss φαίνονται να στερούνται έμπνευση και πρωτοτυπία και περιορίζονται στο να αναπαράγουν ήδη υπάρχουσες φόρμες, τις οποίες υπηρετούν μεν καλά, μην έχοντας όμως να προσθέσουν κάτι παραπάνω σ’ αυτές ώστε ν’ αφήσουν το στίγμα τους.
635