STEPHEN PEARCY: “Smash”

Για όλους αυτούς που προτιμούσαν το hard rock τους πολύχρωμο, ευδιάθετο, ενεργητικό, αφροδισιακό και με την επιλεγμένη ελαφρότητα του τρόπου ζωής της “hair metal” κοινότητας στα 80’s, οι Ratt ήταν ένα όνομα που σεβόταν όλες αυτές τις συντεταγμένες.

Ο Stephen Pearcy υπήρξε ο ιδρυτής τους και αυθεντικός τραγουδιστής του γκρουπ και τα τελευταία περίπου 15 χρόνια ο πρωταγωνιστής στο σήριαλ της επανασύνδεσής του με τα “πήγαινε-έλα” του. Η βαρυσήμαντη δήλωσή του το 2014, πως δεν πρόκειται να αναμιχθεί ποτέ ξανά μαζί τους, θα μπορούσε να σημαίνει τα πάντα αλλά και τίποτα…

Άλλωστε ο Pearcy είναι ένας δραστήριος άνθρωπος της showbiz : παραγωγός, συνθέτης, τηλεοπτικός παραγωγός, καλλιτεχνικός διευθυντής και συνθέτης τραγουδιών για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Παράλληλα έτρεξε κάποια δικά του μουσικά projects και κυκλοφόρησε και τα προσωπικά του άλμπουμ. Δύσκολα τον λες τεμπέλη…

Το φετινό “Smash” είναι το τέταρτο προσωπικό του άλμπουμ. Έχοντας στο στούντιο έναν παλιό γνώριμο που τον ξέρει καλύτερα κι από τον εαυτό του, τον παραγωγό και των τεσσάρων πρώτων άλμπουμ των Ratt, Beau Hill, το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς είναι η ακμαία απόδοση της φωνής του. Σε ένα άλμπουμ που έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό ακόμα και στις άνοστες στιγμές του την ενέργεια, ο Pearcy ακούγεται αειθαλής.

Η μουσική κατεύθυνση του “Smash” είναι καταραμένη από την αρχή να παραπέμπει στους Ratt. Συγκριτικά με τις υπόλοιπες προσωπικές του δουλειές, αυτή μοιάζει να έχει τον τρόπο να συγκινήσει περισσότερο τους παλιούς οπαδούς. Συνολικά, έχει σίγουρα τις αδυναμίες του και τις αδιάφορες στιγμές του: 13 τραγούδια ενός βετεράνου είναι πολλά για να μην υπάρχουν fillers.

Αφήνοντας γρήγορα πίσω το μέτριο “I know i’ m crazy”, εισάγεται κανείς ουσιαστικά στη συνολική διάθεση του άλμπουμ με το δυνατό Ratt-wannabe “Ten miles wide”. Ξεχωριστή στιγμή είναι το “Rain” που διαφοροποιείται με την μελωδικότητά του, πιο επιθετικά και βαριά τα “Dead roses” και “Want too much” με το δεύτερο να έχει ίσως τα πιο κολλητικά ριφ του δίσκου. Μια ελαφριά νότια country εντύπωση έχει το “What do ya think”, ενώ το “Smash” κλείνει εξαιρετικά με τρία ικανοποιητικά τραγούδια, το hit “I can’t take it”, το ενδιαφέρον “Passion infinity” (ίσως το καλύτερο κομμάτι του δίσκου) και το νοσταλγικό “Summers end” με τις μελωδικές, ακουστικές του φόρμες και μια αχνή σκιά από Zeppelin πάνω του.

Έχοντας λοιπόν ολοκληρώσει το τέταρτο προσωπικό του πόνημα με θετικό πρόσημο για τους πιστούς, είναι έτοιμος -ακούραστος γαρ- να γράψει ένα νέο κεφάλαιο ίντριγκας.

Επιστρέφει μαζί με τα αυθεντικά μέλη Warren De Martini, Juan Croucier και τον μεταγενέστερο κιθαρίστα στη μπάντα ex-Quiet Riot, Carlos Cavazo…κουνώντας ξανά τη σημαία με το όνομα Ratt…Tην οποία μέσα στο 2015 κουνούσε ο αυθεντικός ντράμερ Bobby Blotzer σε περιοδεία με άλλους session μουσικούς…

663
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…